Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Φοβού τους συγγραφείς και δώρα φέροντας

«Στην κοινωνία μας όλα τα ζώα είναι ίσα με τον άνθρωπο» (σ. 18).

«Η Ακρόπολη είχε χτιστεί από σκλάβους. Έπρεπε να καταστραφεί. Αποτελούσε μια διαχρονική προσβολή στα ανθρώπινα δικαιώματα» (σ. 38). 

«“Και αυτή η μαλακία στη θέση του Παρθενώνα τι είναι;”

“Ένα μουσείο αφιερωμένο στο δουλεμπόριο των κατοικίδιων ζώων κατά τον 20ό αιώνα”» (ό.π.).

«Σήμερα ο αθλητισμός επιτρέπεται μόνο κατ’ οίκον, χωρίς τον παραμικρό ανταγωνισμό και αυστηρά για λόγους υγείας» (σ. 40).

«Δεν υπάρχει καν θρησκεία. Πιστεύουμε μόνο στην Επιστήμη. Μόνο αυτή βοήθησε τον άνθρωπο να προοδεύσει. Να αγγίξει την τελειότητα που βιώνει σήμερα» (σ. 41). 

Σε μια εποχή που η ισχύς και ο τρόπος λειτουργίας των ΜΚΔ δύνανται ακόμη και να επηρεάσουν εκλογικά αποτελέσματα (βλ., για παράδειγμα, το σκάνδαλο Cambridge Analytica), το μυθιστόρημα εμφανίζεται ως η ιδανική πλατφόρμα για να στοχαστεί κανείς πάνω σε μελλοντικές προεκτάσεις καταστάσεων που, αν μη τι άλλο, σήμερα, θα πρέπει να προβληματίζουν και τον πλέον απαθή. 

Ομολογώ ότι διάβασα το μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά (Αθήνα, 1971) για τον πιο απλό και συνάμα πιο αυθεντικό λόγο που μπορεί να υποκινήσει κάποιον να επιλέξει ένα βιβλίο: η υπόθεση μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Και αυτό πλέον σπανίζει. Ας πρόσεχα. 

Ο Χειμωνάς δεν αφορμάται μόνο από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ταλανίζεται από την εμμονή με την πολιτική ορθότητα, από τις υπερβολές στο «MeToo», από τον αντισπισισμό, από τον ακραίο αναθεωρητισμό στην τέχνη, από τις καταστάσεις που βιώσαμε με την πανδημία και τις καραντίνες, όπως όμως και από το ταυτοτικό. 

Το μυθιστόρημα διαθέτει σημεία που ψυχαγωγούν αλλά και σημεία που ο αναγνώστης χαμογελάει. Χαμογελάει όμως όχι ακριβώς γιατί διασκεδάζει, αλλά γιατί ο συγγραφέας υπερβάλλει, σε σημεία, τόσο πολύ που είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς αν ειρωνεύεται ή αν μιλάει σοβαρά. Το μυθιστόρημα όμως, τελικά, δεν συνιστά αφορμή για σκέψη και αυτό, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, είναι σημαντικό πρόβλημα. 

Ο ήρωας, ο Σωτήρης Μητρόπουλος, πεθαίνει από ανακοπή το 2027. Το 2073 τον επαναφέρουν ξανά στη ζωή και σιγά σιγά αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί στα σχεδόν πενήντα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στον θάνατο και στην ανάστασή του. 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

«Ένα βράδυ λοιπόν, χάζευα κάτι τσόντες στο Ίντερνετ και έπεσα πάνω σ’ ένα μπανεράκι που διαφήμιζε την όλη διαδικασία. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Και πάτησα το κλικ» (σ. 10), διαβάζουμε στη δεύτερη σελίδα, εκεί που ο Μητρόπουλος εξηγεί πώς δήλωσε συμμετοχή σε «[...] ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κατάψυξης νεκρών με στόχο να τ[ον] επαναφέρ[ουν] κάποτε στη ζωή, όποτε θα ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο» (ό.π.). 

Ο Χειμωνάς υιοθετεί εξ αρχής ύφος χιουμοριστικό. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτό λειτουργεί όπως ίσως θα ήθελε. Η κατασκευή μιας δυστοπίας είναι εξαιρετικά δύσκολη γιατί ο συγγραφέας πρέπει πάντα να καταφέρει να πραγματευτεί τόσο το λογοτεχνικό παρελθόν του είδους όσο και την επιλογή του ύφους που θα πείσει τον αναγνώστη για την αληθοφάνεια των καταστάσεων που περιγράφονται. Ελάχιστες δυστοπίες ξεφεύγουν από τις προκείμενες που έχει θέσει στο είδος το 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Έτσι, και εδώ, έχουμε να κάνουμε με ένα απολυταρχικό καθεστώς που έχει διαστρεβλώσει την αλήθεια και καταδυναστεύει τους υπηκόους του με λίγο πολύ γνωστούς τρόπους: την επιβολή μιας νέας γλώσσας, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταξύ  άλλων, απαλείφει τα γένη για να αναδείξει την πολυπόθητη ουδετερότητα, αλλά και τη συστηματική άσκηση ποικίλων μορφών λογοκρισίας που φτάνουν στην κλασική, διαρκή αναθεώρηση του παρελθόντος με σκοπό τη χάλκευση της ιστορικής πραγματικότητας ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αναταράξεις που θα έθεταν το καθεστώς σε κίνδυνο. Ο Μητρόπουλος ανακαλύπτει, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι, το 2073, πιστεύουν ότι στο παρελθόν από το οποίο έρχεται, ο βιασμός γυναικών ήταν κάτι απλό, συνηθισμένο και καθημερινό. Ως αποτέλεσμα, στη νέα τάξη πραγμάτων, κάθε σχέση εκτός των νόμιμων που αποφασίζει το καθεστώς θεωρείται βιασμός: «Αυτό που αποκαλείς “σχέση” στις μέρες μας είναι de facto βιασμός» (σ. 329).

Το απολυταρχικό καθεστώς προτάσσει πάντα μια δήθεν εξωφρενική συνθήκη του παρελθόντος, το οποίο και χρίζει «πρωτόγονο» και «απάνθρωπο», έτσι ώστε οι όποιες ακρότητες της συγχρονίας να φαντάζουν, συγκριτικά, ως η ενδεδειγμένη και “λογική” επιλογή. 

Είπα όμως ότι το χαρτί του χιούμορ δεν λειτουργεί. Ο Χειμωνάς υποσκάπτει την όποια σοβαρότητα του μύθου του με το να βάζει τον Μητρόπουλο να αστειεύεται διαρκώς με τα ευτράπελα που συναντά στο αποστειρωμένο περιβάλλον της Αθήνας του 2073. Το πρόβλημα όμως δεν είναι το χιούμορ καθαυτό, αν και τα αστεία του Χειμωνά δεν δρέπουν δάφνες πρωτοτυπίας. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ενδείκνυται να περιγράφεις ένα εφιαλτικό σκηνικό ακραίας ανελευθερίας και ο ήρωάς σου να αστειεύεται με τις μπάμιες που του βγάζουν για φαγητό ή με το νερό, που στο μέλλον αξιολογείται κάπως σαν το σημερινό κρασί – υπάρχουν, για παράδειγμα, καλές και κακές χρονιές νερού. Το χιούμορ τείνει να εμφανίζεται ως μια χονδροειδής αντίδραση, ειδικά όταν θες να πείσεις ότι άνθρωποι φυλακίζονται ή θανατώνονται επειδή χαμογελάνε στη θέα ενός υπέρβαρου. Ο Χειμωνάς αποπροσανατολίζει το θυμικό του αναγνώστη και τον καθιστά συνένοχό του σε έναν υποδόριο χλευασμό των καταστάσεων που περιγράφονται. Το μυθιστόρημα χάνει έτσι πόντους λογοτεχνικότητας και πλήττεται η όποια αναστολή δυσπιστίας έχει κοπιωδώς επιτευχθεί, γιατί ο Μητρόπουλος αναπολεί διαρκώς ένα «Johnnie με πάγο». Ένιωσα πολλές φορές ότι ο συγγραφέας παρασύρεται. Το βαθύτερο πρόβλημα, εικάζω, είναι ότι ο ίδιος ο Χειμωνάς πιστεύει ότι βιώνουμε σήμερα μια δυστοπία. Όταν λοιπόν, ο Μητρόπουλος, χλευάζει τις μπάμιες ή τα μπιφτέκια από νεκρές κατσαρίδες που του σερβίρονται ως εδέσματα, ο Χειμωνάς, εμμέσως, βάλλει κατά της σημερινής έξαρσης αντισπισισμού. Αυτό μπορεί, μεν, να είναι δόκιμο αλλά δυναμιτίζει την αξία του βιβλίου. Και τη δυναμιτίζει γιατί η λογοτεχνία οφείλει να στέκει και ως αφορμή γόνιμου προβληματισμού. Ο Χειμωνάς θέλει να τρώει «κανα γουρουνάκι, κάνα κατσικάκι…» (σ. 18), όπως λέει ο ήρωάς του, και έτσι δεν αφήνει να διαφανεί τι ακριβώς διακυβεύεται σήμερα. Δεν αφήνει πουθενά να γίνει διακριτό ότι προφανώς και είναι ανήθικο να τρώμε κρέας. Το ότι δεν είναι παράνομο και το αν θα έπρεπε να είναι παράνομο είναι, ή θα έπρεπε να είναι, κατά την άποψή μου, ανοιχτό προς συζήτηση, την οποία θα επιθυμούσε κανείς να την υποκινεί ένα μυθιστόρημα του είδους. 

Ο Χειμωνάς, έτσι, ενώ επιθυμεί να στηλιτεύσει καταστάσεις και περιστατικά που τον κάνουν να δυσανασχετεί σήμερα, με το να τα διογκώνει και να τα εξωθεί στα “λογικά” άκρα τους το 2073, τα παρωδεί. Για αυτό είπα ότι ο αναγνώστης τείνει να χαμογελάει εις βάρος της σοβαρότητας των καταστάσεων που σκιαγραφούνται και, εν τέλει, να μην προβληματίζεται. Τα «Δικαστήρια του Facebook», που το 2073 έχουν αναχθεί σε αληθινά και μοναδικά δικαστήρια, συνιστούν μια τόσο εξωφρενική συνθήκη που χάνεται η όποια στοχαστική τους αξία. Ο αναγνώστης γελάει και, ξανά, αποπροσανατολίζεται από το τι ακριβώς διακυβεύεται με τη μήνη του όχλου ή τις εκάστοτε δολοφονίες χαρακτήρα που βιώνουμε σήμερα. Όταν εξωθείς μια συνθήκη στα άκρα της, της στερείς τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κοχλίες σύνδεσης, που θα επέτρεπαν να αναδειχθούν ομοιότητες με το σήμερα και θα έβαζαν τον αναγνώστη σε σκέψεις. 

«“Και τι έγινε; Φυλακίστηκαν;” ρώτησα με αυθεντική αγωνία. 

“Δεν έχουν δικαστεί ακόμα” απάντησε [...].

“Πώς κι έτσι;” απόρησα. “Νόμιζα πως σήμερα σε δικάζουν επιτόπου”. 

“Όταν σε πιάσουν επ’ αυτοφώρω. Οι συγκεκριμένοι συνελήφθησαν μετά από καταγγελία. Θα δικαστούν από το σώμα του SmartLife”.

Είχα ξεχάσει το Δικαστήριο του Facebook. [...]

“[...] Ξεκινάει” είπε κι έθεσε σε λειτουργία το SmartLife του. Εμφανίστηκε μπροστά μας η γνώριμη εικονική οθόνη με τα εικονίδια και τα σχόλια. [...].

Απο κάτω, σχόλια. Εκατοντάδες, χιλιάδες σχόλια. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, υβριστικά: “Θάνατος στα καθάρματα!”, “Τερφ!” “Σεξιστ@ς!” “Προδότ@ς!”. Αλλά και πολλές ανατριχιαστικές περιγραφές για όσα ο έξαλλος αυτός διαδικτυακός όχλος ήλπιζε να υποστεί το “αμαρτωλό” ζευγάρι όταν, με το καλό, κατέληγε στις φυλακές [...]» (σ. 330).

Αλλά και:

«Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου.

“Θα καταδικαστώ; Για ποιο έγκλημα, παρακαλώ;”

“Πρόκληση και αμφισβήτηση της κοινής γνώμης. Από τα βαρύτερα ποινικά αδικήματα σήμερα. Και από τα ελάχιστα που μπορούν να σε στείλουν φυλακή ακόμα και αν δεν διαθέτεις βαθμούς ποινής”

Ο καταιγισμός από τις θυμωμένες φατσούλες συνεχιζόταν στην οθόνη. 

“Καλά, υπεράσπιση δεν υπάρχει;”

“Βάσει του νόμου, ο εκάστοτε κατηγορούμενος δεν δικαιούται να έχει υπεράσπιση, καθώς υπερασπίζεται ο ίδιος τον εαυτό του”» (σσ. 332-3).

Επιπροσθέτως, το μυθιστόρημα νοσεί στο ουδόλως αμελητέο σημείο των λεπτομερειών που αποτυπώνουν την ερωτική ιστορία του Μητρόπουλου με την Άντεια, στην πρώτη του ζωή. Ο Μητρόπουλος ερωτεύεται την πλούσια κληρονόμο της μεγαλύτερης βιομηχανίας υποδημάτων στην Ελλάδα, η οποία όμως τελεί υπό τον έλεγχο της άτεγκτης μητέρας της που θέλει να την παντρέψει με έτερο κληρονόμο βιομηχανίας δερμάτων για να ισχυροποιήσει την εμπορική αξία αμφότερων των επιχειρήσεων στην αγορά. Όλο αυτό το σκηνικό είναι τόσο κοινότοπο και οι διάλογοι τόσο βαρετοί που είναι δύσκολο να μην αναρωτηθεί ο αναγνώστης τι ακριβώς εξυπηρετεί η απλοϊκότητα της ιστορίας. Σίγουρα, δεν μπορεί ο Χειμωνάς να θέλει να πει ότι ο ήρωάς του είναι ένας πτωχός πλην τίμιος «φιλόλογος από τα Σεπόλια» που ονειρεύεται τα απλά πράγματα στη ζωή. Δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι και η ερωτική ιστορία που βιώνει στη νέα του ζωή ο Μητρόπουλος, με την ηρωίδα που φέρει το όνομα Quadra, είναι παντελώς κοινότοπη. Οι προσδοκίες της Quadra για το μέλλον που ονειρεύεται να ζήσει με τον Μητρόπουλο, μετά την επανάσταση που θα φέρει την ανατροπή του καθεστώτος, συνιστούν, χωρίς υπερβολή, την αληθινή δυστοπία:

«Με έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της. “Και μετά θα ζήσουμε μαζί, Σωτήρη. Θα βρούμε ένα όμορφο σπίτι στα προάστια της Αθήνας. Εκεί είναι λίγο πιο υποφερτά. Δεν υπάρχουν ουρανοξύστες να σου κρύβουν το ηλιοβασίλεμα. Και θα κάνουμε παιδιά. Με τον παραδοσιακό τρόπο. Παιδιά που θα ζήσουν ελεύθερα. Που θα ζήσουν τη ζωή που εγώ δεν μπόρεσα ως τώρα. Που θα μεγαλώσουν σε έναν κόσμο με χρώματα, με μουσική, με κινηματογράφο. Έναν κόσμο που θα αναδείξει καινούργιους ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφους”» (σσ. 342-3). 

Ας έλεγε ο συγγραφέας κάτι πιο ρηξικέλευθο, κάτι λιγότερο μικροαστικό. Λογοτεχνία υποτίθεται ότι διαβάζουμε. 

Τι μένει λοιπόν στο τέλος; Ένα εύληπτο παστίς με λίγο Ρόμπερτ Λάντλαμ· ο Μητρόπουλος έχει εκφάνσεις Τζέισον Μπορν –ο ήρωας με τη συγκατάθεσή του συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα που εν τέλει αλλοιώνει την προσωπικότητά του–, μαζί με δόσεις από τα Τρία στίγματα του Πάλμερ Έλντριτς, του Φίλιπ Ντικ – ένα ναρκωτικό συνιστά τη μοναδική δίοδο διαφυγής από τον εφιάλτη της πραγματικότητας. Προφανώς και δεν αναφέρω τα στοιχεία αυτά ως αρνητικά. Ο Χειμωνάς τα έχει επεξεργαστεί και μεταπλάσει δόκιμα. Η πλοκή δεν είναι το πρόβλημα. Αντιθέτως, το βιβλίο διαθέτει έναν καλό μύθο που οδηγεί, στο τέλος, σε μια σωστά προοικονομημένη ανατροπή. 

Θα μπορούσε, πιθανώς, να διασωθεί το βιβλίο αν η απλοϊκότητα και η αφέλεια του Σωτήρη Μητρόπουλου ήταν δυνατόν να καταστούν δομικό κομμάτι της πλεκτάνης μέσα από την οποία κατασκευάζεται η προσωπικότητά του. Αυτό όμως θα στερούσε το στοιχείο της ανατροπής στο τέλος. Της ανατροπής, που είναι, όπως πρέπει, προβλέψιμη και αφήνει, ορθά, στον αναγνώστη, την επίγευση του αναπόδραστου και στενάχωρου που χαρακτηρίζει κάθε δυστοπία. Πιθανώς, ο Χειμωνάς να στόχευσε σε κάτι τέτοιο και απλώς να μην τον κατάλαβα. Ένα πάντως είναι σίγουρο: το μυθιστόρημα έπρεπε να τελειώνει χωρίς το δισέλιδο, μελοδραματικό ενσταντανέ από τις τελευταίες διακοπές του Μητρόπουλου με τον μεγάλο του έρωτα. 

— Θανάσης Χειμωνάς, Τρότζαν, Πατάκη: 2023, 368 σελίδες, ISBN: 9786180703887, τιμή: €17.70.