Skip to main content
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
Ας ανθίσουν χίλια τριαντάφυλλα

Δεν είναι μόνο πόσο διαφορετικά βλέπει ο καθένας το ίδιο έργο αλλά και το πόσο διαφορετικά αποτυπώνεται η θέαση αυτή σε ένα κείμενο (αν και πεποίθησή μου είναι ότι αυτά τα δύο δεν συνάδουν πάντοτε). Κείμενο το οποίο καθορίζεται τόσο από την ιδιότητα του συντάκτη –και από το πώς βλέπει τον εαυτό του και πώς επιθυμεί να τον βλέπουν οι άλλοι– όσο και από τους κώδικες και τα πρωτόκολλα γραφής που υπαγορεύει το κάθε μέσο στο οποίο εμφανίζεται το κείμενο.   

Γράφει ο Νίκος Ξένιος στο «Ακραία προκλητικός, ακραία ρομαντικός: «Φράνκενσταïν» της Λένας Κιτσοπούλου» στην Book Press (2/6/22),

«Η καλλιτέχνις, που η σκηνική της αυτοδιάθεση είναι επιδεικτικά τεράστια για τα ελληνικά (αλλά και για τα ευρωπαϊκά και για τα παγκόσμια) δεδομένα, ανοίγει τα πόδια επί σκηνής εκθέτοντας την «είσοδο» στις ωδίνες της κυοφορίας του έργου τέχνης, σε μια σκηνή επαναληπτικά προκλητική που θραύει τα γλωσσικά ταμπού του θεατή και καθιστά την παράσταση άβολη για ένα αστικό, επαναπαυμένο κοινό. Η μπροστινή μου κυρία, αφού άκουσε για είκοσι τουλάχιστον φορές τη λέξη «μουνάρα» από τη Λένα Κιτσοπούλου, κάποια στιγμή αναφώνησε: «Έλα! Φτάνει πια!». Κατ’ εμέ η εν λόγω κυρία περίμενε κάτι προκλητικό, αλλά όχι κάτι τόσο προκλητικό, κι αυτό είναι πράγματι πολύ κωμικό ως συνθήκη.

Όμως η κυρία Κιτσοπούλου δεν αρκείται στην πρόκληση, αλλά περνά και σε κριτική: η τεράστια γλυπτή αράχνη που επικρέμαται ως δαμόκλειος απειλή πάνω από τον οικογενειακό δείπνο, πέραν των ψυχαναλυτικών της αναφορών, συνιστά σαρκαστικό σχόλιο για το πρόσφατο αποτροπαϊκό απόκτημα του Ιδρύματος Νιάρχου. Κατ’ αντιστοιχίαν με αυτό, η κυρία Κιτσοπούλου καυτηριάζει ευθέως και την πρόσφατη, κουλτουριάρικη δημιουργία της Αργυρώς Χιώτη για τον Γιαννούλη Χαλεπά, κρίνοντας τη Στέγη εκ των έσω, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιεί την απόλυτα συστημική της θέση. Συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους, κατέληξα στο ότι η Στέγη  στεγάζει τον άγριο και ευαίσθητο κόσμο του «Φράνκενσταϊν» της, όσο ακραίος, γκροτέσκος και ρηξικέλευθος και αν φαντάζει, είτε γιατί ο αγαπητός μας θεσμός της λεωφόρου Συγγρού αρέσκεται στο να αυτοϋπονομεύεται, είτε γιατί απλώς η κραυγή της δημιουργού δεν τον απειλεί στην πραγματικότητα – αντιθέτως τον διαφημίζει».

Γράφει η Ρέα Γρηγορίου στο «Αποδομώντας μια τοξική κοινωνία» στην Καθημερινή (5/6/22):

«Από διαφορετικές οπτικές γωνίες μπορεί να δει ο θεατής την παράσταση «Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος» που ανέβηκε στη φιλόξενη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μια σκηνή που προσφέρεται για τις δυναμικές υποκριτικές, μουσικές και σκηνογραφικές παραμέτρους του θεατρικού κώδικα που προτείνει η συγγραφέας, σκηνοθέτις, ηθοποιός και εικαστικός Λένα Κιτσοπούλου. [...] Στον «Φράνκενσταϊν» επεξεργάζεται τον βικτωριανό μύθο ενός δημιουργού που έπλασε το ανθρωπόμορφο τέρας. Θεωρεί το τέρας δημιούργημα μιας απάνθρωπης κοινωνίας, εννοώντας την ελληνική. Τραβά το σκοινί έως τα άκρα, αποκαλύπτει τη διαστροφή στις ανθρώπινες σχέσεις κι επιχειρεί την εμβάθυνση στους τοξικούς δεσμούς της οικογένειας Φράνκενσταϊν, επηρεασμένη ολοφάνερα από την κουλτούρα του Λαρς φον Τρίερ. Αναδεικνύει την ομοφοβία, τον σεξισμό, την έμφυλη βία, την κοινωνική υποκρισία, τον ναρκισσισμό, την κατάχρηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον «χαμένο παράδεισο» υιοθετεί μια δυστοπική λογική, ότι δηλαδή όλα είναι άθλια και «τερατικά» κι ως εκ τούτου πρέπει να τα καταγγείλουμε και να τα διαλύσουμε. Η πρόθεση της αναδόμησης, ωστόσο, παραμένει ανοιχτή. Η Κιτσοπούλου στον «Φράνκενσταϊν» αποδομεί την τοξική κοινωνία προκαλώντας στον θεατή την αηδία και την απέχθεια, όχι όμως και την οργή του γι’ αυτήν. [...] Πάνω στο σκηνικό, οι σχηματισμοί των ομάδων υποκριτικής δεν είναι πάντοτε αυστηρά αιτιολογημένοι και η κινηματογραφική τεχνική του βίντεο συχνά επιβαρύνει το θέαμα προκαλώντας σύγχυση στον θεατή. [...] Το τρωτό σημείο της: η αδυναμία στην τέχνη της αφαίρεσης και η έλλειψη του μέτρου που θα διασφάλιζε την πολυπόθητη ισορροπία των σκηνικών δυνάμεων. Η Κιτσοπούλου εγκλωβίζεται σε μια αυτάρεσκη έκφραση χωρίς να ελέγχει κριτικά τον όγκο του δραματικού υλικού που επεξεργάζεται. Ετσι το αποτέλεσμα παραμένει μετέωρο. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή της στη διαμόρφωση του μοντερνισμού στο νεοελληνικό θέατρο είναι σημαντική».

Γράφει και ο Κώστας Γιαννακίδης στη σελίδα του στο Facebook (30/5/22):

«Περί θεάτρου η γνώμη μου δεν κοστίζει ούτε σεντ. Είμαι καλλιτεχνικά (και όχι μόνο) αμόρφωτος. Βρέθηκα στο Onassis Stegi, για να παρακολουθήσω την παράσταση «Φρανκενστάιν» της Λένας Κιτσοπούλου από έναν εξαιρετικό θίασο. Και η άγνοια μου με πρόδωσε. Δεν κατάλαβα τον συμβολισμό που μεταφέρει το αιδοίο της συγγραφέως, έτσι όπως εκτίθεται, μέσω κάμερας, σε γιγαντοοθόνη, δασύτριχο κατ’ επιλογή της, όπως διευκρινίζει, στα αισθητικά μέτρα των ‘80ς. Η ίδια είναι σε ένα κρεβάτι γυμνή από τη μέση και κάτω, σε στάση τοκετού, με την κάμερα ανάμεσα στα πόδια της. Συμβολίζει, μου είπαν, την ανάγκη του καλλιτέχνη να γεννήσει κάτι. Και καταγγέλλει την πολιτική ορθότητα. Οπως και ο γυμνός άνδρας που τσιρίζει. Όπως και ο gay Φρανκενστάιν που, αφού κάνει σεξ με το τέρας που δημιούργησε, επιδίδεται σε στοματικό έρωτα και εν συνεχεία συνευρίσκεται παθητικά με τον πατέρα του, Νίκο Καραθάνο. Αισθάνθηκα τόσο λίγος που δεν κατάφερα να καταδυθώ στο βάθος των συμβολισμών. Ισως αυτός να ήταν και ο σκοπός. Μία άσκηση αυτογνωσίας. Να αισθανθώ ανθρωπάκι, καλλιτεχνικώς κυρ Παντελής».