— Διάβασα την “κριτική” της Γιώτας Τεμπρίδου «Εγώ η αναγνώστρια, η Γεωργία Διάκου, η Λαβίνια Σουλτς» (Φρέαρ, Ιανουάριος 2025).
Παραθέτω:
«Συνήθως τα βιβλία δεν έχουν ίδια ονόματα με τους ανθρώπους. Εκτός πια αν σε λένε Λωξάνδρα, Τζέιν Έιρ, Πέδρο Πάραμο. Το βιβλίο με τον τίτλο-ονοματεπώνυμο Λαβίνια Σουλτς μού συστήθηκε τον Μάρτιο του 2023, ελάχιστα μετά την κυκλοφορία του από τη Θράκα. Ξεκίνησα να το διαβάζω στις 10 του μηνός, κατεβαίνοντας στη συγκέντρωση στην Αριστοτέλους. Οι τριάντα σελίδες που πρόλαβα να διαβάσω τότε, σε συνδυασμό με την πνιγμένη στον κόσμο πλατεία, δεν έφτιαξαν απλώς τη μέρα και τη νύχτα, έκαναν –μέσα μου– πολύ περισσότερα. Λίγες μέρες μετά, το τελείωσα. Ακόμα λίγες μέρες μετά, ξεκίνησα να το διαβάζω ξανά, αποκλειστικά στο σπίτι αυτή τη φορά και όλο δυνατά. Έτσι είχαν την ευκαιρία να το ακούσουν και τα δυο γατιά μου. Δεν διαβάζω καθόλου συχνά ολόκληρα βιβλία δυνατά».
Το έχω διαβάσει κι εγώ το μυθιστόρημα, αλλά δεν υπέβαλα τις γάτες μου στη διαδικασία. Το βιβλίο αξίζει την προσοχή μας. Εύχομαι η Γεωργία Διάκου να γράψει ξανά πεζογραφία. Λίγο παρακάτω η κ. Τεμπρίδου γράφει:
«Σε ολόκληρο το βιβλίο οι παράγραφοι χωρίζονται μεταξύ τους με διάκενα. Σε άλλη περίπτωση η επιλογή θα με προβλημάτιζε, καθώς θεωρώ πως επηρεάζει, έστω και λιγάκι, την ανάγνωση, αφού καλεί σε παύση, έστω και μικρή. Εν προκειμένω μου λειτούργησε υποβλητικά: Φανταζόμουν τη Διάκου να γράφει μια παράγραφο, να σηκώνεται, να χορεύει, να γράφει άλλη μία».
Δεν ολοκλήρωσα προφανώς την ανάγνωση της “κριτικής”. Αντί σχολίου παραθέτω ένα εξαίρετο απόσπασμα από το «Εστέτ: Πώς ένα μικρό καφέ έγινε η πιο χοτ άφιξη στη Θεσσαλονίκη» (Lifo, 31/1/25), που υπογράφει η Ζωή Παρασίδη:
«Και μπορεί να μην το έχουν εξοπλίσει με βινύλια –όπως είναι η τελευταία τάση– αλλά από το λάπτοπ τους παίζουν από UK grime μέχρι ʼ70s Arabian psychedelic και ʼ80s punk από την Καμπότζη. Θα μου πείτε, “τι χιπστερίλα είναι αυτή;”. Καμία σχέση, απλώς παίζουν ό,τι τους αρέσει, μια και περνάνε όλη τους τη μέρα εκεί. Παράλληλα, αν και μικρό, το Εστέτ είναι στημένο με πολύ cozy τρόπο, έτσι που όλοι όσοι το επισκέπτονται μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους».
— Από την κριτική ας περάσουμε στο συναφές θέμα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2024, που ανακοινώθηκαν την Παρασκευή 31/1.
Δεν θα σχολιάσω ευθέως τα βραβεία. Θα παραθέσω σημεία από το «σκεπτικό βράβευσης» που συνοδεύει την ανακοίνωση – οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου:
«Ο Παντελής Μπουκάλας (Λεσίνι Αιτωλοακαρνανίας, 1957) παραμένει επί σειρά ετών ενεργός διανοούμενος, βουτηγμένος κυριολεκτικά στις λέξεις της ελληνικής γλώσσας [...]. [...] άνθρωπος των Γραμμάτων με σταθερή και συνεπή παρουσία στον δημόσιο βίο, με νηφάλιες, υψηλόφρονες παρεμβάσεις, πρωτίστως με κοινωνικό πρόσημο, προσωπικότητα χαμηλών τόνων, γενναιόδωρος και ακάματος υπηρετεί την ελληνική λογοτεχνία και την κριτική αποτίμησή της, υπηρετεί το ήθος της λογοτεχνίας [...]. [...] Αλλά και τη μόνιμη έγνοια του για την ελληνική γλώσσα, πεδίο ιδιαιτέρως αναπεπταμένο, γιατί με λέξεις, με λόγια, με στίχους διατυπώνονται οι πόθοι και τα πάθη των ανθρώπων, ατομικά πεπρωμένα, συλλογικές νοοτροπίες, τροχιές σε διασταύρωση».
«Η γλώσσα της είναι θαυμαστά κατεργασμένη, ενώ το ύφος της οιστρήλατο και εξευγενισμένο».
«Με ελλειπτικό λόγο και αποσταγμένο συναίσθημα καταθέτει ένα μεστό όσο και μελαγχολικό αφήγημα. [...] Η γλώσσα του στέρεη και πυκνή συντελεί στην άρτια ολοκλήρωση της ιστορίας του. Η συγγραφική συνείδηση μεταλλάσσει τον συλλογικό πόνο σε ατομική οδύνη, σε οδύνη που μεταδίδει συγκίνηση».
«Η ιστορία στηρίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις και μάλιστα σε περιόδους κρίσης. [...] Η θεματολογία και η πλοκή της νουβέλας παραπέμπουν σε ηθικά ζητήματα με χαρακτήρες-μυθικές φιγούρες αρχαίου δράματος. [...] Πρόκειται για ένα βιβλίο που περιγράφει τον παραλογισμό της ένοπλης βίας και αποδίδει υποβλητικά τον πόνο της εγκατάλειψης».
«Κληρονόμος αυτής της μνήμης και εντολοδόχος της ευθύνης της, η Γρίβα, την εκφράζει με συγκρατημένη επίγνωση της οδύνης και με κατασταλαγμένα τα εκφραστικά μέσα της για την άσκηση του δικαιώματος αυτού του λόγου, όπου πάντως κυρίαρχα είναι τα αισθητικά προτάγματα και όχι μία ποίηση στηριγμένη σε ιδέες».
Αξιοσημείωτο ότι κριτική επιτροπή λογοτεχνικών βραβείων δεν θεωρεί τις ιδέες, και δη στην ποίηση, αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής. Τι άραγε να είναι αυτά τα «αισθητικά προτάγματα», που χρήζουν μάλιστα και βραβείου; Επαναλαμβάνω ότι δεν παίρνω θέση για τα βραβεία. Προσπαθώ να αφουγκραστώ, όμως, τι πιστεύει η επιτροπή ότι καταλαβαίνει κανείς προτάσσοντας αυτό το «σκεπτικό».
Αναφέρω επίσης το «Ειδικό Κρατικό Βραβείο σε συγγραφείς που τα βιβλία τους προάγουν τον διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα» (υπογράμμιση στο πρωτότυπο)». Ποια είναι τα «ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα»;
«Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας αποφυλακισμένος Αλβανός, θύτης και θύμα ταυτόχρονα, που αγωνίζεται να επιβιώσει στο αφιλόξενο και απάνθρωπο περιβάλλον της επαρχίας, που βρίθει προκαταλήψεων. Η επανένταξη φαίνεται ανέφικτη σε μια κοινωνία που αποστρέφεται τα παραβατικά παιδιά της, αφήνοντάς τα να πνιγούν στη μοναξιά και την περιθωριοποίηση. Και παράλληλα αναφαίνεται και μια άλλη κοινωνική ομάδα, εκείνη των οικονομικών μεταναστών που κατατρύχονται από τις κακουχίες».
Το βραβείο δόθηκε στο Άδειος τόπος (Πατάκης 2023) του Γιάννη Νικολούδη. Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να είχε δοθεί και στο Η τελευταία αρκούδα του δάσους (Κίχλη 2023) του Άκη Παπαντώνη –που έλαβε το βραβείο στην κατηγορία «Διήγημα-Νουβέλα»– για το «ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα» της ανόδου της ακροδεξιάς. Στο τέλος του «σκεπτικού» για το συγκεκριμένο βραβείο διαβάζουμε: «Η άποψη που μειοψήφησε ήταν να μη δοθεί Ειδικό Βραβείο για τη βιβλιοπαραγωγή του 2023».
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το μυθιστόρημα του Νικολούδη συγκυριακά και μόνο θίγει το «ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα» για το οποίο έλαβε «Ειδικό Βραβείο». «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται από λυρική δύναμη η οποία έρχεται σε αντίστιξη με την αγριότητα των συνθηκών. Μέσα από τις ρηχές κοινωνικές σχέσεις και την καχυποψία αναδεικνύεται το κενό που συχνά κρύβεται πίσω από το προσωπείο της κοινωνικής συνοχής», διαβάζουμε για το βιβλιο του Νικολούδη. Να βραβεύεται δηλαδή κανείς και να απορεί για το πού έκανε λάθος.
Στο «σκεπτικό», σε κάποιο σημείο, αναφέρεται η νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη Ραδιοκασετόφωνο (Πατάκης 2023), που συζητήθηκε χωρίς όμως να βραβευτεί. Διαβάζουμε: «[...] εξελίσσεται σε μία ακριβή ακτινογραφία της κενότητας και της παθογένειας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας».
Για να κλείσω, το ίδιο το «σκεπτικό βράβευσης» γενικά, όπως ίσως αντιλαμβάνεται κάθε εχέφρων άνθρωπος που το διάβασε, συνιστά αφενός «ακριβή ακτινογραφία της κενότητας», αφετέρου υπόδειγμα του τρόπου με τον οποίο πιστεύει η κριτική επιτροπή, της οποίας προεδρεύει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, ότι οφείλει να αποτυπώνεται η κριτική αποτίμηση.
Εδώ ταιριάζει μια άποψη που διατύπωσε ο Απόστολος Δοξιάδης:
«Έμαθα ότι απονεμήθηκαν τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας για το 2024. Το σχόλιο μου: δεν πρέπει να υπάρχουν κρατικά βραβεία λογοτεχνίας -- και γενικά κρατικά βραβεία στην τέχνη. Από πού ως πού δηλαδή το κράτος δικαιούται να έχει επίσημη άποψη για το τι είναι καλύτερο και τι χειρότερο στη λογοτεχνία; Δεν δικαιούται. Ας μην μας τη λέει λοιπόν και ας μην τη περιβάλλει με τη αίγλη των 'βραβείων'.
Και για ποιο 'κράτος' μιλάμε δηλαδή; Για τους επιλεγμένους, φίλους ή γνωστούς ή και με άλλα υποκειμενικά κριτήρια επιλεγμένους, από υπουργούς και συμβούλους τους, ανθρώπους που συγκροτούν τις επιτροπές. Και να έπρεπε να έχει λόγο το κράτος για τις αξίες στη λογοτεχνία -- που δεν πρέπει να έχει -- με ποια έννοια το εκπροσωπεί η ομάδα που εκάστοτε συνιστά την επιτροπή; Μπορεί κάποιοι άνθρωποι εκεί μέσα να είναι αξιόλογοι. Ας βρεθούν όλοι μαζί λοιπόν σε ένα καφενείο και ας πουν "η παρέα μας απονέμει αυτά τα βραβεία"; Γιατί να είναι "κρατικά";
Είδαμε τις επιλογές του κράτους (δεν εννοώ ειδικά αυτή την κυβέρνηση και μόνο, εννοώ αυτή και όλες τις άλλες) στους πολιτιστικούς φορείς. Αυτές μόνο σπάνια, από στατιστικό λάθος, είναι καλές. Αλλά αυτές έχει το κράτος το δικαίωμα που του δίνει η ισχύς να τις κάνει, γιατί χρηματοδοτεί τους φορείς, οπότε έχει το καρπούζι άρα και το μαχαίρι. Αλλά γιατί πρέπει να υφιστάμεθα και το κράτος ως κριτή αισθητικής; Δεν πρέπει. Πρέπει να απαξιώσουμε, όσοι αγαπάμε τη Λογοτεχνία, αυτή την έννοια:
Κάτω τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας!
ΥΓ. Το σχόλιο δεν αποτελεί κριτική και δεν αφορά την ποιότητα των βραβευμένων βιβλίων, φέτος ή άλλες χρονιές. Αυτά μπορεί να είναι καλά ή κακά και ενίοτε, από στατιστικό λάθος, πολύ καλά. Αλλά αυτό δεν θα μας το πει το κράτος».
Σεβαστή θέση, αλλά επειδή ο κ. Δοξιάδης δεν έχει λάβει ακόμη Κρατικό Βραβείο διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για την αξιοπιστία της.