Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Επιτέλεση

Ο Άρης Τόσκας είναι ηθοποιός στα πρώτα του βήματα. Έχει πασχίσει όμως για να φτάσει ακόμη κι εκεί. Ένας πατέρας αγρότης που ουδέποτε είδε με καλό μάτι τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του γιού του θα πιστέψει ότι, μετά από ένα ατύχημα με αλυσοπρίονο, που αφήνει τον Άρη με μια αντιαισθητική ουλή στο μάγουλο, θα τον επαναφέρει στον δρόμο της λογικής. Εξάλλου, πώς είναι δυνατόν να γίνει κάποιος με σημαδεμένο πρόσωπο ηθοποιός; Ο Φώτης Δούσος (Σέρρες, 1980) στήνει το σκηνικό που θα οδηγήσει τον Άρη, μετά από την πρόσληψή του σε μια μεγάλη παραγωγή του Οθέλλου, να κολλήσει μια μάσκα στο πρόσωπό του για να ανταπεξέλθει με αξιώσεις στις απαιτήσεις του ρόλου.

Ο Δούσος γράφει εξαιρετικά απλά. Σε κανένα σημείο δεν πέφτει στην παγίδα που ενέχει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η φωνή του ήρωα συνάδει με τον χαρακτήρα του. Ο Άρης λέει την ιστορία του με αφοπλιστική γραμμικότητα. Και από εδώ ξεκινούν οι αρετές του μυθιστορήματος. Ο Δούσος χειρίζεται με σύνεση και σοβαρότητα την ιδιότυπη συνθήκη στην οποία υποβάλλεται ο Άρης. Ο συγγραφέας ιχνηλατεί το αφηγηματικό μονοπάτι που χαρτογραφείται κάπου ανάμεσα στο μεταφυσικό και στο πραγματολογικό. Ο Δούσος κατανοεί ότι αν δεν λύσει, αρχικά, απορίες για το πώς ο Άρης λύνει, με τη σειρά του, βασικά προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, το θέμα σίτισης ή πώς αντιμετωπίζει το βάρος της μάσκας –αναφορά στο αυχενικό–, πολύ δύσκολα θα πείσει τον αναγνώστη για αυτά που ακολουθούν. Η μεταμόρφωση της συμπεριφοράς και του ψυχισμού του Άρη είναι σταδιακή και υπαινικτική. Αυτό όμως που εκτίμησα είναι ότι ο Δούσος αρχίζει να μιλάει για “μάσκες” προτού κάνει την εμφάνισή της η μάσκα του Ιάγου, που θα κληθεί να φορέσει ο Άρης.

«Εγώ προσπάθησα να κρύψω την απογοήτευσή μου πίσω από ένα τυπικό χαμόγελο που φορούσα πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις» (σ. 23).

«Προσπάθησα να δίνω τις απαντήσεις που πίστευα ότι ήθελαν να ακούσουν» (ό.π).

«[...] [Ό]φειλα να διατηρήσω την εικόνα του καλού και θετικού χαρακτήρα, όπως την είχα καλλιεργήσει μέχρι στιγμής» (σ. 24).

«Τις δύο πρώτες μέρες, μου είχε φανεί απόμακρος και ψυχρός, αλλά τώρα έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο» (σσ. 25-26).

Η μάσκα θα κυριαρχήσει πάνω στον Άρη και θα αυτονομηθεί όταν εκείνος θα την κολλήσει στο πρόσωπό του σε μια ύστατη προσπάθεια να ταυτίσει τον ρόλο με τον ηθοποιό. Πριν όμως από το κομβικό γεγονός, ο Δούσος φροντίζει ο ήρωάς του να έρθει σε επαφή με εκφάνσεις του εαυτού του που δεν είναι άμεσα προσβάσιμες. Ο συγγραφέας χτίζει πολύ μεθοδικά τη μετάβαση από το πραγματολογικό στο μεταφυσικό:

«Ξέσπασα σε αναφιλητά. Ήταν γελοίο να κλαίω φορώντας μια θεατρική μάσκα. Αλλά συγχρόνως και απελευθερωτικό. Το σώμα μου τρανταζόταν. Κοίταξα στον καθρέφτη μέσα από τις μικροσκοπικές οπές. Η μάσκα κουνιόταν και έτρεμε κάνοντας μικρές και γρήγορες ταλαντώσεις. Έγραφε καλά. [...] Επίσης η επίμονη ταλάντωση δημιουργούσε μια αίσθηση ρευστότητας στα χαρακτηριστικά της μάσκας. Ήταν σαν να αυτονομούνταν κομμάτια του προσώπου της, σαν να ζωντανεύουν, να αφυπνίζονται μύες διαφορετικών περιοχών, του σαγονιού, των ζυγωματικών, του μετώπου. [...] Παρά την ψυχολογική μου κατάσταση, ήμουν σε θέση να παρατηρώ στην εντέλεια τον εαυτό μου. Ήταν κάτι που έκανα πάντα σε περιπτώσεις μεγάλης χαράς ή λύπης. Κάποιος, κάτι μέσα μου, μπορούσε να αποστασιοποιηθεί και να βλέπει τι γίνεται χωρίς να σχολιάζει ή να επεμβαίνει» (σσ. 101-2). 

«Ήμουν σαν υπνοβάτης. Σε εντελώς ασυνείδητη φάση. Σχεδόν σαν έμβρυο. Ένιωθα ότι κολυμπάω σε αόρατα αμνιακά υγρά. Έπλεα στο σκοτάδι. Η κίνησή μου ήταν αργή, στρογγυλή, ήπια, κυκλική, προσεκτική και συγχρόνως σίγουρη, αποφασιστική. Ήταν περπάτημα, αλλά είχε και κάτι το ιερατικό, ήταν και σαν χορός» (σ. 114). 

Η μάσκα παίρνει σταδιακά το πάνω χέρι και υπαγορεύει τους τρόπους που απαιτούνται για να έρθει στην επιφάνεια ο ρόλος του Ιάγου. Η μάσκα, τρόπον τινά, επιλέγει τον Άρη. Εκείνος, με τη σειρά του, πραγματοποιεί το απαιτούμενο «άλμα πίστης» πριν καν την κολλήσει στο πρόσωπό του. 

«Θα φορούσα τη μάσκα και θα περπατούσα στο κενό. Αυτό το πλάσμα δεν έβλεπε όπως οι άνθρωποι, διέθετε όμως υπερκόσμια όραση. Αν την εμπιστευόμουν θα με οδηγούσε κάπου. Πού όμως;» (σ. 115) θα πει χαρακτηριστικά. 

«Για την ολοκλήρωση της παράστασης χρειάζεται πάντα η παρουσία του θεατή» (σ. 174). Είναι αυτό ακριβώς το σημείο που ανοίγει στον αναγνώστη και μια άλλη δίοδο προς την καρδιά του μυθιστορήματος. Ο Δούσος μπορεί να λέει μια ιστορία για το θέατρο αλλά εδώ φωλιάζει και μια παρατήρηση για τον ίδιο τον ρόλο του συγγραφέα. Ο συγγραφέας οφείλει να γνωρίζει ότι το ίδιο ακριβώς που ισχύει για το θέατρο ισχύει και για τη λογοτεχνία: για την ολοκλήρωση της μυθοπλασίας χρειάζεται πάντα η παρουσία του αναγνώστη. Το βλέμμα του αναγνώστη υπεισέρχεται στη διαδικασία επινόησης του συγγραφέα. Αυτό που αλλάζει είναι απλώς η αμεσότητα της απόκρισης. Για αυτό και το θέατρο εξάλλου διαθέτει μια πλαστικότητα που το καθιστά φευγαλέο και μοναδικό. Για αυτό η επανάληψή του, είτε με διαφορετικά «ανεβάσματα» είτε ακόμα και από παράσταση σε παράσταση, είναι, αν όλα έχουν λειτουργήσει σωστά, καινοτόμος. Ο συγγραφέας καλείται κάθε φορά να έρθει σε ρήξη με τους κανόνες της τέχνης του, αλλά, παραδόξως, οφείλει να δηλώσει και την υποταγή του σε αυτούς. Οφείλει να επιστρατεύσει επινόηση και έμπνευση για να αναγάγει το τετριμμένο και κοινότοπο, σε πρωτότυπο. Οφείλει να βρει τον τρόπο να πει «μια απ’ τα ίδια», για πρώτη φορά. Να «ξεκλειδώσει», με άλλα λόγια, τη μάσκα που κολλάει στο πρόσωπό του για να φέρει εις πέρας το έργο μυθοπλασίας. 

«Δεν έπαιρνα θέση στις διενέξεις. Όλοι μου φαίνονταν πως είχαν δίκιο και συγχρόνως άδικο. Βρισκόμουν πολύ μακριά τους» (σ. 170) θα πει ο Άρης όταν θα έχει βρεθεί πια υπό την επήρεια της μάσκας του Ιάγου. Παρατηρήστε πώς ο ήρωας κείται πέραν των κρίσεων, καθώς διαβιοί πλέον στον επιτελεστικό χωροχρόνο της δράσης και όχι της αξίας, που εντάσσεται στο πεδίο του στοχασμού και της θέασης από απόσταση. Ο Άρης, έχοντας κολλήσει τη μάσκα στο πρόσωπό του έχει εναγκαλιστεί μια πίστη, που αρχίζει να αμφιβάλλει αν αναφέρεται στον εαυτό του. 

«Είχα αφιερώσει τον εαυτό μου, το σώμα μου, τις σκέψεις, τη ζωή μου σε μια άγνωστη θεότητα» (σ. 176). 

Αλλά και:

«Είχα περάσει στο άλλο άκρο. Η μάσκα όχι μόνο δεν μου ήταν βάρος, επαχθές φορτίο, αλλά μου έδινε φτερά, με είχε απελευθερώσει, με είχε μεταμορφώσει. Άρχισα να φαντασιώνομαι τις απεριόριστες δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά μου. Κρατώντας το αληθινό μου πρόσωπο κρυμμένο κάτω από στρώσεις χαρτιού, υφάσματος, πηλού, μπορούσα να γίνω κάποιος άλλος. Οχι να παριστάνω τον άλλο, να γίνω. Κάποιος καλύτερος, κάποιος πιο άνετος, κάποιος πιο σίγουρος, πιο αποτελεσματικός. Κάποιος που δεν έδινε δεκάρα για το πώς φαίνεται το πρόσωπό του. Κάποιος που δεν είναι πρόσωπο, αλλά σύμβολο» (σσ. 175-6). 

Όπως όμως και: «Πίσω από τη μάσκα, έλεγαν, είναι σαν να μην υπάρχει κάποιο άτομο, αλλά μια φλεγόμενη ενέργεια» (σ. 218).

Η μάσκα, για να παραλλάξω τον Μποντριγιάρ, δεν είναι αυτή που καλύπτει την πραγματικότητα – η μάσκα δεν καλύπτει το πρόσωπο αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει πρόσωπο. Η μάσκα είναι αληθινή. 

Η μάσκα συνιστά ένα νοητικό κατασκεύασμα –μια σκάλα–, που, σε αγαστή συνέργεια με κοινωνικοπολιτικές επιταγές, επιτρέπει στο υποκείμενο να διαρρήξει τα δεσμά των συμβάσεων και των περιορισμών που το ίδιο επιβάλλει στον εαυτό του και να περάσει στο πλατό –στη σκηνή, αν προτιμάτε– της παράστασης που επιτελείται. (Ουδόλως τυχαία η πολυφορεμένη έννοια της «επιτελεστικότητας» έρχεται από τον χώρο του θεάτρου.) Από το σημείο αυτό δεν είναι πλέον δυνατή ούτε η επιστροφή στον πρότερο εαυτό, ούτε όμως και μια αναστοχαστική αποδελτίωση των καταστατικών στοιχείων της νέας κατάστασης/παράστασης, καθώς, αυτά, έχουν πλέον διηθηθεί στον ψυχισμό του υποκειμένου και τον έχουν μεταλλάξει. Η παράσταση είναι μέγεθος που δεν συνίσταται στο άθροισμα των μερών της· η παράσταση είναι αληθινή. Ο Άρης έχει ανέβει στη σκηνή και έχει κυριαρχήσει· έχει πάψει να κοιτάζει τον εαυτό του απέξω, όπως είδαμε να συμβαίνει στα πρώτα στάδια του τελετουργικού, όταν προσπαθούσε να οικειοποιηθεί τον ρόλο χωρίς να έχει κολλήσει τη μάσκα στο πρόσωπό του.

Διερωτάται κάποια στιγμή ο αναγνώστης αν η ιστορία του Δούσου είναι μια ιστορία εφιαλτική –μια συγκαλυμμένη ιστορία τρόμου– ή, αντιθέτως, αν αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό για την υφή της πραγματικότητας, που υπαινίσσεται και κάτι καλό. Η απάντηση εντοπίζεται κάπου προς το τέλος:  

«Στάθηκε όρθια μπροστά μου, σε απόσταση ενός μέτρου, και τότε στράφηκε και φόρεσε κι εκείνη μια ημιτελή μάσκα που βρισκόταν στον πάγκο δίπλα μας. [...] Ήμουν ένας άλλος και ήταν μία άλλη. Και συγχρόνως υπήρχε η αίσθηση ότι έχουμε βρει την πιο αυθεντική εκδοχή της ύπαρξής μας, παρόλο που φορούσαμε μάσκες και μοιάζαμε με δύο μινώταυρους που βατεύονται με λύσσα, υπήρχε η βεβαιότητα ότι εδώ είμαστε αληθινοί, ειλικρινείς, ο πραγματικός μας εαυτός: δύο απελπισμένα ζώα που κάνουν έρωτα για να παρηγορήσουν το ένα το άλλο και ουσιαστικά για να γιατρέψουν τις πληγές τους. Ήταν ό,τι κοντινότερο στην αγάπη είχα νιώσει μέχρι τότε» (σ. 234).   

Η αντίστροφη πορεία, όπως αποκαλύπτει η ακολουθία του τέλους, δεν δύναται ποτέ να επιστρέψει το υποκείμενο στο σημείο αφετηρίας του. Σε βάθος χρόνου κάθε μάσκα πέφτει· που σημαίνει ότι δεν πέφτει σε βάθος χρόνου, δεν είναι μάσκα, ή είναι μάσκα περιωπής που χρήζει, όχι ιατρικής βοήθειας, όπως αβασάνιστα υποστηρίζουν κάποιοι, αλλά τίμιας αντιμετώπισης.. 

Ο Δούσος θα μας απασχολήσει και στο μέλλον. 

— Φώτης Δούσος, Τέλεση, Νήσος: 2023, 260 σελίδες, ISBN:9789605892098, τιμή: €17,00.