Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Μαρμαράς

Η Χαλκιδική ήταν ένα όνειρο διαβατικό για τους Γιαννιτσιώτες που ενίοτε πλατσούριζαν σταις λάσπαις του Μακρύγιαλου – μερικοί φευγάτοι έτρωγαν και ψαράκι στην Μεθώνη. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι, τεράστιο προνόμιο για την δεκαετία του πενήντα. Και καθώς δεν μάζευαν λεφτά για να αγοράσουν σπίτι, με το ενοίκιο 700 δραχμές (στη Σαμολαδού) και τα υπόλοιπα έξοδα γύρω στις χίλιες διακόσιες (ήμασταν μικρά παιδιά, δεν είχαμε έξοδα), κρατούσαν από τις 2.300 δραχμές που έπαιρναν τον μήνα, συν το δώρο, έξι έως εφτά χιλιάρικα κάθε χρόνο και πηγαίναμε απαρεγκλίτως παραθέριση. Έτσι γνώρισα τον Σταυρό, την Αιδηψό, την Κωνσταντινούπολη, την Μακρυνίτσα, την Σκιάθο, τον Βόλο, τους Ωρεούς, αλλά και το Μπαξέ, τον Λαγκαδά και την Αρετσού, όταν ο πατέρας μου αρρώσταινε και τα έξοδα ήταν πολλά.

Το 1958, αποφάσισαν να πάμε στον Μαρμαρά. Κάποιος τραπεζικός τους είχε πει τα σχετικά. Νοικιάσαμε ένα αγοραίο, φορτώσαμε την οικοσκευή και κινήσαμε. Πήγαμε Πολύγηρο και μετά είχε χωματόδρομο για Γερακινή. Μετά, Νικήτη. Κι έπειτα, ένας εξαιρετικά στενός χωματόδρομος, δεν χωρούσαν δύο ενάντια αμάξια, απολύτως παραλιακός, κατέβαινε Καλόγρηα και Ελιά. Φτάσαμε στον Μαρμαρά μετά από ακριβώς εφτά ώρες.

Ο Μαρμαράς είχε τρεις κολπίσκους. Ο κεντρικός διέθετε δεξιά έναν φάρο – πήγαινες εκεί με ένα μονοπατάκι και είχε ολόγυρα βράχους, ως το κύμα. Ακόμη βορειότερα, ήταν η λεγόμενη Ακτή του Εφέτη, επειδή κάποιος εφέτης είχε φτιάξει ένα σπίτι. Πηγαίνοντας για την ακτή του Εφέτη, συναντούσες έναν πιο ρηχό κόλπο, όπου υπήρχαν δύο ταβέρνες-εστιατόρια-καφενεία. Η δεξιά ήταν φτηνότερη και την προτιμούσαμε οι παραθεριστές. Στον μεσαίο κόλπο ήταν αραγμένο ένα μαύρο σκαφίδι, ο Ναυτίλος, που ήταν κάτι σαν αντιλαθρεμπορικό. Μαύρο, με κίτρινες μπορντούρες, ένα θαύμα. Δεν το είδα ποτέ να αρμενίζει. Εκεί ήταν και ένα καλό καφενείο.

Στον νότιο κόλπο βρήκαμε δωμάτιο. Ήταν στην δεύτερη σειρά των σπιτιών, δηλαδή φτηνότερο, και το είχαν μια γιαγιά και μια κόρη εύμορφη, λίγο μεγαλύτερή μου. Η γιαγιά νομίζω λεγόταν κυρα Λένη και είχαν επίσης ένα ελαιοτριβείο. Σε αυτό το κολπάκι αριστερά ήταν το σχολείο και απέναντι ένα περίπτερο, όπου πήγαινα για τσιγάρα. Είχαν μόλις βγει τα τσιγάρα με φίλτρο, Παπαστράτος, με ένα μεγάλο Φ στην φάτσα, και ο πατέρας μου κάπνιζε το γκρίζο κουτί, το «δεύτερο», έτσι το ζητούσα. Αμέσως μετά άρχιζε ένας κάμπος και ήταν ένα καρνάγιο. Μετά, μια αχανής ρηχή ελώδης έκταση με βούρλα, που την χώριζε από την θάλασσα μια υπέροχη θίνα, η λεγόμενη πλαζ. Είχε χτισμένο και ένα τουριστικό περίπτερο, πανάκριβο, στην ερημιά. Σπανίως πηγαίναμε στην πλαζ με τα πόδια – ήταν μισή ώρα. Πηγαίναμε και με το σκαφίδι του Γρηγόρη, που ήταν τριαντάρης και έμοιαζε με τον Βίκτορα Ματσιούρ.

Οι άλλοι παραθεριστές ήταν καμία δεκαριά και κάναμε παρέα. Ήταν μια οικογένεια Καλλιφατίδη, που ήταν ρολογάς στην Εγνατία, ένας Στεφανάκης που του φέρονταν με σεβασμό, και η οικογένεια ενός επιβλητικού φαλακρού που τον έλεγαν Μέγαλο και έλεγαν ότι είναι βιομήχανος. Αυτός είχε δύο κόρες, ωραίες. Τρώγαμε κυρίως σαργούς. Οι σαργοί ήταν δεύτερο ψάρι και έκαναν εφτά δραχμές η οκά. Δίναμε παραγγελία πάντοτε από την προηγούμενη, επειδή οι μερίδες ήταν μετρημένες.

Περάσαμε έναν μήνα. Πρέπει να έχω μία ή δύο φωτογραφίες, έγραψα και έκθεση στο σχολείο. Την έχω κι αυτήν. Είχαμε ξοδέψει κέρατα – εφτά ολόκληρα χιλιάρικα. Λεωφορείο επιστροφής ήταν ένα μισό με καθίσματα και μισό για τις αποσκευές. Η μάνα μου βρήκε τρόπο να ειδοποιήσει τα ξαδέρφια της Τζιτζιφαίους και Βλαχόπουλους από το Λιτόχωρο και με το καΐκι τους, τον Άγιο Νικόλαο, μας έβαλαν φλοκάτες στην κουβέρτα και γυρίσαμε μέσω της διώρυγας της Ποτίδαιας. Έπιασε μπουκαδούρα. Η μηχανή χάλασε και την έφτιαξαν στη μέση του Θερμαϊκού. Ταξιδεύαμε ολόκληρο το βράδυ και το πρωί, ξημερώματα, είδα την Σαλονίκη. Άντε γεια.

Για τον Μαρμαρά έλεγαν ότι δεν έχει γέρους, επειδή πέθαιναν λόγω του κλίματος. Σε σχέση με τους καμπίσιους και τους ορεινούς που γνώριζα, δεν θα έλεγα ότι ήταν πολύ φιλόξενοι.

Ήταν η πρώτη γνωριμία με την Σιθωνία.