Φωτογραφία από το Βοτανικό, από ψησταριά όπου έκατσα για φαγητό χθες το απόγευμα με παρέα.
Ξεκόλλησε το θερμόμετρο, στάθηκε στα πόδια του και ανασηκώθηκε. Ταυτόχρονα ξεκόλλησε η Αθήνα από το αβέβαιο του καιρού, φόρεσε σωστή εποχή κι άρχισε σκονισμένη να πλέει προς τη νέα καλοκαιρινή αβεβαιότητα.
Μετά το φαγητό πήγα θέατρο. Από τις τελευταίες μάλλον παραστάσεις που θα δω σε κλειστό χώρο πριν ξαναδροσίσει ο καιρός. Μου αρέσει να πηγαίνω θέατρο (ή σινεμά) μόνος, να διαλέγω την παράσταση δίχως διαπραγμάτευση και, κυρίως, δίχως να νιώθω υποχρέωση να σχολιάσω ή να αποκτήσω ισχυρή άποψη. Αν μιλάμε συνεχώς για πράγματα που μας αρέσουν τα χαλάμε, αν μιλάμε διαρκώς για πράγματα που δεν μας αρέσουν χαλάμε τους εαυτούς μας.
Στο διάλειμμα το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το βλέμμα κάποιου που έπαιρνε τηλέφωνο τη στιγμή που τηλεφωνούσα κι εγώ. Τον συνάντησα μετά το τέλος, στην έξοδο, και του έγνεψα να περάσει, να βγει πρώτος. Τίποτα το αξιοσημείωτο. Αλλά σήμερα το πρωί τον συνάντησα καθοδόν για τη δουλειά. Φορούσε γυαλιά ηλίου και στο φανάρι, περιμένοντας και οι δύο, τα κατέβασε και με κοίταξε, λες και ήθελε να βεβαιωθώ ότι επρόκειτο για το ίδιο άτομο.