Ο Κόναν Ο’ Μπράιεν βραβεύεται πριν λίγες μέρες από το Kennedy Center με το «Βραβείο Μαρκ Τουέιν για το Αμερικανικό Χιούμορ» και κλείνει την ευχαριστήρια ομιλία του λέγοντας με μια, κάθε άλλο παρά βραχνή, φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Η κωμωδία που αγαπούσα όλη μου τη ζωή είναι μια κωμωδία αυτοκριτική, προσγειώνει το εγώ και στηρίζεται στην αντίληψη ότι όλοι είμαστε ελαττωματικοί, παράλογοι και κυλιόμαστε μαζί στη λάσπη. Ο Τουέιν παραμένει σήμερα αστείος και σημαντικός, επειδή η κωμωδία του είναι ένας απολαυστικός εορτασμός των φόβων μας, της ανικανότητάς μας και του υπέροχου χάους της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν γιορτάζουμε τον Τουέιν, τον βλέπουμε πραγματικά όπως ήταν, αναγνωρίζουμε τα κοινά μας χαρακτηριστικά και ερχόμαστε λίγο πιο κοντά μεταξύ μας. Δέχομαι λοιπόν αυτό το βραβείο στο πνεύμα της ταπεινότητας, της ηλιθιότητας, του φθόνου, της ασημαντότητας, του φόβου, της αυτοαμφισβήτησης και της βαθιάς, αδιάκοπης ανοησίας».
Θα πιαστώ απ’ το κομμάτι, επειδή παρουσιάζει μια οπτική πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, το χιούμορ και την μεταξύ τους σχέση, την οποία δεν ενστερνίζομαι απλώς, αλλά είναι κι ο έμφυτος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζα πάντα τα πράγματα. Απλά ό,τι ακολουθεί από εδώ και πέρα είναι δικές μου σκέψεις και δεν σημαίνει ότι ερμηνεύουν ντε και καλά αυτό που είπε ο Κόναν ή πάνε την κουβέντα εκεί που θα ήθελε. Ενδεχομένως δηλαδή να την πηγαίνουν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Βρισκόμαστε άλλωστε στα ντουζένια του τραμπισμού, πρόσφατα άλλαξε και η διοίκηση του Kennedy Center, με τον ίδιο τον Τράμπ να τοποθετείται επικεφαλής του, ανάμεσα στα αστεία ή ίσως και σοβαρά που λένε οι σταρ καλεσμένοι της εκδήλωσης είναι πως ο Κόναν είναι ο τελευταίος που πρόλαβε να βραβευτεί, ο τελευταίος μη αντιδραστικός εν πάση περιπτώσει, ο τελευταίος ενός άλλου πολιτισμικού υποδείγματος. Kι ο ίδιος ο Κόναν πριν τον επίλογο της ομιλίας του έχει δώσει σαφές πολιτικό στίγμα με αντιτραμπικές αναγωγές για το είδος της κωμωδίας του Τουέιν (κατά των νταήδων, της υποκρισίας, του ρατσισμού, του σωβινισμού, της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας), προσθέτοντας ότι με τη σάτιρά του στόχευε ψηλά και όχι χαμηλά, κι ότι είχε ευαισθησία απέναντι στους αδύναμους.
Προφανώς επίσης συμφωνώ και ταυτίζομαι με το πόσο μεγάλη αξία έχει να σατιρίζεις τους ισχυρούς και τα κακώς κείμενα της εξουσίας. Εκεί που αρχίζω να έχω διαφωνίες είναι όταν αυτή η διάκριση μετατρέπεται στο δημόσιο διάλογο σε βασικό κομμάτι μιας γενικότερης επιχειρηματολογίας, η οποία σου εξηγεί και τελικά σου υπαγορεύει, ότι μόνο ένα είδος χιούμορ επιτρέπεται, ότι οτιδήποτε άλλο είναι από προβληματικό ως απαγορευμένο, ενίοτε με την πρόσθετη επισήμανση πως οτιδήποτε άλλο δεν είναι καν αστείο, είναι σκέτη προσβολή, είναι επίθεση.
Αλίμονο αν δεν κοιτάμε προς τα πάνω. Μπορούμε όμως να κοιτάμε μόνο προς τα πάνω; Και κάθε άλλη κατεύθυνση αποτελεί εξ ορισμού ένα κοίταγμα προς το κάτω; Ίσως λοιπόν αυτό που λέει εδώ ο Κόναν να μας προσφέρει ένα κλειδί. Το κλειδί της κοινής μας ελαττωματικότητας. Τελικά είμαστε όλοι ίδιοι. Μας ενώνει η ατέλειά μας, όλες οι αδυναμίες και μικρότητές μας, κυλιόμαστε όλοι μαζί στη λάσπη. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν πρόκειται για κοίταγμα προς τα κάτω, αλλά ακριβώς στο ύψος στο οποίο στεκόμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε στο παιχνίδι της ανθρώπινης κατάστασης, όλοι όσοι συμμετέχουμε με το ζόρι, δεν ερωτηθήκαμε πριν γεννηθούμε, δεν ερωτηθήκαμε αν θέλουμε να έχουμε επίγνωση της προσωρινότητας μας και της θνητότητάς μας, δεν ερωτηθήκαμε αν θέλουμε να έχουμε επίγνωση της φθοράς μας με το πέρασμα των δεκαετιών. Φυσικά και μέσα στο παιχνίδι αυτό υπάρχουν ένα σωρό προνόμια, ανισότητες και κατασκευασμένες ή μη κανονικότητες και φυσικότητες, έναντι καταστάσεων που αντιμετωπίζονται ως μη κανονικές κι αφύσικες, ωστόσο μια τέτοια ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση καταλήγει ότι ακόμα κι έτσι όλοι για γέλια είμαστε. Ότι ακριβώς επειδή στο παιχνίδι της ανθρώπινης ύπαρξης τα προνόμια και οι θρίαμβοι είναι εξ ορισμού και προσωρινοί αλλά και υπονομευμένοι, όλη η φασούλα είναι για γέλια. Ότι μπορούμε να γελάμε με όλα. Ότι δεν υπάρχει «Αυτό δεν είναι αστείο, με αυτό δεν κάνει να γελάμε». Ίσως αυτό που κατά βάθος λέει ο Κόναν, είναι ότι πίσω και πέρα από τα επιμέρους τραύματα με ταμπέλα «Μην αγγίζετε» υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο, πανανθρώπινο, σύμφυτο με τον άνθρωπο τραύμα - το τραύμα του να είσαι άνθρωπος. Που όμως δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνο πηγή πένθους ή απ' την άλλη ταυτοτικής υπερηφάνιας. Ότι κατεξοχήν μπορεί και πρέπει να είναι και πηγή γέλιου. Ότι η ανθρώπινη κατάσταση σε κάθε έκφανσή της δεν παλεύεται και δεν αντέχεται μόνο με σοβαρότητα και σεβασμό. Ότι χρειάζεται ασέβεια και γέλιο. Ότι πίσω και πέρα από τις επιμέρους ταυτότητες, με την ένδειξη «Προς Θεού, πώς τολμάτε να γελάτε μαζί μας», υπάρχει η οικουμενική συμπεριληπτική ταυτότητα του ανθρώπου, με την ένδειξη «Για όνομα του Θεού, τολμήστε να γελάσετε μαζί μας».
Λόγος για τα δικαιώματα, για τις ταυτότητες, λόγος ιερατικός, οι ρήσεις των Ευαγγελίων, κανονισμοί, μπάτσοι, καταστολή, καταδίκη στην κόλαση, λέξεις - μομφές, λέξεις καταδικαστικές, λέξεις που αν βρεθείς ένοχός τους δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής, φύλακες του τραύματος, ιχνηλάτες της προσβολής, η κρυφή γοητεία της λογοκρισίας, λέξεις που χάνουν το αρχικό τους νόημα, ένας λόγος που δια της διαρκούς μηχανικής και συνθηματολογικής αναπαραγωγής του γίνεται πιο ξύλινος από λόγο του Άκη Τσοχατζόπουλου όταν ήταν ακόμα σοσιαλιστής.
Μήπως όμως είναι ό,τι πιο άκυρο να γίνεται για άλλη μια φορά αυτή η συζήτηση τώρα; Μήπως πέραν των άπειρων φορών που έχει επαναληφθεί, ξεπεράστηκε πια απ’ τις εξελίξεις και κακοφόρμισε; Μήπως απέναντι στην λαίλαπα της παγκόσμιας ακροδεξιάς, των δυνάμεων της αντιδραστικότητας που ήρθαν σαρωτικά ή έρχονται σαρωτικά, από τον Τραμπ ως την Λεπέν, απ’ τον Φάρατζ ως το AFD, η πολιτική ορθότητα και όλα τα συμπαρομαρτούντα της είναι οι μαχητές του καλού, είναι το μοναδικό καλό κομμάτι που αντέχει; Μήπως πρέπει τώρα που εξελίσσεται μια παγκόσμια αντεπανάσταση - παλινόρθωση να κρατηθούμε περισσότερο από ποτέ με λύσσα απάνω τους; Γιατί δυσκολεύομαι τόσο; Τι δεν καταλαβαίνω; Γιατί δεν μπορώ να αγαπήσω τον εχθρό του εχθρού μου;
«Σε ειδικό σχολείο πηγαίνει / Σκάμε καθυστερημένοι / Όμως με περιμένει / Τρώει το καυλί μου σαν καθυστερημένη / Είναι στερημένη, απεγνωσμένη / Την πήγε στο Παρίσι 5 μέρες και την δέρνει». Ο Light μπορεί να έχει πει τέρατα, όχι μόνο σε όλη την καριέρα του, αλλά ακόμα και σε άλλους στίχους του “Polo”, του τραγουδιού για το οποίο έγινε ο κακός χαμός, μπορεί να ζήτησε συγγνώμη για τους συγκεκριμένους στίχους και να τους άλλαξε, αλλά τείνω να πιστέψω ότι λέει την αλήθεια όταν ισχυρίζεται πως πρόκειται για παρερμηνεία. Όταν πρωτοείδα το συγκεκριμένο κομμάτι των στίχων είπα κι εγώ, ότι, ΟΚ, εδώ πια η κατάσταση έχει ξεφύγει εντελώς. Υπήρχε ένας στίχος όμως που προηγούνταν αμέσως πριν: «To flow είναι retarded / το chain και το AP / Σε ειδικό σχολείο πηγαίνει». Κάθεται και τα εξηγεί εκ των υστέρων. Σε ειδικό σχολείο δεν πηγαίνει καμία μαθήτρια με πνευματική ή άλλη καθυστέρηση, πηγαίνει το flow του που είναι αργό και τα κοσμήματά του που είναι τόσο εντυπωσιακά ώστε να μπορούν να αποκληθούν όπως στην ραπ αργκό “retarded”. Ή ο Light έχει μεγάλη φαντασία στο να αλλοιώνει μετά το νόημα όσων έγραψε και να τα παρουσιάζει τόσο αλλιώς, ή όντως το τραγούδι του παρερμηνεύτηκε και δεν μιλάει για κάποια μαθήτρια ειδικού σχολείου. Κάποια άλλη είναι. Που ούτε την ηλικία της ξέρουμε ούτε τι σχολείο τελείωσε. Που της κάνει ό,τι της κάνει σεξουαλικά κι εκείνη το δέχεται «σαν καθυστερημένη». Το οποίο εντάξει, καμία αντίρρηση δεν έχω, ότι δεν είναι ωραία λέξη. Επίσης λέει ότι κάποιος άλλος κι όχι ο ίδιος είναι αυτός που πηγαίνει Παρίσι και δέρνει. Το τελευταίο και δικαιολογία να μην είναι πρακτικά δεν έχει και σημασία, γιατί όποιος κι αν είναι αυτός που δέρνει, κακώς το κάνει. Και γενικά καφρίλα φουλ και όλο το τραγούδι ζέχνει καφρίλα και πολύ χειρότερα κι από απλή καφρίλα. Ωστόσο δεν παύει να είναι ενδιαφέρον το ότι τρώει όλη αυτή την κατακραυγή πάνω σε μια εν μέρει παρερμηνεία των στίχων του. Και βάσει αυτής της εν μέρει παρερμηνείας οι στίχοι αλλάζουν και διορθώνονται, ώστε να ιαθεί ο μισαναπηρισμός της προηγούμενης εκδοχής τους. Κι όποιος έχει γράψει οτιδήποτε στη ζωή του, θα έχει ίσως διαπιστώσει κάποτε το πώς οι λέξεις που βάζεις σε ένα κείμενο σημαίνουν στο μυαλό σου ένα πράγμα όταν τις βάζεις και μετά ενδέχεται να αποκτήσουν ένα άλλο, πρόσθετο ή διαφορετικό, καθώς συνδέονται με ό,τι είχες γράψει πριν ή μετά, κάτι που δεν είχες σκεφτεί.
Σε ομάδα του Facebook κάποιος γράφει κάτι για τους ενοικιαστές του που έχουν καταγωγή απ’ το Καμερούν. Έχω μπει σε διαφορετική αλγοριθμική φούσκα απ’ τη δική μου, αναρτούν και σχολιάζουν άνθρωποι στην σκέψη των οποίων κανονικά δεν θα είχα πρόσβαση. Και διαπιστώνω ότι οι αντιλήψεις που δημοσιοποιούν με απόλυτη φυσικότητα, χωρίς κανένα φίλτρο και κανένα δισταγμό, δεν είναι αντιλήψεις που έχουν να κάνουν με το πώς θα χρησιμοποιηθεί η μία ή η άλλη προσβλητική λέξη. Βασικά στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν χρησιμοποιούν προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Αλλά ο ρατσισμός πίσω από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται είναι σοκαριστικά παρών. Βλέπω εκεί κάτι που με τρομάζει και το οποίο είναι κάτι το οποίο όχι μόνο αμφιβάλλω κατά πόσο μπορεί να αντιμετωπίσει η πολιτική ορθότητα, αλλά και κατά πόσο υπάγεται στο πεδίο ενδιαφέροντος της.