Skip to main content
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Μυλοπόταμος

Ο μοναχός, μειδιών παραστάτης.

Φίλος είναι ο διαβάτης που αισθάνεται οικείος με το σκήνωμά σου, ακόμη κι αν δεν τον ξέρεις λόγω έντονου, δημιουργικού βλέμματος. Συχνά, μισή ώρα φτάνει και περισσεύει, κι όταν περισσεύει, τριάντα και σαράντα χρόνια δεν επαρκούν. Είναι η περίπτωση του γέροντα Επιφανίου στη ζωή μου.

Ο Μυλοπόταμος είναι κάθισμα υπαγόμενο στη Λαύρα, στην ανατολική αθωική ακτή. Τα ακρωτήρια σε αυτήν την πλευρά του Όρους συνήθως έχουν χαρακτηριστικά κτίσματα, σπανίως κατοικημένα, πασίγνωστα από αρχεία, μαρτυρίες και αξιέραστη θέα για τον τυχερό.

Τον αναδεκτό του χώρου, τον Επιφάνιο, γνώρισα πριν έτη τριάντα στο γονικό της Αγροσυκιάς, μαζί με μία παράταξη ζώντων και τεθνεώτων όντων, τον Γιώργο Πούπη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, τον Κωνσταντίνο Ζουράρη, και πολλούς ακόμη Τσηλότατους γιατρούς του βίου, και η ημέρα που ήρθε ο Επιφάνιος σημάδεψε επιτολή ενός αστέρος. Η φιλία ήταν δεκαετής που κορυφώθηκε στο σπιτικό της Περαίας σε μία μεσαιωνική μαγειρία με μυστικά φυλαγμένα σε ανόμοιες κρύπτες που μας αποκάλυπτε άλλος χαρακτήρας που εκοιμήθη και έλαμπε, ο γέροντας Ιερόθεος με τέσσερις χιλιάδες άλογα στο άρμα του, ακριβώς κάτω από την Θεοτόκο Παναφονίτισσα που χάρη στη φιλοξενία του διάβασα τα Πρακτικά όλων των Οικουμενικών Συνόδων.

Ένα βράδι κοιμήθηκα στον Μυλοπόταμο και ήταν σαν είκοσι χρόνια φιλοξενία σε θεοσκέπαστο πύργο, πανταχόθεν να βροντάνε κύματα και η περιοδική επαναφορά μιας κραυγής της Φύσης, και αξέχαστους διαλόγους κάτω -ο βράχος του πύργου ήταν δεμένος με κινητή γέφυρα και από τα ύψη φαίνονταν τα μόλις φυτεμένα αμπέλια, είχα την τιμή να γράψω κείμενα για το πρώτο ημερολόγιο του Μυλοποτάμου και να εκτιμήσω τις μελετημένες τελετές του που ανύψωναν τον μαϊντανό, το πηχτό κρεμμύδι και το ατίμητο κρασάκι σε πομπή ψαροφαγίας, μετατρέποντας εμέ, τον κρεατοφάγο, σε υμνητή οσπρίων.

Τον έχω στην καρδιά μου είτε με ορθάνοιχτη συνείδηση είτε τώρα που εκοιμήθη. Στον νέον αιώνα, ήμουν και ήταν αλλού και αλλαχού -αφού ξαφνιάστηκα όταν προ δεκαετίας ανταμώσαμε πάλι και φωτογραφηθήκαμε ήρεμοι, ωσάν μαγνάτοι άλλης εποχής, κι ας κρέμονταν επάνω μας τα κουρέλια  από λαμπρές νίκες και επονίδιστες ήττες.

Από τότε που τον γνώρισα, παραμένει αξέχαστος, πανέξυπνος, κρυπτικά σοφός. Κι εκείνη η προφορά του, από παραστρυμόνια και πιερικά μαλακά βουναλάκια, να κατάγεται από τα «Δάτου αγαθά» στα λοφώδη της Νικήσιανης, μεταξύ Σκαπτησύλης και Θασίας Λατομίας.

Κοιμού εν ειρήνη, Γέροντα, με το χέρι να σπας τα λαχανικά και στη μαγειρία να προσθέτεις την φροντίδα σου.