Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Κύλησε ο Κιλλίβαντας

Οι λέξεις που έχουν πολύ συγκεκριμένη σημασία, στενά προσδιορισμένη, κι ένα ορισμένο συγκείμενο ή/και επίπεδο ύφους στο οποίο απαντούν, αναπόφευκτα είναι πιο σπάνιες σε γενικευμένη χρήση από ανθρώπους που δεν είναι ειδικοί στο πεδίο όπου μια τέτοια λέξη χρησιμοποιείται — και κατά κανόνα οι λέξεις αυτές είναι κάπως πιο «προφυλαγμένες» από την όποια παραφθορά ενίοτε υπάρχει στον προφορικό λόγο. Ωστόσο όταν αυτές οι λέξεις έχουν και αδιαφανή ετυμολογική προέλευση, και κάποια στιγμή αποκτήσουν ευρύτερη χρήση στο γενικό λεξιλόγιο, τότε το ότι οι ομιλητές δεν αντιλαμβάνονται μια σαφή ετυμολογική συσχέτιση με κάτι που να τους είναι πιο οικείο μπορεί να οδηγήσει στο να επηρεαστούν παρετυμολογικά στον τρόπο με τον οποίον τις εκφέρουν ή/και τις ορθογραφούν.

Έτσι για παράδειγμα όταν ο εξειδικευμένος αρχιτεκτονικός όρος pilotis (αρσενική λέξη στη γλώσσα προέλευσης, τη γαλλική — που δηλώνει το υποστύλωμα με πασσάλους, από το pile = στύλος) άρχισε να διαδίδεται και να χρησιμοποιείται στο γενικό λεξιλόγιο, το άκουσμα /pilotí/ εκλήφθηκε ως παράγωγο της λέξης «πύλη» και μάλιστα θηλυκό από το παραγωγικό τέρμα -ωτή των επιθέτων — κι έτσι πολλοί το ορθογραφούν «πυλωτή». Ή όταν το λατινικό camellaucium υιοθετήθηκε ως κάλυμμα κεφαλής των ιερέων, προερχόμενο από τη λατινική λέξη camella που δήλωνε ένα είδος κούπας κρασιού (λέξη που εισήχθη και αυτή στην τότε ελληνική, ως «καμέλλα», με εξαιρετικά περιορισμένη χρήση — ενώ στις ρομανικές γλώσσες βρίσκουμε την απόγονό της λέξη gamella/gamela/gamelle για την καραβάνα), η αδιαφανής ετυμολογική προέλευση για μια λέξη που από ειδικός όρος κατέληξε κοινότατη στο γενικό λεξιλόγιο οδήγησε σε παραφθορά από «καμελλαύκιον» αρχικώς σε «καμηλαύκιον» λόγω συμφυρμού με τη λέξη «καμήλα», και κατόπιν (επειδή η σύνδεση με την κάμηλο δεν φάνταζε ιδιαίτερα εύλογη, παρεκτός κι αν υπονοούνταν πως οι φέροντές το ίσως να διύλιζαν τον κώνωπα) σε «καλημαύχι/καλιμαύχι» υπό την παρετυμολογική επίδραση των λέξεων «κάλυμμα» και «αυχένας» — λέξη που αρκετοί, λόγω ακριβώς αυτής τής παρασύνδεσης, την γράφουν «καλυμμαύχι».

Όταν τώρα μια λέξη διατηρεί την εξειδικευμένη της χρήση κι εμφανίζεται, ως συνεπακόλουθο, ακόμη πιο περιστασιακά σε χρήση στο γενικό λεξιλόγιο, και συνδυάζει κι από πάνω και αδιαφανή ετυμολογία ή/και ρίζες λέξεων στη σύνθεσή της, τότε δεν είναι διόλου ασύνηθες να υπάρξουν ομιλητές που νοερά θα την συνδέσουν —ανάλογα με το περικείμενο εντός του οποίου απαντά ή συσχετίζοντάς την με κάποια εννοιακά χαρακτηριστικά της, όπως τα αντιλαμβάνονται— με κάτι άλλο· οπότε τότε οδηγούμαστε λόγω παρετυμολογίας ή συμφυρμού σε διαφορετική ορθογράφηση (ανορθογραφία, θα μπορούσε να πει κάποιος — ιδίως αν δεν εδραιωθεί αυτό το αρχικό λάθος ώστε να νομιμοποιηθεί), σε διαφορετικό ήχο (δηλαδή σε παραφθορά, όπως αναφέραμε παραπάνω) ή ταυτοχρόνως και στα δύο. Μια τέτοια λέξη —η οποία εμφανίζεται στην επικαιρότητα πλέον μόνον όταν έχουμε κάποια νεκρώσιμη τελετή αρχηγού κράτους ή άλλου επιφανούς πολιτικού ή στρατιωτικού προσώπου, κατά τη μεταφορά τής σορού του ως ένδειξη τιμής— είναι ο «κιλλίβαντας»· η λέξη μπορεί μεν να ζει αδιάλειπτα στο στρατιωτικό λεξιλόγιο, αλλά για τον μέσο άνθρωπο επανέρχεται ως άκουσμα αποκλειστικά σε περιγραφές πομπών στις οποίες βρίσκεται κάποιο φέρετρο επάνω σε «κιλλίβαντα πυροβόλου».

Και τώρα το ερώτημα είναι: πώς ορθογραφείται αυτός ο /k̃ilívandas/; Συνήθεις λέξεις τού γενικού λεξιλογίου που ξεκινούν με /k̃ili/ είναι αυτές που έχουν στην αρχή τους κοιλι- και κυλι-, και καθώς στη μια περίπτωση πρόκειται για παράγωγα της λέξης «κοιλία» (που αμέσως είναι προφανές πως δεν έχει καμία σχέση εδώ) ενώ στην άλλη τής λέξης «κυλίω/κύλιση», δεν είναι καθόλου περίεργο που για αρκετούς η θέα ενός κιλλίβαντα σε νεκρική πομπή να κινείται τελετουργικά κυλώντας αργά, τους οδηγεί στο να γράψουν «κυλίβαντας». Και οι διαπράττοντες εδώ την ανορθογραφία περιλαμβάνουν μάλιστα και ανθρώπους που γράφουν κείμενα τα οποία οφείλουν να είναι φροντισμένα κι επιμελημένα· εξ ου και την βρίσκουμε σε τεκμήριο του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, σε δημοσιεύματα εφημερίδων, σε άρθρα τού ειδικού αμυντικού τύπου (που εξ αντικείμενου οφείλουν να γνωρίζουν τη στρατιωτική ορολογία) — ακόμη και σε πανηγυρικό λόγο τού Σπύρου Μελά στην Ακαδημία Αθηνών το 1952 (σε έκδοση του 1977).

Όμως, όπως πιθανότατα έχετε ήδη παρατηρήσει, η ορθή γραφή είναι «κιλλίβαντας» — πρόκειται για την ιστορική ορθογραφία τής λέξης, όπως αυτή προκύπτει από την ετυμολογία της. Πριν δούμε όμως το πώς προέκυψε η λέξη, αξίζει να σημειωθεί ότι το χαρακτηριστικότερο στοιχείο με την οποία είναι γνωστός ο κιλλίβαντας σήμερα (ήτοι το ότι τσουλάει) δεν ήταν το πώς ξεκίνησε αρχικά· στην αρχαιότητα «κιλλίβας» (και συνήθως στον πληθυντικό: οι κιλλίβαντες) ήταν ένα τρισκελές στήριγμα όπου απόθεταν τις ασπίδες τους οι πολεμιστές. Κατόπιν επεκτείνεται σημασιακά καλύπτοντας κι άλλες έννοιες για τεχνικές διατάξεις που χρησιμεύαν ως βάση ή υποστήριγμα (και συνήθως με τρία σκέλη) — όπως για παράδειγμα πολιορκητικών μηχανών (καταπελτών). Βέβαια δεν περιορίζεται μόνον σε στρατιωτικές χρήσεις, κι έτσι δηλώνει το στήριγμα εξέδρας, το καβαλέτο ζωγραφικής — ενώ στη λατινική εισέρχεται με τη μορφή τού θηλυκού ουσιαστικού cilliba, το οποίο ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι· κι ίσως λόγω σχήματος, Cilliba σήμερα ονομάζεται ένα γένος ανακτινοτρίχιων ακάρεων των χερσαίων χελωνών. Όταν στα τέλη τού 14ου αι. εμφανίζονται οι βομβάρδες, που αποτελούσαν πρώιμους τύπους πυροβόλων όπλων, αυτές για τη χρήση τους στερεώνονταν με σχοινιά πάνω σε σταθερές ξύλινες βάσεις — που επίσης λαμβάνουν την ονομασία «κιλλίβαντες». Πολύ γρήγορα ο κιλλίβαντας ως διάταξη εξελίσσεται, παράλληλα με τις βομβάρδες που και αυτές γίνονται βαρύτερες και ισχυρότερες, ώστε να διευκολύνουν τον χειρισμό τους, τη σκόπευση, και λίγο αργότερα και τη μεταφορά· έτσι, εξοπλίζονται και με τροχούς για ευχερέστερη μετακίνηση, ενώ το τρίτο άκρο (το λεγόμενο «σταθμίο») στο οπίσθιο μέρος τού κιλλίβαντα ακουμπά στο έδαφος για να τον σταθεροποιεί όταν βάλλει το πυροβόλο. Στην ουρά τού σταθμίου βρίσκεται η «ακτηρίδα», όπου και το σημείο σύνδεσης του κιλλίβαντα με το ρυμουλκό του· ο δε πόλος που προστέθηκε αργότερα για να επιτρέπει την περιστροφή τού κιλλίβαντα καλείται «έστορας». Ο κιλλίβαντας ρυμουλκείται με δίτροχο όχημα (που συνδέεται στην ακτηρίδα), το «προόλκαιο» — όποιος έχει διαβάσει το «Πόλεμος και Ειρήνη» σίγουρα κάτι θα του θυμίζουν οι όροι αυτοί.

Από κηδείες υψηλόβαθμων στρατιωτικών, με απόδοση τιμών, που γίνονταν κατά τη διάρκεια πολέμων άρχισε η χρήση κιλλίβαντα ως φορείου τού φερέτρου — και η πρακτική επεκτάθηκε και σε βασιλείς κ.λπ. κατά τα τέλη τού 19ο αι. Κι εδώ ίσως να κρύβεται και μια εκδήλωση της αρχής πως ούτε και οι πλέον μεγαλόσχημοι αποφεύγουν το «χους εις χουν», αν δούμε την ετυμολογία τού κιλλίβαντα: διότι το στοιχείο απ' όπου προέρχεται το αρχικό κιλλ- είναι το αρχαιοελληνικό ουσιαστικό «κίλλος» — παναπεί ο ταπεινός γάιδαρος. Η λέξη κίλλος προέρχεται από το επίθετο «κιλλός» που σημαίνει σταχτής, διότι αυτό ήταν το τυπικό χρώμα των γαϊδάρων — κι έτσι, με αναβιβασμό τού τόνου, βαφτίστηκε και το ίδιο το ζώο. Το γεγονός πως καμία από τις λέξεις κίλλος, κιλλός και κίλλιος δεν παρέμειναν σε χρήση μετά την περίοδο της αρχαιοελληνικής, καθιστά εντελώς αδιαφανή για τον τυπικό ομιλητή την ετυμολογία τού κιλλίβαντα. Το επίθημα -βας δεν είναι απολύτως βέβαιο εάν προέρχεται από το ρήμα «βαίνω» — άλλωστε ο κιλλίβας ήταν ένα σταθερό στήριγμα στην αρχή· βέβαια και η λέξη «βάση» (όπως και το «βάθρο») προέρχονται από συγγενή ρίζα με αυτήν  τού «βαίνω». Η μόνη άλλη λέξη με αυτό το επίθημα είναι ο «οκρίβας/οκρίβαντας», δηλαδή το καβαλέτο· εδώ το α′ συνθετικό είναι το «όκρις» που σημαίνει γωνία, προεξοχή — κι ανάγεται στην ίδια ρίζα που έχει δώσει τις λέξεις «άκρος», «ακμή» και «οξύς». Ο τύπος «κιλλίβαντας» της νεοελληνικής είναι η μεταπλασμένη ονομαστική που προέκυψε από την αιτιατική (τον κιλλίβαντα), ομαλοποιημένη αφού πλέον η λέξη δεν είναι ανισοσύλλαβη· πέρα απ' τον κιλλίβαντα και τον οκρίβαντα, το ίδιο σχήμα βρίσκουμε στους αδάμαντα, άτλαντα, γίγαντα κι ελέφαντα.

Και μιας που εμφανίστηκε ο ελέφαντας, ας πούμε με την ευκαιρία ότι ένας κιλλίβαντας δεν είναι αστεία υπόθεση — αυτός της φωτογραφίας, που έφερε επάνω του τη σορό τού Ουίνστον Τσόρτσιλ κι είναι αυτός που χρησιμοποιείται για τους βασιλείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, ζυγίζει δυόμισι τόνους. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην κηδεία τής βασίλισσας Βικτωρίας, η οποία είχε δει κιλλίβαντα στην κηδεία τού Λεοπόλδου τού Όλμπανι και ζήτησε το ίδιο και για κείνη, όταν θα 'ρχόταν η ώρα της· οι μόνες τροποποιήσεις σε σχέση με τον ίδιο τύπο κιλλίβαντα που χρησιμοποιούσε το πυροβολικό ήταν η προσθήκη ενός βάθρου για τη σορό και ελαστικών επισώτρων. Αντίθετα από τον αρχικό σχεδιασμό, που προέβλεπε τη ρυμούλκησή του από άλογα, αυτό δεν κατέστη δυνατόν τη στιγμή τής κηδείας τής Βικτωρίας, κι έτσι το έσυραν ναύτες με αυτοσχέδια σχοινιά. Μετά την κηδεία τής Βικτωρίας το βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό δεν επέστρεψε τον κιλλίβαντα στον στρατό (όπου ανήκε), η δε παράδοση που δημιουργήθηκε απαιτεί έκτοτε τον κιλλίβαντα να τον τραβούν ναύτες — 98 από αυτούς θα τον φέρουν από το παλάτι στο αββαείο με τη σορό τής βασίλισσας Ελισάβετ Β′.

Κι εντέλει μάλλον καλύτερα οι κιλλίβαντες των πυροβόλων να εξαντλούν τη χρησιμότητά τους σε τελετές, ακόμη κι αν αυτές είναι εκ των πραγμάτων στενάχωρες για ορισμένους, παρά σε πολεμικές επιχειρήσεις.