Skip to main content
Πέμπτη 18 Απριλίου 2024
Η βίστα της θωριάς

Σ΄ όσα πισί κι αν μπήκα και σερφάρισα
σαν το κανούργιο Βίστα δεν ελόγιασα.
Βίστα χρωματισμένο, σαν φανταχτερό,
σαράντα πλήκτρα νέα, δώδεκα παλιά,
πλουμίδια σκεπασμένο, εναλλακτικό,
πατέντες μπερδεμένες, γκάτζετ μπόλικα,
και για να το δουλέψεις, πέφτει ίδρωτας.

Βλάκας το τριγυρίζει μέρες δώδεκα,
δεν μπόρει να το πάρει το Βιστόκαστρο.
Κι ένα παιδί πιτσκάκι, γκόμινας παιδί,
στον Πετεφρή του πάει και τον ζγκουντουνάει.
-Κωλόγερε και μπίχλα και σαχλαμαρά
αν μάθω σου την Βίστα, τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα και λαπτόπ καλό,
και δυό λιλιά ασημένια για την γκόμενα.
-Ουδέ τ' άσπρα σου θέλω κι ουδέ τα λιλιά,
ουδέ και το λαπτόπ σου κι ουδέ τα χαζά,
μόν' θέλω 'γώ το ποίημα, που 'χεις στα χαρτιά.
-Ωσάν το βίστα πάρεις, χάρισμα κι αυτό.

Αρμάνια ρούχα βγάζει, τρέντι φόρεσε.
Το βίστα βίστα πάει και γυροβολάει,
στην μητρική του πάει και παρακαλεί.
-Για άνοιξε άνοιξε βίστα της θωριάς,
βίστα της εταιρείας της μονόπωλης.
-Φεύγα απ' αυτού, βρέ Μάκα, βρέ μακιντοσά.
-Μα το σταυρό, κερά μου, μα την Μάικροσοφτ, εγώ δεν είμαι Λίνωξ ουδέ κούρσαρος, είμαι σπασικλαράκι απ' το δημοτικό. Δώδεκα χρόνους έχω μηχανογραφών, μακντόναλντς εβοσκούσα σαν το χάχατο, κι ήρθα να μάθω κόλπα για τις μόντελες.
Για άνοιξέ μου να μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρίξουμε λινκάκι, να σε πάρουμε.
-Τα ρούχα μου είναι τρέντι και ξεσκίζονται.
-Να ρίξουμε το δίκτυο να σε πάρουμε.
-Δεν έχω ντιεϊσέλι κι αντραλίζουμαι.

Γελάστηκε μια ψήκτρα, πάει τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξει η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι όσο να μισανοίξει, γέμισ' η αυλή,
κι όσο να καλοκλείσει η βίστα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν στ' άσπρα, όλοι στα λιλιά,
και κείνος πάει στο ποίημα που 'ναι στα χαρτιά.