— Διάβασα τη συνέντευξη «Με τα διατάγματα δοκιμάζει θεσμούς και Δημοκρατία» (Το Βήμα, 26/1/25) του καθηγητή «Επιστήμης της Διακυβέρνησης στο Χάρβαρντ» Ντάνιελ Ζίμπλατ στη Μαρίνα Καραούσου.
Παραθέτω:
«[...] [Η] εργαλειοποίηση του κράτους για τον εκφοβισμό αντιπάλων είναι κάτι που αποδυναμώνει μια Δημοκρατία. Στόχος είναι να δημιουργηθούν άνισοι όροι ανταγωνισμού για την αντιπολίτευση. Και αυτό αρχίζει να συμβαίνει ενδεχομένως μέσω μιας αθόρυβης, λεπτής διαδικασίας προληπτικής παραίτησης – όπου δημοσιογράφοι σταματούν να κάνουν σκληρές ερωτήσεις, οι πολιτικοί μειώνουν την κριτική τους, οι διανοούμενοι μιλούν δημοσίως για άλλα θέματα. Υπάρχει μια ανατριχιαστική επίδραση στη Δημοκρατία που είναι επικίνδυνη».
Μήπως μια τέτοια στάση θυμίζει κάτι πιο οικείο; Κάτι που ίσως συμβαίνει, καιρό τώρα, στα καθ’ ημάς; Μήπως τελικά οι πρακτικές αυτές είναι «bon pour l'Orient», αλλά όχι για τη χώρα της ελευθερίας με τα διαβόητα «checks and balances»; Όλες οι έννοιες πλέον –”Ελευθερία”, “Ανατολή”, “Δύση”, “checks and balances”– σε εισαγωγικά.
Ο κ. Ζίμπλατ καταλήγει: «Οι πολύ πλούσιοι και το μεγάλο κεφάλαιο είχαν για πολύ καιρό μια στρεβλωτική επίδραση στην αμερικανική Δημοκρατία. Αυτό είναι κάτι που πιθανώς υποτίμησα επειδή πίστευα ότι υπήρχαν πολλά χρήματα και πολύ πλούσιοι και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος στις ΗΠΑ, οπωσδήποτε διαστρεβλώνοντας την πολιτική ερήμην του μέσου ψηφοφόρου αλλά χωρίς να δημιουργούν άνισους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων. Όσο περνά ο καιρός όμως αναθεωρώ όλο και περισσότερο την άποψή μου. Υπάρχει κάτι διαφορετικό στην παρούσα στιγμή. Συγκεκριμένα, όταν ηγέτες της “οικονομίας της προσοχής” (που αντιμετωπίζει σαν προϊόν την ανθρώπινη προσοχή, όπως προβολές και likes), για παράδειγμα ο Μασκ και ο Ζούκερμπεργκ, έχουν ξαφνικά τόσο άμεση πρόσβαση στην εξουσία με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους, έχουμε μπροστά μας το περίγραμμα ενός πελατειακού συστήματος – μαζί με την ηχώ των αυταρχικών καθεστώτων του κόσμου. [...] Οι υποστηρικτές της Δημοκρατίας και του ελεύθερου και δίκαιου πολιτικού ανταγωνισμού θα πρέπει να ενισχύσουν το παιχνίδι τους για να καταπολεμήσουν αυτή τη νέα εποχή στην οποία έχουμε εισέλθει».
Ποιοι είναι όμως σήμερα οι «υποστηρικτές της Δημοκρατίας και του ελεύθερου και δίκαιου πολιτικού ανταγωνισμού»; Η κατακλείδα του κ. Ζίμπλατ ακούγεται τόσο τετριμμένη, τόσο «ευχολόγιο», που είτε φανερώνει την αμηχανία του απέναντι σε καταστάσεις που έχουν ξεφύγει εκτός ελέγχου είτε αντιμετωπίζει τις ερωτήσεις της δημοσιογράφου ως γραφικές. Και πάλι όμως αυτά που συμβαίνουν στις ΗΠΑ αντηχούν κάτι άβολα οικείο. Είναι κάπως σαν να λέμε ότι στην Ελλάδα η εκάστοτε κυβέρνηση θα βρει απέναντί της τα μεγάλα «επιχειρηματικά τζάκια».
Αν κάτι ξενίζει όμως στις κινήσεις των μεγιστάνων της νέας τεχνολογίας είναι η άμεση και απροκάλυπτη στοίχισή τους προς τη γραμμή Trump. Γιατί η κατάργηση τήρησης έστω κάποιων προσχημάτων υποδηλώνει όχι απλώς σύμπνοια με τον πολιτικό άρχοντα –εύλογη κίνηση στην επιχειρηματική σκακιέρα– αλλά και μέθεξη προς τη χαρακτηριστική αλαζονεία του Trump που δεν νέμεται “απλώς” την εξουσία ως απότοκη δημοκρατικής εκλογής, που μελλοντικά, νομοτελειακά, θα πρέπει να παραδοθεί σε ιδεολογικούς αντιπάλους. Η άμεση και απροκάλυπτη συμμόρφωση υποδηλώνει τη δύναμη που πιστεύει ότι διαθέτει το "καρτέλ" των «big tech» –δύναμη πρωτίστως ψηφοθηρική– στην οποία βρίσκει ερείσματα η βαθύτερη πίστη τους ότι κρατούν όχι μόνο το σκήπτρο της εξουσίας αλλά έχουν βρει στο πρόσωπο του Trump τον απόλυτο επιχειρηματικό εταίρο – την ιδανική κυβέρνηση.
Πώς ακριβώς μετουσιώνεται αυτή η σύμπραξη; Νομίζω ότι έχει ήδη αρχίσει να γίνεται διακριτό με την Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), πού έχει τεθεί σε εφαρμογή στην Ευρώπη από τις αρχές του 2024.
Παραθέτω από το «Η απειλή του ψηφιακού οικοσυστήματος» (Το Βήμα, 26/1/25), που υπογράφει η Λίλιαν Μήτρου:
«Μόλις μια ημέρα μετά την ορκωμοσία του Τραμπ το Ευρωκοινοβούλιο συζητούσε την (επιτακτική!) ανάγκη εφαρμογής της “Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες” (DSA) “για να προστατευτεί η δημοκρατία από την ξένη επέμβαση και την αλγοριθμική χειραγώγηση”. [...] [Η] Ευρωπαϊκή ένωση επιχείρησε να εισαγάγει υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας ως προς τον έλεγχο του περιεχομένου, τη διαφήμιση και τις αλγοριθμικές διαδικασίες που εφαρμόζουν οι πλατφόρμες, αλλά και την αιτιολογία καθώς και τη δυνατότητα αμφισβήτησης των αποφάσεων ελέγχου του περιεχομένου. Οι μεγάλες επιγραμμικές πλατφόρμες επιβάλλεται ταυτόχρονα να αξιολογούν τους κινδύνους τους οποίους ενέχουν τα συστήματά τους ώστε να αναπτύξουν κατάλληλα εργαλεία διαχείρισης απειλών για την προστασία της ακεραιότητας των υπηρεσιών τους έναντι της χρήσης τεχνικών χειραγώγησης και να μετριάζουν κινδύνους, όπως η παραπληροφόρηση ή η χειραγώγηση εκλογικών διαδικασιών».
Επαναλαμβάνω αυτό το «Η Ευρωπαϊκή ένωση επιχείρησε να εισαγάγει [...]». Το αν και πώς θα τεθεί σε εφαρμογή η Πράξη θα φανεί στην πράξη. Ο Tim Cook, για παράδειγμα, έχει διαμαρτυρηθεί για το πρόστιμο των 13 δισ. που έχει επιβληθεί στην Apple. Ο Trump έχει ήδη αρχίσει να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του γιατί στοχοποιούνται αμερικανικές εταιρείες. Ο συλλογισμός είναι απλός: οι «big tech» θα εξασφαλίζουν τη διατήρηση του Trump και των επιγόνων του στην κυβέρνηση και ο Trump και οι επίγονοί του θα διασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία των μεγάλων εταιρειών. Όποιος πιστεύει ότι τα πρόστιμα στις συγκεκριμένες εταιρείες δεν έχουν αρχίσει να ζυγίζονται απέναντι στους επικείμενους δασμούς που θα επιβάλλει ο Trump στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μάλλον αφελής.