Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Πανηγύρια

Στα σχόλια που διαβάζω καθημερινά, συχνά απαντώ τη λέξη «πανηγύρι» με απαξιωτικό τρόπο. «Πανηγυράκι» το ένα γεγονός, «αθλητική εμποροπανήγυρη» το άλλο. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να συμμεριστώ τις αρνητικές αντιδράσεις κάποιου για την Eurovision ή για αθλητικά γεγονότα που έχουν έναν γιγαντισμό. Αλλά αυτή η λέξη, το πανηγύρι, δεν μου κάθεται καλά.

Οι πανηγύρεις ήταν και είναι μιά περιοδική εμπορική δραστηριότητα, στο πλαίσιο ή στο περιθώριο μιάς θρησκευτικής γιορτής, κι όχι μόνο. Έρχονται από πολλά μέρη έμποροι με την πραμάτεια τους και στήνουν προσωρινά καταλύματα, προσελκύοντας πελάτες. Αυτοί οι έμποροι ξεκίνησαν από πολύ παλιά χρόνια. Ακολουθούσαν στρατούς, έπιαναν τόπο στις αρχαίες αγορές. Την παραδοσιακή τους μορφή την απέκτησαν βαθειά μέσα στον μεσαίωνα. Συχνά, σε βυζαντινά έγγραφα, καταγράφεται το τέλος που πλήρωναν οι αρχές ενός χωριού, ως δικαίωμα για να έχουν το πανηγύρι τους. Όσο στρεφόμαστε πρός την Δύση, τα πανηγύρια γίνονται με τον καιρό σε μόνιμες εγκαταστάσεις, τους μαρκάδες. Ακόμη και σήμερα, δύσκολα θα συναντήσεις δυτικοευρωπαϊκή πόλη που να μη έχει μιά αγορά τροφίμων ή άλλων ειδών, όπου οι έμποροι, ο καθένας στο πόστο του, εξυπηρετεί την αγορά. Στην καθ΄ ημάς ανατολή, οι πόλεις διέθεταν μιά εβδομαδιαία αγορά, αυτήν που λέμε και σήμερα «παζάρι», αλλά και μιά μεγάλη ετήσια εμποροπανήγυρη, συνήθως αρχές του φθινοπώρου, που χρησίμευε για την αγορά αγαθών, ζώων και υπηρεσιών που χρειαζόταν τακτική ανανέωση, αλλά όχι πολύ συχνή. Δίπλα στις εμποροπανηγύρεις, έφταναν και θεατρικά μπουλούκια, λουναπάρκ, πρόχειρες ταβέρνες, τυχερά παιχνίδια, αλλά και παιχνίδια για παιδιά και μεγάλους.

Το φαινόμενο δεν τα κατάφερε να επιβιώσει καλά στην μεταπολεμική περίοδο. Ειδικά, μετά την μεταπολίτευση, έχει διασωθεί σε ελάχιστα μέρη, χωρίς την ένταση και την πολυμορφία που διέθετε. Η μόνη από αυτές τις λειτουργίες που διατηρείται σε σχετική ακμή είναι οι «λαϊκές». Ξεκίνησαν από την ανάγκη να πουλάει κάποιος μπαχτσεβάνης ή παραγωγός την πραμάτεια του, σήμερα είναι μιά ιδιότυπη μορφή κλασικού εμπορίου, που ο κόσμος την προτιμά και οι ρεπόρτερς την λατρεύουν.

Την εχθρότητα για τα πανηγύρια, δεν την καταλαβαίνω, αλλά μπορώ να την εντοπίσω στην τάση του «εκσυγχρονισμού», ενός όρου από λάστιχο που γεννήθηκε μαζί με τις πολυκατοικίες, το αυτοκίνητο, την «καλύτερη ζωή», τις «αξιόπιστες υπηρεσίες» και όλα τα συνοδευτικά ενός αστικού βίου. Πολλές μορφές έκφρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων εξαφανίστηκαν έτσι, και μάλιστα με την σταθερή θέληση αυτών που τις διαμόρφωναν. Η έκρηξη του καταναλωτισμού έφερε μιά «ηθική» απαξίωση των πανηγυριών, που άρχισαν να χάνουν τους εύπορους πελάτες και να φέρνουν κάτω από τις τέντες τους προϊόντα ειδικά σχεδιασμένα για την φτωχολογιά. Κι έτσι, η έκφραση «για τα πανηγύρια» πήρε τον δρόμο της.

Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ να λησμονήσω τα πανηγύρια, όπως και δεν ξεχνώ τα παζάρια. Την ειδική ατμόσφαιρα της μέρας, στην κωμόπολη που γινόταν. Την έλευση των κατοίκων από τα χωριά, να εφοδιαστούν με εργαλεία και προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες. Την βραδυνή ατμόσφαιρα, με τα λουξ να φωτίζουν τα παραπήγματα και τα αντίσκηνα, ενώ ο κόσμος περνούσε σε μεγάλους αριθμούς, ανάμεσα στους πλανόδιους. Τους τελάληδες και τον γύρο του θανάτου. Τα θέατρα και τις κούνιες. Εκείνην τη κνίσσα από το κρέας, της γριάς το μαλλί, τα παράξενα παιχνίδια, τις παράξενες (και άχρηστες) εφευρέσεις. Καμία Eurovision και κανένα αθλητικό μεγάλο γεγονός δεν μπορεί ποτέ να αποκαταστήσει την ατμόσφαιρα ενός πανηγυριού. Τέρμα.