— Διάβασα το «500 Λέξεις με τον Ανδρέα Καραγιάν» (Καθημερινή, 22/9/24) σε επιμέλεια της Αλεξάνδρας Σκαράκη.
Παραθέτω:
«Γεννήθηκε το 1943 σε μια κοσμοπολίτικη Λευκωσία, σε ένα ιψενικό τρίγωνο, με έναν Αλεξανδρινό πατέρα βιολιστή και τραπεζίτη και έναν βιολογικό πατέρα γιατρό, γι’ αυτό τον έστειλαν να σπουδάσει Ιατρική. Τα παράτησε όλα στο Λονδίνο των ’70s και σπούδασε ζωγραφική. Το «Πέμπτο βιβλίο» (εκδ. Εστία) κλείνει την αυτοβιογραφική του Πενταλογία».
Στην ερώτηση «Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;» η απάντηση του κ. Καραγιάν είναι αποκαλυπτική: «Οχι πλάι, αλλά μέσα στο κρεβάτι! Ζω με τον Προυστ, τον Τόμας Μαν, την Τζέιν Όστεν, έρωτες ζωής!».
«[Ερ.] Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσετε;
[Απ.] Το έκτο μου βιβλίο που γράφω τώρα».
Το μόνο που δύναται να διερωτηθεί κανείς είναι αν το βιβλίο που γράφει τώρα ο κ. Καραγιάν θα τιτλοφορηθεί «Έκτο βιβλίο».
— Διάβασα το «Παγιδευμένοι βομβητές, ευφυή δίκτυα» (Καθημερινή, 22/9/24) του Μιχάλη Τσιντσίνη.
«Η οπλοποίηση των βομβητών μεταφράζει απλώς στην αρχαϊκή γλώσσα της βίας την πολύ πιο δραστική, αν και αναίμακτη, επήρεια των σύγχρονων δικτύων. Μπορεί τα έξυπνα κινητά μας να μην εκρήγνυνται (συνήθως) στην παλάμη μας. Είναι όμως φορείς τεχνολογιών που δεν έχουν σχεδιαστεί για να μας συνδέουν και να μας ενημερώνουν. Έχουν σχεδιαστεί απλώς για να μας κρατούν κολλημένους – για να μας μετατρέπουν σε καταναλωτές «χρόνου οθόνης». Το προϊόν είναι ο χρήστης και το συνάλλαγμα ο χρόνος του – το screen time.
Η ένωση των ανθρώπων ήταν πάντα η δύναμή τους. Τα δίκτυα όμως δεν ενώνουν πια. Η δικτύωση δεν προστάτευσε την παραστρατιωτική οργάνωση – την έκανε πιο ευάλωτη σε όποιον μπορούσε να διεισδύσει στο δίκτυο. Αν επιχειρήσει κανείς το άλμα από τον πόλεμο στην ειρήνη, θα δει ότι με ανάλογο τρόπο η παγκόσμια, απόλεμη διαδικτύωση εκθέτει αυτούς που υποτίθεται ότι συνδέει. Τους αποσπά από το περιβάλλον τους και τους αποξενώνει, ποντίζοντάς τους σε ποταμούς ανόητης και τοξικής πληροφορίας.
Για πολύ καιρό ο κοινός τόπος ήταν ότι το αντίδοτο στην κακή πληροφορία είναι περισσότερη πληροφορία. Στον δηλητηριώδη λόγο το αντίδοτο ήταν ο ελεύθερος αντίλογος. Η αγορά του λόγου θα αυτορρυθμιζόταν υπέρ της αλήθειας. Αρκούσε ο πλουραλισμός και η ελεύθερη πρόσβαση».
Μερικές παρατηρήσεις: Η αναφορά και μόνο των όρων «αγορά» και «αυτορρύθμιση» αρκεί για να οδηγηθεί ο αναγνώστης στον απλό παραλληλισμό: η ελευθερία λόγου, ειδικά στο πλαίσιο των ΜΚΔ, δεν είναι παρά ένα ισοδύναμο της ελεύθερης αγοράς –του νεοφιλελευθερισμού– στη σφαίρα της διακίνησης πληροφοριών, ειδικά αν περιηγηθεί κανείς στο X (πρώην Twitter), το οποίο υπό την ιδιοκτησία του Ίλον Μασκ υποτίθεται ότι συνιστά το κατεξοχήν ελεύθερο μέσο. Η πιο ενδιαφέρουσα και αντιφατική συνθήκη αποτυπώνεται στη θέση όσων, αφενός προτάσσουν νεοκεϋνσιανές παρεμβάσεις στη λειτουργία των αγορών, αφετέρου, όμως, εμφανίζονται υπέρμαχοι της απόλυτης ελευθερίας του λόγου. «Στον δηλητηριώδη λόγο το αντίδοτο ήταν ο ελεύθερος αντίλογος», γράφει ο κ. Τσιντσίνης. Το «αντίδοτο», δηλαδή, δεν είναι παρά η «αόρατη χείρα» της αυτορρύθμισης της πληροφορίας. Όσο λειτούργησε το αόρατο χέρι της αγοράς, άλλο τόσο λειτουργεί και η αυτορρύθμισης της πληροφορίας στα ΜΚΔ.
Το «άλμα από τον πόλεμο στην ειρήνη», όπου διαπιστώνεται ότι η «απόλεμη διαδικτύωση εκθέτει αυτούς που υποτίθεται ότι συνδέει», που πραγματοποιεί ο κ. Τσιντσίνης, αν και όχι αδόκιμο υποσκάπτεται μερικώς από την ιδιότητά του: διευθυντής σύνταξης σε έντυπο μέσο. Δεν διαφωνώ με το κατά τι νεο-λουδιτικό συμπέρασμά του «Η ελευθερία δεν είναι πια στη δικτύωση. Είναι στην αποσύνδεση», απλώς, τυγχάνει, κάθε έννοια «αποσύνδεσης» να συνιστά πλέον τον μεγαλύτερο σύμμαχο των εφημερίδων.
— Στις σελίδες πολιτισμού της Καθημερινής παρατηρήθηκε αυτή την εβδομάδα κάτι πρωτόγνωρο. «Το καλοκαίρι που ζέσταινε μια ζωή» (22/9/24) του Κυριάκου Αθανασιάδη, μια βιβλιοπαρουσίαση για το Η άκρη του ορίζοντα του Benjamin Myers (μτφρ. Ιωάννα Ηλιάδη, Κλειδάριθμος 2024) εμφανίζεται για δεύτερη φορά. Το ίδιο ακριβώς κείμενο, για το ίδιο ακριβώς βιβλίο, είχε δημοσιευτεί και στο φύλλο της 21ης Ιουλίου, με τον τίτλο «Ταξίδεψε μέχρι το φως πριν βυθιστεί στο σκοτάδι». Θέλω να πιστεύω ότι έγινε κάποιο λάθος, αν και διαβάζοντας και μόνο τις πρώτες γραμμές του κειμένου θα έπρεπε κάποιος στη σύνταξη να είχε πάρει χαμπάρι ότι κάτι δεν πάει καλά:
«Πόσο όμορφο βιβλίο. Διαβάζοντάς το τώρα το καλοκαίρι –είναι άλλωστε ένα δροσιστικό μυθιστόρημα καλοκαιριού–, νιώθεις διαρκώς πως ακούς από το απέναντι μπαλκόνι, μέσα στην ησυχία της πόλης, ένα μόμπιλο, έναν μελωδό, να λικνίζεται απαλά στο αεράκι».
«Καλοκαίρι» στο κείμενο. «Καλοκαίρι» και στον τίτλο.
— Ίσως τα πιο διασκεδαστικά στιγμιότυπα από την Έκθεση Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως να ήταν οι φωτογραφίες που ανάρτησε χθες, στη σελίδα της στο Φέισμπουκ, η Wanda Chuard (Βενετία Πιτσιλαδή). Όπως μπορείτε να δείτε, ούτε ο Παύλος Γερουλάνος αντιστάθηκε στη γοητεία της. Όπως μου επισημάνθηκε από τακτική αναγνώστρια της στήλης, εδώ ταιριάζει η δήλωση της Κοκό Σανέλ: «Πριν βγεις έξω, κοίταξε στον καθρέφτη και αφαίρεσε ένα αξεσουάρ». Στην περίπτωση της κ. Chuard τα αξεσουάρ που θα μπορούσαν να είχαν αφαιρεθεί αυξάνονται σε τρία ή ίσως και τέσσερα.
— Διάβασα το «Η ματιά του νεαρού διπλωμάτη στη γέννηση του φασισμού» (Εφ.Συν. 21/9/24) του Στρατή Μπουρνάζου. Παρουσίαση/κριτική για το Για τη γέννηση του φασισμού (μτφρ. Ανδρέας Λυμπεράτος, ΠΕΚ 2024) του νομπελίστα Ίβο Άντριτς.
Παραθέτω: «Ο Άντριτς σκέφτεται διεισδυτικά και έχει ήδη τη φλέβα του λογοτέχνη. Γράφει το 1923 για τον Μουσολίνι:
“Στις τάξεις των εχόντων, που πλούτισαν με τον πόλεμο, αλλά χολώθηκαν και κουράστηκαν από το μεταπολεμικό χάος, προτείνει ασφαλή και ειρηνική απόλαυση της ιδιοκτησίας τους· στους πατριώτες υπόσχεται τάξη στη χώρα και φήμη στο εξωτερικό· σε εκείνους που είχαν πολεμήσει, και ιδιαίτερα στους αξιωματικούς, σεβασμό και αναγνώριση της προσφοράς τους στον πόλεμο· στους νέους που μολύνθηκαν από την ψύχωση του πολέμου υπόσχεται σπορ και περιπέτεια: ατιμώρητη πλημμυρίδα παθών και θορυβώδεις τελετουργίες, μαύρα πουκάμισα, φτηνή δόξα. Και για όλους τους υπόλοιπους στους οποίους δεν έχει τι να προσφέρει ή που δεν επιθυμούν τα δώρα του, έχει και γι’ αυτούς τον τρόπο: τους αφήνει αλύπητα στη δράση των Ομάδων Κρούσης (squadre), δηλαδή στα μαστίγια, το ρετσινόλαδο, τη φωτιά, την εξορία και τις ύβρεις κάθε είδους”».
Ο κ. Μπουρνάζος εισάγει στο κείμενο και μια ευπρόσδεκτη, τρόπον τινά, «αποποίηση ευθύνης»: «Όταν γράφεις για φίλους, ο έπαινος μπορεί να θεωρηθεί παρακολούθημα της φιλίας, θα ήταν όμως άδικο γι’ αυτό να σιωπούμε. Θέλω λοιπόν, άνευ φόβου αλλά μετά πάθους, να εξάρω την πρωτοποριακή δουλειά του Αντρέα στην κριτική κατανόηση ενός πεδίου κρίσιμου και ταυτόχρονα άγνωστου για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας: της βαλκανικής Ιστορίας».
Η εγχώρια κριτική βρίθει από φιλίες. Το αν είναι άδικο να σιωπούμε, όταν είναι να γράψουμε για φίλους, ας το αποφασίσει ο καθένας μόνος του.
— Διάβασα το «Μεταξύ Ιστορίας και ιδεολογίας» (Το Βήμα, 22/9/24), που υπογράφει η Λίζυ Τσιριμώκου. Παρουσίαση/κριτική για το Άγραφες ιστορίες για τις Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (Άγρα 2024) του Γιάννη Παπαθεοδώρου.
Παραθέτω:
«Ο Τσίρκας, Αιγυπτιώτης και κομμουνιστής, γνωρίζει εκ των έσω τα παιχνίδια που παίζονται στον τόπο του, αγλαϊσμένον από την αύρα ενός οριενταλισμού και κοσμοπολιτισμού που καλύπτει άτεχνα μια στυγνή αποικιοκρατική αντίληψη. Δεν είναι διατεθειμένος να κάνει εκπτώσεις στα βαθύτερα πιστεύω του και επιχειρεί να αναδείξει όσο καλύτερα μπορεί τα λάθη, τις αντιφάσεις, τις προοπτικές και τις συνέπειες μιας βιαστικής ανάγνωσης του μεσανατολικού χάρτη πάνω στη βράση του πολέμου και στα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια. Στο δράμα που ταλανίζει τον διανοούμενο ήρωά του στις Ακυβέρνητες πολιτείες “Ρέμινγκτον ή μέτωπο”, δηλαδή “τέχνη ή δράση”, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ο συγγραφέας θέτει τον πήχη ψηλά και επιχειρεί να υπερκεράσει το διχαλωτό ερώτημα – έστω και με προσωπικό κόστος και απώλειες, θύοντας σε έναν υπερκομματικό και αλληλέγγυο ουμανισμό».
Κλείνω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο, που συνοδεύει το κείμενο:
«Η μεταποικιακή λογοτεχνία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη γεωγραφία της: Όπως ακριβώς ο Κόνραντ δεν μπορεί να διαβαστεί χωρίς την Αφρική, ο Φόρστερ χωρίς την Ινδία και ο Καμύ χωρίς την Αλγερία, έτσι και ο Τσίρκας δεν μπορεί να διαβαστεί και να κατανοηθεί χωρίς την Αίγυπτο. Ωστόσο, αυτή η λογοτεχνία πρέπει να διαβαστεί και μέσα στις τοπικές ιστορίες της αποικιοκρατίας αλλά και έξω από αυτές. Περισσότερο από τεκμήριο για την αποικιοκρατία στην Αίγυπτο, η τριλογία είναι μυθιστόρημα που άνοιξε τον δρόμο για να συναντηθεί η νεοελληνική πεζογραφία με έναν πλατύτερο κόσμο, στο κέντρο του οποίου βρέθηκε η αφήγηση των “άλλων” ιστοριών αλλά και η αφήγηση των ιστοριών των Άλλων» (σ. 267).
Σεβαστό και κατανοητό το πρίσμα του συγγραφέα, αλλά προφανώς και δύναται να διαβάσει κανείς Κόνραντ, Φόρστερ και Καμύ χωρίς τη γεωγραφία που τους πλαισιώνει. Όχι γιατί δεν έχει σημασία η γεωγραφία, αλλά ακριβώς επειδή η λογοτεχνία τείνει να ενσωματώνει, με τον πιο πειστικό τρόπο, εκφάνσεις της γεωγραφίας στο αισθητικό φαινόμενο.