Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Φακιόλιον ή καλύπτρα

Κατά καιρούς, διάφορα φύλα Τούρκων ή συγγενικά τους, αντιμετώπισαν υπό διάφορες μορφές τα γένη των Γραικών, επί αιώνες πολλούς. Για να το περιορίσω στον πρώιμο μεσαίωνα, από τα χρόνια του υδροφοβίαν έχοντος Ηρακλείου έως το τελευταίο χουνέρι που τραβήξαμε, ήτοι την καταστροφή και την ανταλλαγή, έως τα «συμμαθητικά» προβλήματα που μας επέβαλαν απλονοϊκώς οι νικητές του Ελληνικού Εμφυλίου Αμερικάνοι, λιγότερες νύχτες κοιμηθήκαμε αμέριμνα με τέτοιους γείτονες, παρά από λαούς οποιασδήποτε άλλης χώρας. Και ο λόγος ήταν κτηνωδώς απλός: οι Σλάβοι (θεωρούμενοι κομητατζήδες, γουρνομύτηδες, κουτοπόνηροι και αδικοπραγούντες) υπηρετούσαν συνήθως άλλα φλάμπουρα, ενώ οι Τούρκοι ενέμοντο, παρά την δυσπιστία μας, τους συμμάχους ή έστω, τύπους με τα ίδια ντέρτια και καημούς.

Ο κόμβος του Ηρακλέους σε αυτήν την διαπίστωση (ήτοι ένα είδος εμφράγματος ή ανακοπής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις) μας χάρισε δεκαετίες δυσπιστίας ή αιωρούμενης απειλής στην εξωτερική πολιτική ή δυσάρεστων εκπλήξεων με την γείτονα χώρα, ωσάν ένα βαρίδι ή ένα χατζάρι να κρέμεται πάνω από τα γλέντια μας, ενώ η μακραίωνη συνύπαρξη με γραικούς ή τούρκους που συνυπήρχαν εντός των συνόρων μας, μετέφεραν ένα κλίμα μετριοπαθούς θυμοσοφίας, δεμένης με έθιμα και νοοτροπίες που φανέρωναν κάποια καρδιακή συγγένεια. Αυτά, που η κοινωνική ανθρωπολογία έχει βάλει στο συρτάρι σε πολλούς λαούς, όπως τις διαφορές Βαλόνων και Φλαμανδών (δεν σχολιάζω τις διαφορές των Βαλκανίων γειτόνων) στην Ελλάδα επιμένουν ως αναπάντεχη καρβουνιά σε σούβλα που συχνά ένας αέρας την ξυπνάει.

Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία, έζησαν (και ενίοτε ζουν) περιόδους Μεγάλης Ιδέας και αμφότερες υπέστησαν τον αποθαρρό τους έως πριν έναν αιώνα. Αλλά οι έριδες Τουρκιάς και Ελλάδας που ματαφάνηκαν ΜΕΤΑ την ένταξή τους σε κοινή συμμαχία (Κορέα, ΝΑΤΟ) όχι μόνον έφεραν στην επιφάνεια μεταπολεμικές νίκες και ήττες, κυρίως απ' αφορμή το Κυπριακό και την όζουσα πολιτική στις αναγνωρισμένες από την Λωζάννη μειονότητες, αλλά ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός διαρκείας (ο «περονικός» ή «τιτοϊκός» επί Ερτοάν, πολιτικός σπασμός της «γαλάζιας πατρίδας», ειδικά σε εποχή που κάλμαρε ένθεν του Έβρου η λαϊκή θεωρία της «κόκκινης μηλιάς») έφερε τούμπα όλες τις απόπειρας συνεννόησης με λογικούς όρους.

Δεν θέλει να έχεις μυαλό κρεμμυδοφάγου για να καταλάβεις πως μερικά «ατυχήματα» πολιτικής οπτικής, στο Αιγαίο, στην ΑΟΖ, και σε οπερετικές ρηματικές διακοινώσεις και ειδικά η μεγάλη διαφορά πολιτικής φιλοσοφίας που επικρατεί, κουμαντάρουν και δυναμιτίζουν ένα «πνεύμα πύθωνος» ανάμεσα στις δύο χώρες. Eυτυχώς ή δυστυχώς οι διασαλευμένες και ακραίες απόψεις έχουν σε βάθος καιρού να κατέληγε είτε μια Ελλάδα πυρπολημένη, με άοπλα νησιά και κανέναν σύμμαχο, είτε μια Τουρκιά όπου θα δέχονταν να υποστεί ένα Βιετνάμ ή μία Ιβοτζίμα ως γροθιά από τον Δυτικό κόσμο.

Καθώς τίποτε από αυτά δεν το θέλει μήτε το χρειάζεται οποιαδήποτε χώρα από τις δύο, απομένει για τους πληθυσμούς να λεπτολογούνε πόσο πολεμοχαρής ή ειρηνόφιλος είναι ο όποιος πολιτικός ή στρατιωτικός των δύο χωρών, προκειμένου να λάβει την δέουσα ρουμπατσίνα από τα ΜΜΕ τους. Φυσικά αρνούμαι να φιλοσοφήσω επί των απόψεων Μπαχτσελι ή Εκρέμ «πασά», αλλά αρνούμαι να δεχτώ πως ο Έλλην υπουργός Εξωτερικών έχει ξεκινήσει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια, ως νέοτερη Δέσπω του Σουλίου. Είναι για μένα προφανές πως η πολιτική Δένδια είναι καλοδεχούμενη και σαφώς πιο αποτελεσματική από την πολιτική της ζεϊμπεκιάς Γιώργου Παπανδρέου με τον μακαρίτη Τζέμ. Αυτό το σύστημα, ακόμη και η Ελλάς από τον μεσοπόλεμο το χρειάστηκε στην εξωτερική της πολιτική, άσχετο εάν λοιδωρήθηκε από το σύνθημα «τι Πλαστήρας, τι Παπάγος» αλλά και από την επιρροή της τερετίζουσας κυπριακής ηγεσίας έναντι κάποιον δήθεν «μελετημένων» σχεδίων.