Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Βυθισμένη πολιτεία

«Δεν ήξερε γράμματα. Έπαιρνε και ξανάπαιρνε την εφημερίδα, κάθε μέρα από τότε που κυκλοφόρησε, και κοιτούσε τη φωτογραφία. Κι αύριο θα την έβλεπε να ζωντανεύει, θα έμπαινε μέσα της, να πάει στο πανηγύρι, στο Δισπηλιό, αύριο, της Αναλήψεως» (σ. 9). 

Έτσι ανοίγει το μυθιστόρημα του Ηλία Παπαμόσχου (Καστοριά, 1967) που «[...] βασίζεται σ’ ένα τραγικό γεγονός που συνέβη κοντά εκατό χρόνια πριν. Οι ήρωες και οι ζωές τους αποτελούν προϊόν επινόησης, τόκους ευαισθητοποιημένης φαντασίας» διαβάζουμε στο «Σημείωμα του συγγραφέα» στο τέλος του βιβλίου. 

«Σήκωσε το κεφάλι, και μέσα από το τζάμι προσπάθησε να βάλει το απείκασμα του καραβιού στα νερά, μα το καράβι έσβηνε κι ένα πρόσωπο έπαιρνε τη θέση του, κερδίζοντας απότομα ευκρίνεια και ζωντάνια, ίσως πρόσωπο γοργόνας, ένα ακρόπρωρο, πρόσωπο γαλήνιο κι ελαφριά λυπημένο, δέρμα σκούρο, μάτια αμυγδαλωτά, σκούρα καστανά, ζυγωματικά σαν εύρωστα, διπλωμένα μικρού πουλιού φτερά, χείλη σαρκώδη μπλαβιά» (σ. 9)

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση αναφέρεται στην Αγνή, ένα από τα επικείμενα θύματα του ναυαγίου της Περιστέρως, που θα βυθίσει στο πένθος την Καστοριά στις 13 Ιουνίου του 1929. Στην Περιστέρω αναφέρεται όμως και το «[...] θα έμπαινε μέσα της [...]» του αποσπάσματος που παρέθεσα στην αρχή. Ο συμβολισμός σμιλεύεται από την πρώτη σελίδα. Η Περιστέρω στέκει και ως Άγιο Πνεύμα που συνδέεται άμεσα με την Ανάληψη.

Ο Παπαμόσχος δεν αναπλάθει απλώς, με επιτυχία, την Καστοριά των αρχών του αιώνα. Η εξαιρετικά φειδωλή χρήση τοπικού ιδιώματος –μερικές λέξεις εδώ κι εκεί– δεν αποπροσανατολίζει σε κανένα σημείο. Η σκιαγράφηση της καθημερινότητας, οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, που βυθίζουν τον αναγνώστη σε ένα υποβλητικό παραμύθι, δεν παρεκκλίνουν ούτε στιγμή από το «τραγικό γεγονός», που διαρκώς μοιάζει, όχι απλώς να προοικονομείται αλλά να “υποτονθορίζεται”. Εξού και αυτό το «[...] καράβι έσβηνε [...]», όπως και η αλλόκοτη, εκ πρώτης όψεως, αναφορά στο [...] πρόσωπο γοργόνας [...]. 

Μέρος της σαγήνης του βιβλίου εντοπίζεται ακριβώς σε αυτή την ελλειπτική συνθήκη πρωθύστερης γνώσης στην οποία γινόμαστε κοινωνοί από την πρώτη σελίδα. 

Ο αναγνώστης βυθίζεται –ξανά, το ίδιο ρήμα– σε μια ιστορία που το όριο ανάμεσα στη στεριά και το υγρό στοιχείο της λίμνης καθίσταται δυσδιάκριτο. Μια επιφανειακή ανάγνωση δίνει την εντύπωση ότι το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο ενότητες: πριν και μετά του τραγικού συμβάντος. Κάτι τέτοιο όμως υποτιμά το κατασκεύασμα του Παπαμόσχου.

Το πριν και το μετά έχουν καταλυθεί. Έτσι όπως έχει καταστρατηγηθεί η συνέπεια της χρονικής αλληλουχίας, έτσι όπως οι διάσπαρτες “ενάλιες” αναφορές αλλά και τα κεφάλαια με τα όνειρα που βλέπουν οι άμεσα εμπλεκόμενοι τη νύχτα πριν το μοιραίο ταξίδι, έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Εξαίρεση αποτελεί το κομβικό κεφάλαιο 36, όπου ο Παπαμόσχος τραβάει μια γραμμή ακριβώς στην ίδια τη λίμνη, πριν περάσει στη συνέχεια του μύθου: 

«Ο φόβος απλώθηκε πάνω από την πόλη, εισχώρησε σε καθετί, η λύπη για τα θύματα, ο τρόμος ότι καθένας μπορεί να το ‘χε πάθει. Οι μάνες ανησυχούσαν, για μέρες δεν άφηναν τα παιδιά τους να βγουν να παίξουν, τις τρέλαινε η διαρκώς παρούσα απειλή της λίμνης, που δεν αισθάνεται, που δεν πονά, που εκτός αμαρτίας υπάρχει, που μπορεί να πνίγει και να παραμένει ήρεμη, που μπορεί να κουβαλάει των πλασμάτων της τον θάνατο και να παραμένει γαλήνια, που μπορεί να φουρτουνιάζει δίχως να αισθάνεται τίποτα, σαν ένας υγρός μικρούλης θεός, που ξεπατώνει τα παιχνίδια του για να διασκεδάσει. Ποιος μπορούσε να την κατηγορήσει τη λίμνη; Μπορεί να βρει την ομορφιά της πικρή, ακόμα και ψεύτικη, μπορεί να τη βλαστημήσει, όμως η ομορφιά έχει τον τρόπο της να κλείνει τα στόματα, να αρδεύει τη λήθη, αλλά όχι στις καρδιές αυτών που έχασαν τους αγαπημένους τους, στις πληγωμένες καρδιές ο θυμός δεν πεθαίνει» (σ. 125). 

Ομορφιά «πικρή» που μπορεί κανείς να τη «βλαστημήσει». Η έμμεση αναφορά στον Ρεμπώ, υπογραμμίζει την υπερβατικότητα που αποδίδεται στη λίμνη, που παραμένει αψεγάδιαστη· αμέτοχη στον ανθρώπινο πόνο, που κείται τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά της. Ανέφερα όμως ότι έρχονται τα «πάνω κάτω», και όχι ακριβώς ως σχήμα λόγου: με τους πνιγμένους να παίρνουν τις θέσεις τους στην Ανάληψη του τίτλου –ουκ ολίγες οι αναφορές στη μετοίκηση των νεκρών στα επουράνια– και τους ζωντανούς να καλούνται να επωμιστούν το άχθος της συνέχειας στον πάτο της λίμνης, που έχει φροντίσει ο συγγραφέας να την αφήσει να σκεπάσει, τρόπον τινά, ολόκληρη την πόλη. Υπάρχει ένα σημείο όπου κάνει τη λίμνη να φαντάζει σαν διπλός καθρέφτης, έτσι όπως ο μικρός Γιώργος Βέγιος κοιτάζει προς την επιφάνεια καθώς πνίγεται: «[...] σαν σ’ εφιάλτη, κοιτούσε από χαμηλά το φουρτούνιασμα των νερών στην επιφάνεια, τα πόδια του έδερναν, κορμιά που βυθίζονταν. Είχε πιαστεί ο έρημος στα δίχτυα. Το βάρος των κορμιών τον παρέσυρε βαθιά, κι όταν πήγε ν’ ανέβει, πάλεψε για λίγο ανέλπιδα και παραδόθηκε» (σ. 119). 

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, πιο σκοτεινό και πιο βαθύ, που καθιστά το βιβλίο αξιανάγνωστο. Ελλοχεύει παντού, στο κείμενο, μια ένοχη απόλαυση για την τραγωδία που αφηγείται ο Παπαμόσχος. Δεν είναι μόνο η μεθοδευμένη και άρτια προοικονομημένη κάθαρση που ικανοποιεί – το όπλο, για παράδειγμα, θα ταξιδέψει από την Αμερική. Είναι πρωτίστως η μύχια ηδονή της ανάγνωσης μέσα από την οποία ο καθένας μας βιώνει την πηγαία ανακούφιση του να μην είναι ο ίδιος θύμα.

«“[...] [Λ]ες να χαίρονται που ‘ρχονται κι άλλοι, που μεγαλώνει η παρέα τους, οι νεκροί; Λες να ζηλεύουν σαν τους ζωντανούς, κι άμα πεθαίνει κάποιος, να χαίρονται, σαν πως χαίρεται ο ζωντανός άμα πάθει κακό ο δίπλα;”» (σ. 132), διαβάζουμε σε μια στιχομυθία δύο δευτερευόντων ηρώων που έχουν κληθεί να θάψουν τους νεκρούς. 

Κάθε ανάπλαση τραγωδίας ενέχει, καταστατικά, και αυτή την ένοχη απόλαυση που επιβάλλεται ακόμα και στον πλέον άμεμπτο ηθικά παρατηρητή. 

Είναι ακριβώς αυτή η σκέψη που με έκανε να αιφνιδιαστώ με την ακατανόητη δήλωση του συγγραφέα, που φαίνεται τόσο να μην συμμερίζεται αυτή τη διάσταση στην ανάπλαση της τραγωδίας όσο και να λιγοψυχεί μπροστά στο δημιούργημά του.

Παραθέτω ξανά από το «Σημείωμα του συγγραφέα»:

«[...] η “ανάστασή” τους κι ο δεύτερος χαμός τους με συντάραξαν και μ’ έκαναν να νιώσω την ανάγκη να τους ζητήσω συγγνώμη [...].

Ο συγγραφέας όμως οφείλει να μην ορρωδεί μπροστά σε τίποτα. Ο συγγραφέας που διστάζει να δανειστεί ή να εκμεταλλευτεί –να κάνει πλιάτσικο, καθώς η τέχνη ουδέποτε υπήρξε πεδίο αστικής ευγένειας αλλά απείκασμα της μοχθηρότητας που ενδημεί στη φύση– καταδικάζει εαυτόν σε ανούσιες ηθικολογίες. 

«Σαν να ‘βλεπε τις μορφές τους, αχνές, φαντάσματα της επιθυμίας της, αχλή πυκνότερη μέσα σ’ αυτή που στεκόταν πάνω απ’ τη λίμνη με τις κάψες του καλοκαιριού, στις ομίχλες του χειμώνα. Αχνές με τον καιρό μορφές, σαν τις φωτογραφίες, με τον καιρό, στους τάφους» (σ. 9). 

Η «[...] “ανάστασή” τους και ο δεύτερος χαμός τους [...]», που «συντάραξαν» τον συγγραφέα συνιστούν όμως, για να προσφέρω και κάτι πέρα από μια συγγνώμη, και μια αντίρροπη δύναμη από την «αχλή» της λήθης· από τις «[α]χνές με τον καιρό μορφές, σαν τις φωτογραφίες, με τον καιρό, στους τάφους». 

Ο συγγραφέας είναι αυτός που αδυνατεί να κρυφτεί. Η μυθοπλασία είναι μια από τις πιο συστηματικές μεθόδους αποκάλυψης που έχουμε στη διάθεσή μας. Και αυτό, αυτομάτως, καθιστά τον συγγραφέα μια από τις πιο ευάλωτες υπάρξεις που δύναται να συναντήσει κανείς. Γι’ αυτό και εφιστώ την προσοχή στις μεταμφιέσεις και μεταμορφώσεις των συγγραφέων. Ο συγγραφέας δεν κρύβεται μόνο πίσω από χαρακτήρες αλλά μετουσιώνεται –και αποδελτιώνεται– και σε αντικείμενα ή καταστάσεις, σε τραγικά συμβάντα, που είναι δυνατόν για πολλούς και διάφορους λόγους να έχουν περάσει στο υποσυνείδητό του. Είναι λοιπόν ακριβώς επειδή ο συγγραφέας εκτίθεται τόσο· είναι ακριβώς επειδή ο συγγραφέας αδυνατεί να κρυφτεί –με την ευκολία που το πράττουμε όλοι οι υπόλοιποι–, που ενίοτε βυθίζεται στα πιο απρόσμενα σημεία. 

— Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Ανάληψη, Πατάκη: 2023, 240 σελίδες, ISBN: 9786180704778, τιμή: €13.30.