Skip to main content
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
Όταν ο Βιομηχανικός δεν είναι βιομηχανικό προϊόν

Παρακολουθώντας στην ΕΡΤ3 την εκπομπή «Ποιος σκότωσε τους Νεάντερταλ;» (υπότιτλοι από VideoPress SA - StudioWorks), η οποία επαναπροβλήθηκε προσφάτως (πρώτη προβολή στην ΕΡΤ3: 13/01/2021) βρίσκουμε μπροστά μας σε κάποιο σημείο μια μεταφραστική απόδοση στους υπότιτλους η οποία είναι εύλογο να μας προβληματίσει αναφορικά με το πώς λέμε στα ελληνικά τον όρο Biomechanics.

Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα ξεκαθαρίζοντας τι δηλώνει ο όρος Biomechanics: Πρόκειται για κλάδο τής Βιοφυσικής (δηλαδή του διεπιστημονικού κλάδου Βιολογίας και Φυσικής ο οποίος μελετά τα φυσικά φαινόμενα σε σχέση με την έμβια ύλη) που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή των αρχών και των μεθόδων τής Μηχανικής στη Βιολογία και στην Ιατρική, ιδίως δε σε σχέση με την κίνηση και τη δομή των έμβιων οργανισμών· δημοφιλείς εφαρμογές του είναι ο σχεδιασμός οργάνων μέτρησης, ιατρικών συσκευών και ιατροτεχνολογικών προϊόντων, καθώς και η μοντελοποίηση ανθρώπινων οργάνων.

H λέξη biomechanics απαντά για πρώτη φορά στην αγγλική με αυτήν τη σημασία στα 1933 στο Ιατρικό Λεξικό τού Στέντμαν (στη 12η του έκδοση) με ορισμό «the science of the action of forces, internal or external, on the living body». Στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο, είχε εμφανιστεί και ήδη από μια δεκαετία νωρίτερα με μια διαφορετική σημασία — για να περιγράψει τις τεχνικές που είχε ξεκινήσει να εφαρμόζει στο θέατρο, στο τότε Πέτρογκραντ, απ' τα 1918 ο Βσέβολοντ Εμίλεβιτς Μεγιερχόλντ για την εκπαίδευση των ηθοποιών, και τις οποίες είχε ονομάσει биомеханика /μπϊομεχάνικα/.

Η εκπομπή λοιπόν σε κάποιο σημείο αναφέρει: «Στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βελγίου, στο εργαστήρι βιομηχανικής...» και στην επόμενη σκηνή που εμφανίζεται να μιλά ο καθηγητής τού υπόψη εργαστηρίου Σερζ Φαν Σιντ Ζαν, η καρτέλα για τον τίτλο του αναφέρει «Βιομηχανικός». Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι οι αποδόσεις αυτές, για τις γαλλικές λέξεις biomécanique και biomécanicien αντίστοιχα, ΔΕΝ είναι λανθασμένες· η απόδοση «βιομηχανική» χρησιμοποιείται (κι είναι και λεξικογραφημένη στο Χρηστικό Λεξικό τής Ακαδημίας Αθηνών), ιδίως στον σύμπλοκο όρο «αθλητική βιομηχανική» για τον κλάδο τής βιοκινητικής-αθλητιατρικής που εξετάζει τους μηχανισμούς κίνησης των αθλητών — κι όταν η επιστήμη καλείται «βιομηχανική» τότε εύλογα ο αντίστοιχος επιστήμονας γίνεται «βιομηχανικός». Παλιότερα, όταν ο όρος στην ελληνική ήταν πιο φρέσκος, κάποιοι χρησιμοποιούσαν ενωτικό για να αποφευχθεί το μπέρδεμα με το κοινότατο βιομηχανικός/-ική ( = industrial) τής γενικής γλώσσας, κι έτσι έγραφαν (ίσως κάποιοι να το κάνουν ακόμη) «βιο-μηχανικός».

Σημειώστε, ωστόσο, ότι εδώ και «η βιομηχανική» και «ο βιομηχανικός» είναι ουσιαστικά (τα οποία προέκυψαν από την ουσιαστικοποίηση επιθέτων) και όχι επίθετα· το φαινόμενο να αυτονομείται ένα επίθετο σε έναν συνδυασμό γένους-αριθμού και να αποκτά δική του, αυτοτελή σημασία, η δε συντακτική θέση και χρήση του να είναι ουσιαστικού κι όχι πλέον επιθέτου, είναι συχνότατο στην ελληνική γλώσσα — κι έτσι λέμε «τα μαθηματικά» για την επιστήμη των αριθμών και «ο μαθηματικός» για τον αντίστοιχο επιστήμονα, και «το επώνυμο» για το οικογενειακό όνομα (το λεγόμενο και «επίθετο») κι «οι επώνυμοι» για τα ευρύτερα γνωστά πρόσωπα, τα αναγνωρίσιμα άτομα. Ίσως επομένως κάποιος να πει πως τα ουσιαστικά βιομηχανική-βιομηχανικός παραπέμπουν ευθέως και χωρίς ιδιαίτερα περιθώρια για παρανοήσεις στον όρο biomechanics· αλλά βέβαια όταν έχουμε το επίθετο «βιομηχανικός» σε σύμπλοκο (όπως λ.χ. «βιομηχανική διεργασία») δεν είναι αυτόματη η αντιστοίχισή του σε κάποια από τις σημασίες biomechanical ή industrial — και για αυτό θα απαιτηθεί κατά περίπτωση και η μελέτη τού περικειμένου εντός του οποίου βρίσκεται ο εν λόγω όρος. Αυτό είναι φυσιολογικό στη γλώσσα — για παράδειγμα το συγκείμενο θα ξεκαθαρίσει εάν κάτι «φυσιολογικό» είναι physiological ή ξερωγώ normal ή natural.

[Παρενθετικό σχόλιο: Είδατε τι ωραία είναι η αγγλική, που επειδή έχει διαφορετικές γλωσσικές ροές εισόδου λέξεων στη γλώσσα (συνήθως: γερμανική, νορδική, λατινική —απευθείας και μέσω της γαλλικής—, ελληνική) έχει τη δυνατότητα να τηρεί διακρίσεις με διαφορετικές λέξεις (λ.χ. industrial-biomechanical· engineer-mechanic· super-hyper-ultra-· multi-poly-· speed-velocity-rapidity-celerity συν το πρόθημα tachy-) για τις οποίες προκειμένου να τις αποδώσουμε στην ελληνική αναγκαζόμαστε να σκαρφιζόμαστε διαφοροποιήσεις περιοριζόμενοι σε μία ή άντε στην καλύτερη δύο ρίζες;]

Τέλος πάντων, ίσως να διαπιστώνετε κι εσείς μια κάποια αμηχανία με τη βιομηχανική· και δεν θα 'χετε άδικο: Πράγματι η συγκεκριμένη απόδοση παραμένει δευτερεύουσα, με βασική την «Εμβιομηχανική»· το προθεματικό εμ- (εν-) καθιστά τον όρο κρυστάλλινα διαυγή και σαφέστατο στην ελληνική, απομακρύνοντας κάθε σκόπελο δυνητικού μπερδέματος ή έστω απορίας που θα κάνει τον θεατή ή ακροατή να κοντοσταθεί αναρωτώμενος για τι πράμα μιλάμε. Η προαναφερθείσα αμηχανία με τη «βιομηχανική» χειροτερεύει περισσότερο, όπως ήδη σημείωσα πιο πάνω, όταν ο όρος είναι επιθετικός προσδιορισμός ή επίρρημα· για παράδειγμα, τα «βιομηχανικά ατυχήματα» μάλλον δύσκολα θα αποφευχθεί να γίνουν αντιληπτά ως κάτι άλλο από ατυχήματα σε βιομηχανίες κι άρα ίσως να μην αρκεί με τίποτα το συγκείμενο για να ξεδιαλύνει το νόημα του κειμένου για τον λήπτη του — ενώ κι εγώ παλιότερα είχα σημειώσει σε σχόλιό μου το 2011 στο μεταφραστικό φόρουμ Lexilogia ότι ένα biomechanically που είχα βρει σε κείμενο που δούλευα τότε, αν κάποιος μηχανικά το απέδιδε «βιομηχανικά» θα προέκυπτε ένα αστείο (ή τέλος πάντων νοηματικά αδιαφανές) αποτέλεσμα.

Την εμβιομηχανική λοιπόν θα την βρείτε (μεταξύ άλλων) σε Ανώνυμα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (όπως στο ΕΜΠ, στο ΕΚΠΑ, στο ΑΠΘ, στο ΔΠΘ, στο Παν. Πατρών, στο Παν. Ιωαννίνων, στο Παν. Θεσσαλίας, στο Παν. Δυτικής Αττικής, στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας, στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο), στην ορολογική βάση τής Ευρωπαϊκής Ένωσης «Διαδραστική Ορολογία για την Ευρώπη» (ΙΑΤΕ), στα μεταφραστικά φόρουμ (Lexilogia, ProZ, translatum), στην ελληνική νομοθεσία (ΠΔ 61/2010, διάφορες Υπουργικές Αποφάσεις), στο αποθετήριο πανεπιστημιακών συγγραμμάτων τού Κάλλιπου, σε βιβλίο τού ΟΕΔΒ απ' το 2011, στο 11ο τεύχος τού Δελτίου Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ) της Ακαδημίας Αθηνών (2012), σε πλήθος εμπορικών πανεπιστημιακών συγγραμμάτων κ.ά. βιβλίων (Παρισιάνου, Βασιλειάδης, Πασχαλίδης, University Studio Press, Gutenberg, Αφοί Κυριακίδη, Κωνσταντάρας, SportBook, Σύγχρονη Εκδοτική — το παλιότερο βιβλίο που υπάρχει στις σχετικές βάσεις δεδομένων χρονολογείται απ' το 1997) και —το κυριότερο— στους ίδιους τους επιστήμονες του κλάδου, που έχουν ιδρύσει απ' το 2004 την ΕΛΕΜΒΙΟ, ήτοι την «Ελληνική Εταιρία Εμβιομηχανικής»· μάλιστα το 2018 υπέβαλαν στο Υπουργείο Παιδείας σχέδιο δράσης για την Ελληνική Εθνική Ημέρα Εμβιομηχανικής (National Biomechanics Day). Και φυσικά η λέξη «εμβιομηχανική» λημματογραφείται χορταστικά στο Χρηστικό Λεξικό τής Ακαδημίας Αθηνών.

Πού ΔΕΝ θα την βρείτε την εμβιομηχανική; Δεν υπάρχει στην 5η (δηλ. την τρέχουσα) έκδοση του Λεξικού τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας (παναπεί του μεγάλου λεξικού τού Μπαμπινιώτη), επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου ότι η χρήση σωμάτων κειμένων για την κατάρτιση του εν λόγω λεξικού ήταν ισχνή, πλημμελής ή/και ανεπαρκής — όσο και να μ' έχουν διαβεβαιώσει συντελεστές του πως υπήρξε και μάλιστα εκτεταμένη χρήση σωμάτων· διότι δεν μπορεί εν έτει 2019 να χάνεις απόλυτα εδραιωμένους όρους όπως εμβιομηχανική, γενόσημο, υδατοδρόμιο, ρευστομηχανική, τροχόδρομος κ.τ.π. (κι όπως βλέπετε δεν αναφέρω καν αργκοτικές λέξεις), που απαντούν στη νομοθεσία και τις οποίες συναντά κανείς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κι όταν μιλάμε για «σώματα κειμένων» αναφερόμαστε σε έναν απ' τους σημαντικότερους γλωσσικούς πόρους για τη σύγχρονη λεξικογραφία: πρόκειται για ένα σύνολο αυθεντικών γλωσσικών δεδομένων (γραπτών κειμένων, απομαγνητοφωνήσεων κ.ά.) που συλλέγονται με συγκεκριμένα γλωσσολογικά και στατιστικά κριτήρια για να είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο της εξεταζόμενης γλωσσικής ποικιλίας· ήταν δε κεφαλαιώδους σημασίας για να μπορέσει να ξεφύγει η λεξικογραφία απ' το παραδοσιακό επίπεδο (αντιγραφή παλιότερων λεξικών, διαιώνιση λέξεων που δεν χρησιμοποιούνταν πλέον, προσθήκη νέων λέξεων μόνον από λίγους ειδικούς κι όχι από την τρέχουσα-ζωντανή γλώσσα των φυσικών ομιλητών, τεχνητά παραδείγματα χρήσης, παραθέματα μόνον από πολύ συγκεκριμένου εύρους «δόκιμο» γραπτό λόγο, αδυναμία έγκαιρης αντίληψης της γλωσσικής αλλαγής ώστε να λημματογραφηθεί δεόντως κ.τ.π.) και να καταστεί ουσιώδης και πραγματικά επιστημονική η λειτουργία της.

Επίσης απουσιάζει εντελώς απ' το σχετικό λήμμα τής Βικιπαίδειας — το οποίο αναφέρει αποκλειστικά και μόνον τη «βιομηχανική»· είναι σαν οι συντάκτες τού σχετικού λήμματος να μετέφρασαν απλώς το άρθρο από κάποια άλλη γλώσσα, καθότι είναι πρακτικώς αδύνατον κάποιος που έχει έστω και την πιο απέξω-απέξω σχέση με το αντικείμενο να μην έχει υπόψη του την εκτεταμένη (διάβαζε: την κυρίαρχη) χρήση τού όρου «εμβιομηχανική». Επομένως εδώ το δίδαγμα για τον επαγγελματία γραφιά είναι: Μην βασίζεστε αποκλειστικά σε ένα και μόνον από τα μείζονα λεξικά· μην εμπιστεύεστε τυφλά τη Βικιπαίδεια.

«Και με το Bioengineering, κύριε, τι κάνουμε;» Ναι, σωστά... ας το ιδούμε κι αυτό. (Είπαμε, απίστευτα ευέλικτη η αγγλική σε κάτι τέτοια!) Έχει προταθεί η διάκριση μεταξύ biomechanics και bioengineering να μεταφέρεται μεταφραστικά με τη διάκριση εμβιομηχανική και εμβιομηχανολογία ή και απλώς βιομηχανολογία (αφού εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης με το industrial) — οι περισσότεροι τηρούν τη διάκριση, και μάλιστα η «βιομηχανολογία» είναι συχνότατα απαντώμενη διαδικτυακά λέξη (κι ας είναι αθησαύριστη και στο Χρηστικό Λεξικό τής Ακαδημίας και στο μεγάλο λεξικό τού Μπαμπινιώτη — αυτά περί «χρήσης σωμάτων κειμένων» και των σχετικών ισχυρισμών από λεξικογράφους). Απ' την άλλη, ορισμένοι αποδίδουν ως (εμ)βιομηχανολογία ΚΑΙ το biomechanics — πάντως, λίγοι. Κι έχουμε και τον Κλειδάριθμο, του οποίου το βιβλίο της Εμβιομηχανικής αφορά το Bioengineering — κι ίσως γι' αυτό να φρόντισαν να το προσθέσουν εντός παρενθέσεων στον τίτλο.

Βέβαια στην αγγλική το engineer είναι και ρήμα, και μάλιστα μεταβατικό· για αποδόσεις όμως του ρήματος και της παθητικής μετοχής η χρήση τού ουσιαστικού δεν μας βοηθά ιδιαίτερα. Εκεί θα χρειαστεί να πάμε στην επίσημη απόδοση του engineering ( = μηχανίκευση), οπότε θα έχουμε κατ' αντιστοιχία ρήμα «βιομηχανικεύω» και bioengineered = βιομηχανικευμένος. Όμως προσωπικά δεν βλέπω κάτι τέτοιο να 'χει ιδιαίτερη τύχη· αντιθέτως προβλέπω ότι το «εμβιομηχανικός», πέρα από τίτλος για επιστήμονες (βλ. biomécanicien), κάλλιστα μπορεί να λειτουργεί και ως επιθετικός προσδιορισμός: bioengineered teeth = εμβιομηχανικά δόντια, bioengineered skin = εμβιομηχανικό δέρμα.

Καταληκτικά, ο χαρακτηρισμός «εμβιομηχανικός» είναι προς το παρόν ουδέτερος ή και εύσημος — τα προϊόντα της έρευνας στην εμβιομηχανική και τη βιομηχανολογία κάνουν καλό σε πάρα πολλούς ανθρώπους. Ίσως και γι' αυτό βλέπουμε σημασιακά να επεκτείνεται η χρήση του και σε άλλα αντικείμενα — όπως π.χ. στα τρόφιμα (όπου σταδιακά αντικαθιστά τον, στιγματισμένο για κάποιους, όρο «γενετικά τροποποιημένος»). Και πάντως σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια λέξη που θα την απαντούμε όλο και συχνότερα — κι άρα εύλογα ελπίζουμε να μην την χάσει πάλι ο Μπαμπινιώτης· τουλάχιστο στην 6η του έκδοση.