Η Ακαδημίας γριά, δρόμος άλλης εποχής, επαγγελμάτων που άλλαξαν φύση, μεγάρων που σιγά σιγά ερήμωσαν. Το κάτω μισό της Σταδίου έπαθε στην αρχή της κρίσης τον μνημονιακό θάνατο του εμποράκου, το κάτω μισό της Ακαδημίας παρήκμασε σταδιακότερα, συνταξιοδοτούμενο μαζί με τους μοναχικούς δικηγόρους των μικρών γραφείων της. Την ανηφορίζω απ’ την Κάνιγγος. Φτάνω στο Όπερα, στο Cinobo Όπερα για να ακριβολογώ. Η ταινία είναι στην μικρή αίθουσα. Δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή σχεδόν γεμίζει στην προβολή, σκέφτομαι για πρώτη φορά ότι είναι σαν καμπίνα επιβατών αεροπλάνου. Δεν υπάρχει τίποτα να δεις δεξιά ή αριστερά, δεν υπάρχουν παράθυρα με θέα ουρανό, ό,τι είναι να δεις θα εκτυλιχθεί μπροστά σου, στην μεγάλη οθόνη στο τέλος του διαδρόμου. Δεν κρύβει πίσω της το πιλοτήριο, αυτή είναι που μας πιλοτάρει. Το ταξίδι ξεκινά. Το εξωτερικό είναι κοινό για όλους, θα μας αφήσει στο ίδιο μέρος όταν ανοίξουν τα φώτα, λύσουμε τις ζώνες μας, πάρουμε τις χειραποσκευές μας και κατεβούμε τις σκάλες του. Το εσωτερικό διαφορετικό για τον καθένα, απ’ την πρώτη του στιγμή ως την τελευταία. Και εννοείται και μετά. Σε άλλους μπορεί να διαρκέσει μόνο λίγες ώρες και να έχει ολοκληρωθεί το επόμενο πρωί, άλλοι μπορεί να αποθηκεύσουν τα ουσιώδη του για μια ζωή στις ψυχαποσκευές τους. Ακόμα κι έτσι, όσο εντελώς προσωπικό κι αν είναι τελικά το κάθε κινηματογραφικό ταξίδι, είναι η συλλογική του διάσταση και το μοίρασμά του με άγνωστους συνεπιβάτες, μέσα στο φωτεινότερο όλων των σκοταδιών, που απελευθερώνει μια ύπουλη συγκίνηση, η οποία δεν μπορεί να έχει εκλυθεί μόνο από ένα σώμα, αλλά χρειάζεται ένα σώμα ανθρώπων για να εκλυθεί και να διαχυθεί στην αίθουσα, πανίσχυρα αόρατη.