Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Απο τον Σινάν στόν Γιασάρ Γιακής (δεύτερο μέρος)
The Suleymaniye Mosque Complex
The Suleymaniye Mosque Complex

Ακολούθησε στη γείτονα χώρα μια περίοδος καλών ξενοδοχείων, πολλών κοινοτικών κονδυλίων και διάδοση των ακραίων ιδεοληψιών που ήταν πάντως υποταγμένες σε μία παράξενη μακαριότητα. Απλώς να υπενθυμίσω τους μηριαίους ιστούς του Τζεμ με τον Γιωργάκη, που έσβηναν βάναυσα τις διαδόσεις για τα Ίμια και παράδοξοι ακραίοι πολιτικοί που προθυμοποιήθηκαν να υπογράψουν το σχέδιο Ανάν, πλην οι Ελληνοκύπριοι, πιο απλοί άνθρωποι, πίστευαν πως ο ντουνιάς θα τους υποστηρίζει, πράγμα φρούδο. Τα «νέα», αφορούσαν κυρίως μία θεωρητική απειλή πολέμου, αλλά και μόνη η βελτίωση των υποδομών από Χαλκηδόνα σε Νικομήδεια, όνειρο 70 χιλιομέτρων, δεν πρόδιδαν μια φιλοπόλεμη διάθεση. Εξάλλου ήταν σαφές πως οι μεγάλες πόλεις και ιδίως Αιολίς, Ιωνία και οι παλαιές δωρικές κτήσεις, δεν συμπαθούσαν τον Ερτοάνη, αλλά Κεμάλιζαν κατά τα γνωστά.

Ας σημειώσω πως οι Έλληνες ηττήθηκαν το 1974 από μία παντελώς παράνομη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο και πριν προφήτης λαλήσαι, μετά από μία άχαρη γενιά Ελλήνων πολιτικών εφηύραν μια σπασμωδική αντίδραση που έμοιαζε πως η χώρα μας θα έβλεπε τα Ίμια ως έναν πλούσιο ψαρότοπο, και πέραν τούτου, νάκα. Αλλά οι Τούρκοι χάρηκαν τόσο με τα Ίμια, ώστε φέρθηκαν «μεγαλόψυχα» δηλαδή κράτησαν την κρίση σε ενδοελληνική ατμόσφαιρα.

Εκεί τη σκαπουλάραμε, επειδή ήταν το ποδόσφαιρο και ο Ερτοάν στα μαλακά του και άργησε κάπως να πρωθυπουργέψει. Μεσολάβησε μια ήπια πρωθυπουργία του Γκιούλ και υπουργός εξωτερικών ο Γιασάρ Γιακίς, αληθής δημόσιος λειτουργός και επιφανής υποστηρικτής του Ερτοάν, τον οποίον συνάντησα χάρη στον Μιχάλη Τριανταφυλλίδη αργότερα και έτσι γνώρισα έναν καθαρόαιμο και σχετικά σιωπηλό πολιτικό, τυλιγμένον στην κουβέρτα του ένα κρύο βράδι. Τον Ερτοάν δεν τον μείωνε κανείς, αλλά οι πολιτικές του αποφάσεις ήταν κίνδυνος θάνατος, αφού στράφηκε στον λαϊκίστικο ισλαμισμό της εύκολης κατάποσης. Μήτε από το μέτωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στέλνονταν μηνύματα αντιαεροπορικών σειρήνων Δύο Έλληνες πρωθυπουργοί αντάλλαζαν χαλιά-κιλίμια και εμορφιές. Έως το 2011, οπότε και βρεθήκαμε με τον Μιχάλη στην Τραπεζούντα, πρωτεύουσα του εκ πατρός προγόνου μου, το κλίμα, κοντά στον Καύκασο, ήταν πολεμικό, αλλά μιας ΝΑΤΟικής ιδιότυπης μορφής.

Από πολύ νωρίς, που μπλέχτηκα σε διεθνή πολιτιστικά, δούλευα μέσω πρεσβειών, προξενείων και πολιτιστικών συλλόγων, σε Βαλκάνια και Εγγύς Ανατολή. Μάθαινα πολλά, αλλά το κλίμα δεν ήταν επίφοβο. Πρωτοβουλίες όπως μιας σύνδεσης της Ελλάδας με Σμύρνη, που την παρακολουθούσα, δεν έμοιαζαν αρνητικά προσανατολισμένες. Ώσπου ξεναγήθηκα απ' τον φίλο μου στο Σμυρνέικο Κεμεραλτί, ενώ στην παραλία μισοφτιαγμένα πλεούμενα με μαϊμού εξωλέμβιες ήταν σε μόνιμη έκθεση ανατολικά της προβλήτας του Αιφελ. Το παζάρι εκεί, έδινε κι έπαρνε υπό τις ευλογίες κάθε διαθέσιμου οργάνου. Μια χρήσιμη βάπτιση στο ανατολίτικο «φλου» παζάρι.

Στα ψηλά τα παραθύρια, σε συνοικίες που έβραζαν από φτώχεια και φαρμάκι, οι ταβέρνες ήταν μεσογειακού τύπου, οι κομπανίες έφερναν δάκρια, είδαμε δημάρχους σε φιλικές συζητήσεις, έδειχναν διαβασμένοι και σίγουρα είχαν οδηγίες πώς να φερθούν σε γκιαούρηδες, ενώ σε συναντήσεις με «φορείς» δεν υπήρχε πρόβλημα. Ενοχλούσε απλώς το σύστημα της «πελατείας». Μας πήγαιναν στις εγκαταστάσεις της νέας ΕΞΠΟ, και άφηναν να δακρύζουμε στα Βουρλά και να τρώμε τον άμπακο σε ένα δάσος ιστιοφόρων και απεγνωσμένων προσπαθειών να ευρεθεί «παραδοσιακή αρχιτεκτονική» (στην ουσία, πολλές μπουκαμβίλιες σε παράταξη) αλλά σαν το κανάλι στα Αλάτσατα, γαλλικής επίνοιας, και στα πλωτά εστιατόρια, βλέπαμε την «τελική λύση» στον νησιωτικό τουρισμό και άκρη δεν βγάζαμε. Έκαναν επενδύσεις που έμπαιναν μέσα, σίγουρα, ιδιωτικοποιούσαν άλση, δάση και ακτές για λεφτάδες, αλλά τουλάχιστον δεν δίσταζαν.

Στα Δαρδανέλλια, τόπος του θριάμβου των Νεοτούρκων και της αφηρημάδας του Τσώρτσιλ, ζούσαν από τις ψαροταβέρνες, είχαν το διαμάντι της λίμνης Απολλωνιάδος, βλέπαμε και ψαρέματα απέναντι από τα πριγκηπονήσια. Δεν ξαναπήγα σε μέρη ονειρικά, Κύζικο και Μηχανιώνα και τα πέριξ, αλλά η συνύπαρξη αρχαιότητας και επάλληλης προσφυγιάς, έσπαζε κόκκαλα.

Σε όλες τις ακτές και τις πολιτείες τους κυριαρχούσε ο Μιμάρ (αρχιτέκτονας) Σινάν, ενίοτε σε ανδριάντα, όπως και ο Πίρι Ρέις, ο ναύαρχος.