Skip to main content
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Poetry sleeves

H ποίηση δεν είναι έδεσμα για χόρταση. Είναι πάντως ορκισμένη έχθρα της μουσικής, ενώ προΐσταται της ηδυσμένης προσωδίας. Για την ακρίβεια, ο Βάρναλης απαγγέλει πρίμα και μονοφωνικά, ο Εμπειρίκος με σγουρές απολήξεις μιας τραγικής ειρωνείας, ο Εγγονόπουλος υποτάσσεται στο εντυπωσιακό θεατράλε ενός μουεζίνη ψυχών. Αυτοί που επιθυμούν να καταλάβουν την ποίηση, ακολουθούν την «κρατημένη» απαγγελία που δίδαξαν ο Σεφέρης, ο Γιώργος Σαββίδης, ο πρόσφατα νεκρός Σουλιώτης. Δεν υποδύονται ποιητικούς ρόλους. Δεν είναι φανταιζίστες. Είναι ηδονικοί ψαλτάδες, ανέστιοι χοτζάδες και χαχάμηδες χωρίς συναγωγή. Απαγγέλουν ήχους που φαιδρύνουν τον Λόγο. Ποίηση θεωρώ τους τέρποντες τον Λόγο ήχους, κατά μία παλαιότερη εκδοχή.

Τριάντα χρόνια στις αμερικάνικες φτωχογειτονιές γεννήθηκε η ραπ, τυπικό παιδί της ραψωδίας. Και η χώρα της ραψωδίας, που βλάστησε πάνω στους ανάστροφα γυρισμένους ήχους του έπους του Γιγλαμές, εκθέτει εαυτήν ακόμη, συνδυάζοντας «ποίηση μέσα σε μουσική» και άλλες μπίχλες. Μπίχλα είναι λέξη που δεν υπάρχει αυτοτελώς. Εγκαταλείποντας το ακαριαίο, το ανήκεστο και το βιαστικό ριμάρισμα του δρόμου χάριν επιφανών «ποιητικών εκδηλώσεων» που πάντα περιέχουν μουσικά σύνολα.

Μια φορά τον χρόνο, οι άνθρωποι, ακολουθώντας τον μηχανισμό που διαθέτει ο ΟΗΕ, χάνουν την μάσκα του αποφασιστικού, του γελοίου ή του συνηθισμένου όντος. Τα ματόκλαδά τους λάμπουν. Σηκώνουν τα φρύδια ώσπου να γίνουν τοξωτά. Γλαρώνουν το μάτι, με τρόπο τσακίρικο ή ρομαντικό, οπότε αν τους έβλεπε ανατολίτης πρόγονος, θα τους απέδιδε το επίθετο του γκιόραλη. Τα χείλη τους αποκτούν ηδυπαθές τρέμουλο, τα μέλη τους ατονούν. Είναι πλέον έτοιμοι για να δεχτούν μια δόση ποίησης στον τόπο και στον χρόνο τους. Είναι πρόθυμοι να δεχτούν ίσαμε τέσσερα δράμια Μαλλαρμέ, να γοητευτούν από ασήμαντα ρητά ενδεδυμένα απίστευτα γοητευτική στιχουργική, είναι πανέτοιμοι να μπερδέψουν την δουλειά του στιχουργού, το λειτούργημα του καψουρευτή, τις ενατενίσεις των ρομαντικών Άγγλων και των στοχαστικών Γερμανών, τις απαγγελίες των Ελλήνων παλαιών ποιητών που διασώζονται, να θυμηθούν στίχους αυτοκτονημένων και τέως υπαλλήλων του δημοσίου που το είδαν δημιουργοί. Είναι έτοιμοι, προπονημένοι και σε φόρμα για την παγκόσμια Ημέρα ποίησης.

Θα το πούνε το ποίημα κρατώντας ένα λουλούδι, θα μιλήσουν για τα παιδιά που είναι αθώα, θα ρωτήσουν γιατί δεν υπάρχει παγκόσμια ειρήνη, θα σιχτιρίσουν τους εμπόρους του πολέμου, (γιέ μου), θα νοσταλγήσουν τότε που ζούσαμε, τότε που το νάιλον ήταν μόδα και το ντιντιτί το μόνον της ζωής εντομοκτόνο, θα κλάψουν για τα νιάτα που δεν πρόλαβαν να ζήσουν. Ακόμη και οι προσευχές προς το Θείον θα είναι έμμετρες. Και (το τραγικότερο) θα συσπειρωθούν. Οι ποιητές με τους ποετάστρους, οι στιχάκηδες με τους μπεμπελάκηδες, οι μικρομέγαλοι με τις κυρίες με τας καμελίας, οι άφρονες και οι δειλοί. Θα διαβάζουν ποιήματα σε εκδηλώσεις. Και παντού, υποχρεωτικά, όπου υπάρχει μουσική, θα είναι μπαλάντα, θα είναι με κιθάρα ή άρπα, θα άδει κάποιος ξελιγωμένος από ευαισθησία. Δεν υπάρχει ποίηση στο χάρντ ρόκ, δεν υπάρχει ποίηση με τουμπελέκι, μήτε Τυρταίος σε αυτό το spleen. Κανένας δεν θα χτυπάει ρυθμικά παλαμάκια, κανένας δεν θα θυμηθεί ποιήματα που μιλάνε για πόλεμο, ήρωες, ταψιά με μπακλαβάδες, κρεμαγιέρες και σκουληκαντέρες. Κανένας στίχος δεν θα περιέχει μπινελίκι. Η ημέρα της Ποίησης, είναι αυστηρά στραμμένη στον επίπεδο άνθρωπο, που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάθλιψης. Όπως, κατά κοινή παραδοχή είναι όλοι οι ποιητές. Άνθρωποι ητοτπαθείς, μαλακοί, τρυφεράντζες και με το λούλουδο στο χέρι. Και με συμβολικούς πίνακες πάνω από τους στίχους τους. Πανανθρώπινοι.

Μετά, έρχεται η 22η Μαρτίου και κάθε κατεργάρης θα επιστρέψει στον πάγκο του στην γαλέρα, για να γοητεύεται έως την άλλη 21η Μαρτίου με το νταπαντούπα των κουπιών και την γάτα με τις εννιά ουρές του ναύκληρου. Ωραίος στίχος μπορεί να γίνει αυτό, ειδικά εάν έχεις καταναλώσει ρεαλισμό με εσάνς Καββαδία, μέσω κουπλέ και ρεφραίν.