Skip to main content
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
I know what you did last week (2-8/1/23)

— Διαβάζω το «Ατίθασοι, ασεβείς και για πάντα νέοι» (Καθημερινή, 8/1/23) της Μάρως Βασιλειάδου με υπότιτλο «Η διεθνής έκθεση με τίτλο “Nouveau Réalisme” (Νέος Ρεαλισμός) έρχεται στο Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή». Παραθέτει η κ. Βασιλειάδου τα λόγια της κ. Κουτσομάλλη-Μορώ (συνεπιμελήτριας της έκθεσης) για τον Ιβ Κλάιν, «[...] μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής τέχνης, που έφυγε από τη ζωή πολύ νέος [...]». «Ήταν απόλυτος, παθιασμένος, αυθεντικός και έβλεπε την τέχνη παντού. Και κυρίως στον ουρανό. Όταν βρισκόταν στην παραλία της Νίκαιας, νευρίαζε με τα πουλιά που πετούσαν, επειδή του χαλούσαν το μπλε», εξηγεί η κ. Μορώ. Το περιστατικό, παρότι δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας ή αισθητικής αρτιότητας, δεν παύει να είναι μια χαριτωμένη νότα από αυτές που υπογραμμίζουν τις κόνξες των καλλιτεχνών και κάνουν και εμάς, τους αδαείς Φιλισταίους, να σηκώνουμε το βλέμμα προς τον ουρανό – με πουλιά ή χωρίς. Λίγες γραμμές παρακάτω, η κ. Βασιλειάδου, γράφει: «Η ευαίσθητη καρδιά του δεν άντεξε, πέθανε έπειτα από σειρά καρδιακών προσβολών στα 34 χρόνια του. Τώρα, περίπου έξι δεκαετίες αργότερα, ένα έργο του από τη σειρά “Ανθρωπομετρίες” δημοπρατήθηκε από τον οίκο Christie's έναντι 34 εκατομμυρίων δολαρίων». Απολογούμαι καθώς μου είχε διαφύγει. Βλέπω όμως ότι κρίνεται επιτακτικό να θεσπίσω κλίμακα μέτρησης «Μαργαρίτα Σφέτσα». Και το συγκεκριμένο, θαρρώ, καταγράφει μέτρηση αρκετά πάνω από τα «όρια επιφυλακής». Αντιπαρέρχομαι βέβαια το ότι βάζει τον ανύποπτο αναγνώστη στον πειρασμό να καπηλεύσει (sic) περαιτέρω τη μνήμη του Ιβ Κλάιν, αλλά και κάθε έννοια αισθητικής αιδούς με το επονείδιστο σκεπτικό: έτος ζωής και εκατομμύριο.

— Διαβάζω στο «Μια λίστα που απογοήτευσε» (Καθημερινή, 8/1/23) της Μαρίας Τοπάλη για τις βραχείες λίστες των Κρατικών Βραβείων. «Παραδοχή τρίτη: Δεν κρύβεται καμία συνομωσία και κανένα συμφέρον πίσω από τις βραβεύσεις. Το πόσο “άκυρες” είναι τέτοιες καφενειακά διακινούμενες δημοφιλείς θεωρίες φαίνεται αν παραθέσουμε μερικά πραγματικά δεδομένα. Ποιος πήρε το πρώτο βραβείο ποίησης το 1957; Ο Γιάννης Ρίτσος. Ποιος το 1958; Ο Νίκος Εγγονόπουλος. Ποιος το 1960; Ο Οδυσσέας Ελύτης. Το 1974; Η Ζωή Καρέλλη. Το 1980; Ο Τάσος Λειβαδίτης. Το 1986; Ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Το 1991; Η Ελένη Βακαλό. Το 1997; Ο Βύρων Λεοντάρης. Σταματάω εδώ». Όπως επεσήμανε και τακτικός αναγνώστης της στήλης, πράττει σωστά και σταματάει στο 1997 η κ. Τοπάλη, γιατί τα επόμενα 25 χρόνια ήταν κρίσιμα. Συνεχίζει όμως μετά, η κ. Τοπάλη, για να μας πείσει ότι τίποτα μεμπτό δεν συμβαίνει στον θεσμό: «Σημειώνω ότι συμμετείχα η ίδια δις στην επιτροπή βραβείων του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»· είμαι σε θέση να βεβαιώσω ότι καταβάλλεται μεγάλος κόπος, η προσπάθεια είναι σοβαρή, ίντριγκα δεν υφίσταται. Υπάρχουν γούστα και εμμονές. Αλλά ως εκεί». Λυπάμαι που θα το πω έτσι, αλλά αυτό που διατυπώνει η κ. Τοπάλη την υποτιμά και αμαυρώνει και το άρθρο. Εννοεί άραγε ότι αν είχε υποπέσει στην αντίληψή της «ίντριγκα» θα είχε παραιτηθεί από την επιτροπή; Για να το τραβήξω λίγο αυτό, αν η κ. Τοπάλη ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής των Κρατικών Βραβείων θα έβγαινε να διατυπώσει αυτά που γράφει τώρα; Το ερωτήματα είναι ρητορικά. Δεν δύναται κάποιος να βγαίνει και να διαβεβαιώνει ότι ο θεσμός στον οποίο έχει συμμετάσχει «δις» είναι αδιάβλητος, γιατί το μόνο που μας προσκομίζει είναι η μαρτυρία του. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: δεν διατείνομαι ότι υπάρχει ίντριγκα· διατείνομαι ότι οι διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου τής κ. Τοπάλη είναι κενό γράμμα που οριακά προκαλεί καφενειακή χλεύη του είδους «τι θα έβγαινες να πεις δηλαδή;». Τα γράφω αυτά για να υπογραμμίσω ότι τα περί «ίντριγκας» αποδυναμώνουν ένα κείμενο που διατυπώνει εύλογες απορίες και προβαίνει σε διαφωτιστικές επισημάνσεις.             

  — Διαβάζω τη συνέντευξη που παραχώρησε ο Άντονι Ντορ στον Νίκο Κουρμουλή (Βιβλιοδρόμιο, Τα Νέα, 7-8/1/23) και όλα δείχνουν ρόδινα ή τέλος πάντων, καταλαβαίνετε. Μέχρι που φτάνω στην ερώτηση: «Ποιο μπορεί να είναι το καθήκον της λογοτεχνίας σε ένα τέτοιοι περιβάλλον; Δεδομένου πως ο συγγραφέας σήμερα δεν είναι ανεξάρτητο πρόσωπο, ξέχωρο, από άλλους, παρά ένα σημείο που ενώνει και άλλα πράγματα». «[Απ.] Η λογοτεχνία σήμερα πιστεύω ότι μπορεί να ξύσει το πουρί που μαζεύεται από την πολυσημία των πληροφοριών που συγκεντρώνονται γύρω για να χτίσει έναν καινούργιο κενό χώρο που θα τον νοηματοδοτήσει σχεδόν από την αρχή». Απορώ πραγματικά τι μπορεί να είπε ο Ντορ που μεταφράστηκε ως «πουρί». Όπως απορώ πώς να δώσει κανείς σημασία στην απάντηση όταν έχει κολλήσει στο «πουρί»;  

— Διαβάζοντας το «Αφοριστική και δηκτική σοφία» του Γρηγόρη Μπέκου, όπου μαζί με τον Πέτρο Μάρκαρη, «Το Βήμα» (8/1/23), με αφορμή την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Κείμενα, διαβάζει τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, βίωσα μια χαρακτηριστική περίπτωση του φαινομένου Baader–Meinhof. Παραθέτω: «Στα έργα του για τη ναζιστική Γερμανία αφήνει, προσέξτε το αυτό, να έρθουν στην επιφάνεια οι συνέπειες της επικράτησης μιας άλλης ιδεολογίας, αντίπαλης, εχθρικής. Το σχόλιο βεβαίως [...] έχει να κάνει ευρύτερα με την περίφημη “αποστασιοποίηση” που επίσης προέκρινε ο Μπρεχτ. [...] αν κάτι έμαθα από τον Μπρεχτ, από την ανάγνωση και τη μετάφρασή του, είναι η αισθητική αξία της απόστασης. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε για κάτι, κοινωνικά ή πολιτικά, και να πάρω μια ξεκάθαρη θέση για αυτό. Μπορούμε να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε, να είμαι ή να μην είμαι έξαλλος για αυτό. Αν όμως θελήσω να γραψω για αυτό, θα πρέπει να απομακρυνθώ από τα γεγονότα και τους ανθρώπους, να μην έχω εμπλοκή μαζί τους, συναισθηματικής ή άλλης υφής. Μόνο έτσι, από μακριά, θα μπορέσω να το παρατηρήσω αυτό που συμβαίνει και να συλλογιστώ γιατί συμβαίνει με έναν δεδομένο τρόπο». Και αναφέρομαι βέβαια στο ότι ένιωσα να επαναλαμβάνεται η παρατήρηση που διατύπωσα για το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια, όταν έγραψα προχθές ότι «Πιθανώς, να συντρέχουν βαθύτερες αιτίες που να κάνουν επιτακτικό τον λόγο να πρέπει κάποιες καταστάσεις της καθημερινότητας να εδραιωθούν πολύ πιο βαθιά στη συνείδηση ώστε να μπορεί ο συγγραφέας να τις κοιτάξει από κάποια απόσταση και να καταφέρει να σταθεί όχι μόνο κριτικά απέναντί τους [...] αλλά να δύναται να τις ανασκευάσει μυθοπλαστικά και να τις εντάξει δόκιμα σε ένα μυθιστόρημα».