Skip to main content
Σάββατο 14 Ιουνίου 2025
Η αντίσταση του φεγγαριού

Ευτυχώς ή δυστυχώς, το φεγγάρι αντιστέκεται. Κάθε που το πετυχαίνεις να δεσπόζει στον ουρανό, κάθε που σου προκαλεί ένα ξάφνιασμα σαν να μην το έχεις ξαναδεί ποτέ, κάθε που σου προκαλεί μια υπόγεια ταραχή σαν να μην ξέρεις περί τίνος πρόκειται, κάθε που πας να το φωτογραφίσεις, κοιτάς τι φωτογράφισες και δεν καταλαβαίνεις τι συνέβη. Που βρίσκεται, πώς μίκρυνε έτσι, πώς χλώμιασε έτσι, πώς έγινε τόσο ασήμαντο, γιατί άλλαξε τόσο μέγεθος, γιατί άλλαξε τόσο δυναμική, γιατί αυτή η κουκίδα, τι σχέση έχει αυτή η μικρή ασπιρίνη με την παραζάλη της αληθινής πανσελήνου; Τι χάνεται στην μετάφραση, τι παραμένει αμετάφραστο; 

Δεν είμαι γατάκι, δεν είμαι για την οθόνη σου, δεν είμαι για τα λάικ σου ή έστω για τον εγκιβωτισμό σου. Δεσπόζω όπως είπες, δεν δαμάζομαι όπως διαπιστώνεις. Δεν μεταφέρομαι, δεν μεταφορτώνομαι, δεν απαθανατίζομαι. Κυμαίνομαι πέραν της αθανασίας και του θανάτου. Μην σπαταλάς χρόνο προσπαθώντας να με δεις μέσα απ’ την οθονούλα σου. Δεν χωράω εκεί μέσα. Μόνο για σένα είμαι έτσι. Ανήκω μόνο στον ουρανό και στο βλέμμα σου. Προσπάθησε να με φυλακίσεις και θα ξεφύγω. Η έλξη που ασκώ, ο τρόπος που μαγνητίζω, όλο αυτό που κάνω, το κάνω επειδή εγώ είμαι ψηλά κι εσύ από κάτω. Κι όλο το υπόλοιπο η νύχτα. Κι η νύχτα είμαι εγώ. Κι εγώ ειμί η νύχτα. Το φως της όταν είμαι παρόν. Το σκοτάδι της όταν κρύβομαι. Κι είτε τα φώτα της πόλης είτε η ξαστεριά της υπαίθρου, συνοδευτικά μου είναι, στο νόμο μου προσαρμοσμένα. Πώς να φωτογραφίσεις τη νύχτα; Είναι πρωτίστως μια μεταφορά. Μια παύση για σκέψη. Μια παύση για τρόμο. Μια παύση για ηδονή. Μια παύση για ξεκούραση. Μια παύση για να κλείσεις, να κοιμηθείς, να παραδοθείς στην άλλη σου ζωή, των ονείρων και του τίποτα, του τίποτα και των ονείρων. 

Τα κινητά σας, οι καμινάδες σας, οι λευκοί σας καπνοί, οι Πάπες σας, όλο σας το εφήμερο, όλο σας το άγχος να γεμίζετε νοήματα και κατατμήσεις το συνεχές που εναλλάσσεται αδιάκοπα, μέρα - νύχτα, νύχτα - μέρα, χρόνο - χρόνο, ζωή - θάνατο, γενιά - γενιά. Τις μέρες είμαι οι γλάροι της στέγης που δεν δίνουν μία για το χρώμα του καπνού. Ας αγάλλονται τα πλήθη από κάτω, προσκολλημένα στις σημασίες τους, τα σύμβολά τους, τις τελετουργίες τους, τα παιχνιδάκια τους με τις στολές, τις τιάρες, τις μίτρες και τα αλάθητα. Όλα λάθος. Όλα ανθρώπινα. Δυο γλάροι, ένας νεοσσός, ο καπνός μας διώχνει. Πετάμε προς τα εκεί. Εκεί που θα γίνει πάλι νύχτα. Όταν ο ήλιος αρχίζει να δύει ενώνουμε τα φτερά μας, τα ράμφη μας, τα σώματά μας, γινόμαστε σώμα κοινό, σώμα ουράνιο κι ανατέλλουμε σαν φεγγάρι. Κοίτα μας ξανά. Δες τι μπορούμε να κάνουμε μέσα σε έναν ουρανό, δες τι μπορούμε να κάνουμε μέσα σε μια καρδιά. Κράτα μας εκεί, κράτα μας στα μάτια σου. Αν πας να μας τραβήξεις, θα γίνουμε πάλι ασπιρίνη. Μην πονοκεφαλιάζεις. Μην μας τραβάς. Δεν θα μας κατεβάσεις. Όχι στα αλήθεια. Μόνο ψηλά μπορείς να μας δεις, μόνο σηκώνοντας το κεφάλι. Κοίτα μας όπως μας κοιτούσαν πάντα οι άνθρωποι, κάθε που έπεφτε η νύχτα.