Skip to main content
Σάββατο 14 Ιουνίου 2025
Αληθώς αθώος

Όταν εγέρασε ο κατής του ήφεραν νιούτζικον καττόπουλον να σκλαβωθεί εις την δουλίαν του, ίνα εκμάθει την τέχνην, διότι νόμους ήξευρε.

Και ο γέρων πρώτον τον υπεδέχθη φιλοφρόνως, κεράσας αυτόν σερμπέτια και λούκουμους, ενώ δε ο νεανίας εμπουκώνετο δακρύων εκ της ηδονής, δεινώς τον εσφαλιάρισεν, είτε του έρριξεν μέγα φούσκον κατά σιαγόνων και τον ηβάρεσεν με σίδηρον σκωρίας, άμα δε εξεχείλισαν τα γαίματα, τον παρηγόρει, σπογγίζων το λύθρον του.

Ερωτήξας δε ο νέους «ινατί τατά με βαρείς, ίντα σόκαμα;» του είπεν, Έλαβες το μάθημα πρώτον, διότι εις τρία συμποσούνται όλα κι όλα.

Δικάζων να γνωρίζεις ότι σαρξ εκ σαρκός είσαι, παίγνιον της τύχης και κατώτερος όλων των ενόχων ους θα φυλακώσεις. Αλλά ο κόσμος είναι η επιφάνειά του. Όπως συ είσαι γνωστικός και δείλαιος αντάμα, έτζι ήναι και οι έκφυλοι, οι πατραλοίαι και οι ρεμπεσκέδες. Πλην εσύ κρατείς τα τιποτένια εις τον ασκόν σου και ασκείς σεβίζουσα πολίτικα ότε και όταν εξέρχεσαι των ορίων σου. Άρα, η όποια τιμωρία δέχεσαι κατά κεφαλής, τιμία και δικαία ένι, διότι ένοχος ει.

Δεύτερον μάθημα είναι το εξής, συνέχισεν ο κατής. Δικάζων δεν θα πιστεύσεις ποτέ ότι διαλύεις το σύστημα, ότι εξοντώνεις το κακόν, ότι κάμνεις καλλίτερον τον ντουνιά. Δικάζων πείθεις τους μη δικασθέντες ότι πρέπει να κρύπτωσι τα πάθη των. Η δίκη είναι πλαξ σιδηρά και επίπλατος, καλύπτουσα σκωληκόβροτον και οδοδώς πτώμα.

Τρίτον μάθημα υπάρχει, ήναι απόκρυφον και γνησίως αληθές. Μη φοβού εάν καταδικάσεις αθώον διότι τον καταδικάζεις για έτερον διαπραχθέν έγκλημα μήποτε ανιχνευθέν. Δίκαζε δια των οφθαλμών κατά προτεραιότητα. Η αυστηρότης του βλέμματος, χέστην ποιεί τον λέοντα. Τας ευκαιρίας του βίου που σε οδηγούν να υποφέρεις, να κλαίεις και να βασανίζεσαι, άρπαζέ τες και τίμα τες. Μόνον ο πόνος σε ευλογεί, μόνον η αμφιβολία σε επαληθεύει. Τους άρχοντας πτύε και κατάπτυε. Τους φύλακας να ταλαιπωρείς και πάντοτε να συμπονείς τους ενόχους, δηλαδή όλους. Είμεθα τέτοιος συρφετός, ώστε ο Θεός άπαξ θα μας δικάσει, άπαντας, συλλήβδην και ομαδικώς, διαχρονικώς δε και άνευ υπερασπιστών. Δικάζοντες, τεμαχίζομεν εις εύπεπτα τεμάχια το σώμα της δικαιοσύνης.

«Και συ δια του βίου, γέροντα, πόσους εδίκασες και αθώους του πταίσματος πόσους απέδωκας;» ρώτηξεν ο φαφούτης νέος.

Παν ό,τι ήκουσες, εσέ κι εμέ δικάζει, είπεν εκείνος. Οι νόμοι δικάζουν. Αθώωσα πολλούς. Κατεδίκασα αρκετούς. Με αυτά τα τρία μαθήματα, θα μάθεις να αγαπάς την ανθρώπινη ατέλεια».

Είτα κατέβη εκ του θώκου, έστειλε τον νέον κατήν να δικάζει και απήλθεν εις χαρίεν περιβόλιον, ήτοι μπαχτσεδάκι, και ήκουε τα πουλάκια.

Αληθώς αθώος.


Μολφέττα του Χαρσερέως, Ο Ανατολικός πόλεμος, εν Ταϊγανίω, 1868