Skip to main content
Δευτέρα 07 Οκτωβρίου 2024
I know what you did last week (24-30/9/24)

— «Ο Γιαν Φαμπρ λέει πως ασχολήθηκε με τις τέχνες γιατί δεν είχε ταλέντο σε κάποιο άλλο επάγγελμα. “Είχα ταλέντο μόνο για να γίνω καλλιτέχνης”, δηλώνει. Προκλητικός, αναρχικός και για κάποιους ακόμη και δυσάρεστος, ο Βέλγος πολυσχιδής δημιουργός επιλέγει να συστήνεται ως “Υπηρέτης της ομορφιάς και ιππότης της απόγνωσης”».

Ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει ακούσει τίποτα για τον Γιαν Φαμπρ, υπάρχει κάτι σε αυτό το «Υπηρέτης της ομορφιάς και ιππότης της απόγνωσης», που αμέσως σε προϊδεάζει για τη σαχλαμάρα που τον κατατρύχει. Τα αποσπάσματα που διαβάζετε είναι από το «Είχα ταλέντο μόνο για να γίνω καλλιτέχνης» (Καθημερινή, 29/9/24) της Ξένιας Γεωργιάδου.  

«Ο Φαμπρ επιστρέφει στην Αθήνα οκτώ χρόνια μετά τον βραχύβιο διορισμό του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, με την έκθεση “Ι am blood” στην γκαλερί Crux, σε επιμέλεια της σταθερής του συνεργάτιδας Κατερίνας Κοσκινά. H έκθεση περιλαμβάνει επίτοιχα έργα φιλοτεχνημένα με την τεχνική του ψηφιδωτού, αποτελούμενα από πλακίδια χρυσού 24 καρατίων και σμάλτο, αλλά και σχέδια με μολύβι ΗΒ και αίμα από τη σειρά Je suis sang (2005)».

«Τον ρωτώ περισσότερα για το κόκκινο που αντικαθιστά με αίμα. “To ταξίδι μου στην τέχνη έχει γραφτεί με το δικό μου αίμα”, τονίζει. “Το 1977, σε ηλικία 19 ετών επισκέφθηκα μια έκθεση στο μουσείο Groeninge στην Μπριζ, που παρουσίαζε έργα από ανώνυμους ζωγράφους της φλαμανδικής σχολής με θέμα τις μαστιγώσεις και τα στίγματα. Τα έργα αυτά με συγκίνησαν τόσο πολύ, ήταν αποκαλυπτικά για μένα στο κομμάτι των παραστατικών τεχνών. Το ίδιο βράδυ αγόρασα ένα ξυράφι, έκοψα το μέτωπό μου, δημιουργώντας την πρώτη μου σειρά σχεδίων με το αίμα μου, την οποία ονόμασα My Blood, My Body, My Landscape. Εκτοτε κάνω μια σειρά κάθε χρόνο, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι συνεχίζω την παράδοση των Φλαμανδών, που χρησιμοποιούσαν ανθρώπινο και ζωικό αίμα στα έργα τους”».

Δεν θα περίμενε κανείς τίποτα λιγότερο από την καταστατική/ιδρυτική πράξη γέννησης του δημιουργού. Είναι αξιοσημείωτο πώς ο κ. Φαμπρ γνωρίζει ακριβώς τη στιγμή που τον καθιστά καλλιτέχνη. Δεν είναι μια μακρά πορεία, μια συνισταμένη γεγονότων, αλλά ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός.  

«Αναρωτιέμαι αν τον ιντριγκάρουν οι πολλαπλοί συνειρμοί που γεννά το άκουσμα της λέξης αίμα. Το αίμα σχετίζεται με το πάθος, την ντροπή, τη ζωή, τη βία, τον θάνατο, τους αδελφικούς δεσμούς, τους αγώνες για ελευθερία, την κατάχρηση εξουσίας, την παρθενία της γυναίκας ή τη “βρώμικη” έμμηνο ρύση.

“Στα ’70s και ’80s έκανα σχέδια με το αίμα της περιόδου της φίλης μου. Αν το σκεφτείτε, στις διαφημίσεις χρησιμοποιούν μπλε υγρό για να προμοτάρουν τις σερβιέτες. Δείχνει κάτι αυτό για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινωνία ακόμη και σήμερα τις σωματικές εκκρίσεις της γυναίκας. Όλα τα έργα περιστρέφονται γύρω από τη σκέψη ότι δεν έχουν αλλάξει τόσα πολλά από τον Μεσαίωνα”. 

Αιμοπτύσεις, κομμένα χέρια, μπαλτάδες, ρυάκια αίματος να τρέχουν πάνω σε γυναικείους μηρούς, κόκκινα πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά, κατακρεουργημένα βουνά. Εικόνες που συνοδεύονται από φράσεις και μέσα στην απλότητα της σύλληψής τους διαγράφουν όλη την ιστορία του ανθρώπινου είδους».

Τα σχόλια περιττεύουν. 

 

— Ας μείνουμε στη θεματική του αίματος: «Μπα, όχι, δεν θα πάρω, θ’ αρνιόμουν και σήμερα την πρόσκληση και δεν θα τον συνόδευα στην Ανατολή, στην οδό Έσλιν, στο σκυλάδικο όπου τα έκανε λίμπα ο πλακάς (αυτό το επιτήδευμα έλεγε επίτηδες ότι ασκούσε ο χωρατατζής φίλος μας), τα έσπαγε, αφηνίαζε, και του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Αιμοδότης, καθότι μες στην κόλαση της νύχτας κοβόταν ενίοτε απ’ τα σπασμένα πιατικά στην υποτυπώδη πίστα κι έρεε το αίμα του εκεί». 

Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης στο «Αν ζούσε ο… Κωστής Παπαγιώργης» (Τα Νέα, 28/9/24). Παρότι το κείμενο συνοδεύεται από αστερίσκο, ότι «[...] βασίζεται σε προσωπική και απόλυτα υποκειμενική προσέγγιση και θεώρηση των πραγμάτων», δύσκολα δύναται κανείς να ξεπεράσει το μετεφηβικό βλέμμα του συντάκτη.

«Πες, λοιπόν, ότι έρχεται σήμερα από τους λειμώνες τ’ ουρανού να μας ξαναδεί, να περάσει μερικά σόλικα εικοσιτετράωρα με τη λεγόμενη Παρέα των Έξι (με αλφαβητική σειρά: Ευγένιος Αρανίτσης, Χρήστος Βακαλόπουλος, Ηλίας Λάγιος, Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Κωστής Παπαγιώργης, Θάνος Σταθόπουλος), και μας καλεί να βρεθούμε στον Ένοικο, όπως το 1992, και να πιάσουμε να πίνουμε ουίσκια και τεκίλες και βότκες, και να μιλάμε για τον Σιοράν και τα μπουζούκια, για τον Θρυλικό Βουκόλο του Μέλανα Δρυμού και της καλύβας [τον Χάιντεγκερ], για τις στρατηγικές κινήσεις του Μίμη Δομάζου και για την πανίσχυρη ελλειπτική ποίηση του Τσέλαν, για τότε που κάναμε μνημόσυνο για τον Βακαλόπουλο στους Κονιτοπουλαίους και έκαψα το καινούργιο παλτό του Κωστή κατά λάθος, καθώς αγόρευα παθιασμένα και χειρονομούσα κρατώντας το άφιλτρο σιγαρέτο μου, καθισμένος δίπλα του, και για τον Ντοστογιέφσκι θα μιλάγαμε που καταβυθίστηκε στην πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σωματοψυχής, και για τις θεϊκές γάμπες της Μοσχολιού επίσης θα μιλάγαμε». 

Ειλικρινά δεν ξέρω ποιος δύναται να βρίσκει διασκεδαστικά, ή ό,τι άλλο, αυτά που περιγράφει ο συντάκτης. Το κείμενο πάντως προκαλεί στον αναγνώστη την επιθυμία να βάλει κάπου την αντίδραση «Νοιάζομαι». 

 

— Διάβασα τη συνέντευξη του Γιώργου Μπαμπινιώτη «Το λάθος στη γλώσσα είναι συνυφασμένο με την αγωνία του λόγου» (Το Βήμα, 29/9/24).

Παραθέτω:

«[Ερ.] Πώς φτάσαμε όμως να στραμπουλήξουμε έτσι την ελληνική γλώσσα;

[Απ.] Πάψαμε, σε αντίθεση με το ελληνικό μας παρελθόν, να θεωρούμε τη γλώσσα μας μια αξία. Περάσαμε σε μια φτηνή, χρησιμοθηρική αντίληψη της γλώσσας ως εργαλείου. Και όχι αξίας. Γλώσσα ως αξία σημαίνει συνειδητοποιώ ότι η γλώσσα μου έχει σχέση με τον πολιτισμό μου, την ιστορία μου, τη σκέψη μου, την ταυτότητά μου. Εάν δεν βλέπω τη γλώσσα μου έτσι, την κάνω ένα απλό εργαλείο. Η εργαλειακή αντίληψη μπορεί να σε οδηγήσει να χρησιμοποιείς περισσότερο την αγγλική από ό,τι τα ελληνικά, να χρησιμοποιείς δηλαδή μια ξύλινη, με μειωμένο λεξιλόγιο γλώσσα, απλά για να πεις κάτι στον άλλο». 

Λίγες γραμμές παρακάτω ο κ. Μπαμπινιώτης θα πει: «Σε κάθε αντικείμενο πρέπει να ξέρουμε επακριβώς τι είναι χρήσιμο να διδάξουμε ως απόλυτη προτεραιότητα. Λίγα και καλά λέω εγώ. Η γενικότερη τάση που είχε εκφραστεί στις ΗΠΑ, το “πίσω στα βασικά”, νομίζω ήρθε η ώρα να έρθει και εδώ». 

Φανταστείτε δηλαδή, αν στις ΗΠΑ μιλούσαν τη δική μας γλώσσα και όχι «μια ξύλινη, με μειωμένο λεξιλόγιο γλώσσα», πόσα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει.

 

— Για το γλωσσικό όμως μιλάει και η Ευγενία Μανωλίδου («διευθύντρια της Σχολής Αρχαίων Ελληνικών “Ελληνική Αγωγή”») με το άρθρο της «Παραδίδοντας μια σκυτάλη αιώνων» (Τα Νέα, 28/9/24)».

Παραθέτω: 

«Η εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών είναι το αντίδωρο προς τους προγόνους μας, ο φόρος τιμής προς την ιστορία μας, η οφειλή μας στις ερχόμενες γενιές. Η ανανέωση της μεθοδολογίας στη διδασκαλία αποτελεί επιτακτική ανάγκη, ώστε να γίνει βιωματική και ελκυστική και να συνδέσει τους μαθητές με τα αριστουργήματα της ελληνικής γραμματείας. Ως φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας κατέχουμε το σπάνιο προνόμιο να μπορούμε να διαβάσουμε τα αριστουργήματα των αρχαίων φιλοσόφων, ποιητών και επιστημόνων στη γλώσσα που γράφτηκαν, με ελάχιστη προσπάθεια, κείμενα που υφαίνουν το νήμα της ιστορίας μας και των οποίων η ανάγνωση από το πρωτότυπο είναι πηγή πνευματικού πλούτου και ταυτότητας, υπενθυμίζοντάς μας ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε, παραδίδοντας πια τη σκυτάλη σε εμάς για να επιλέξουμε το πού θα πάμε».     

 

— Με έναν ελλειπτικό τρόπο, θα παραμείνω στο θέμα της γλώσσας. Διάβασα την κριτική του Μάνου Κοντολέων «Η ασφυξία των αναμνήσεων» (Τα Νέα, 28/9/24), για το μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα, Δεν θ’ αργήσω (Πόλις 2024). 

Παραθέτω: 

«Η αφήγηση, αν και πρωτοπρόσωπη, δεν υποκύπτει στον μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. [...] Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά, χωρίς να αδιαφορεί για τη ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει τη γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate, fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου».        

Ο κ. Κοντολέων στέκεται στον αντίποδα μιας αντίρρησης που διατύπωσα στην κριτική του βιβλίου: 

«Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση απαιτεί εξαιρετική συνέπεια στην κατασκευή της προσωπικότητας του χαρακτήρα που την ξεστομίζει. Όταν λοιπόν ο Βρετανός ήρωας, που κατάγεται από εργατική οικογένεια, με πάθος για το ποδόσφαιρο –«Η ζωή μόνο μαζί του [με τον πατέρα του] –μόνο με το ποδόσφαιρο– αποκτούσε ενδιαφέρον» (σ. 105)–, που ο ίδιος ομολογεί ότι δεν είχε ποτέ καλλιτεχνικές ανησυχίες –«Δεν θυμάμαι πώς δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον για τη φωτογραφία [διαθέτει κατάστημα φωτογραφικών ειδών], δεν είχα εκδηλώσει ποτέ κάποια καλλιτεχνική κλίση, ούτε υπήρχε σχετικό ερέθισμα στον περίγυρο» (σ. 111)–, όταν αυτός ο ήρωας λέει:

"Κατέβηκα τις σκάλες ντυμένος με τα ρούχα που μου ’χε αφήσει η μητέρα μου· αυτά που φορούσα την προηγούμενη δεν άντεχα ούτε να τ’ αγγίξω, Χιτώνας του Νέσσου" (σ. 82, δική μου υπογράμμιση),

ή

"Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύριζαν τ’ αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ’ αυτιά στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας" (σ. 113, δική μου υπογράμμιση),

ή, λίγο παρακάτω

"Ήθελα να στραφώ προς το μέρος σου για να σε δω, για να ξέρω τι κάνεις, όμως ήταν αδύνατον, μόνο μπροστά μπορούσα να κοιτάζω, Κιθ. Ένας Ορφέας στον Άδη» (σ. 133, δική μου υπογράμμιση), όταν ο αναγνώστης διαβάζει αυτές τις αβλεψίες νιώθει ότι η συγγραφέας υποκύπτει στη σαγήνη της αφήγησής της. Από πού πηγάζουν οι ομηρικές/μυθολογικές γνώσεις του Βρετανού ποδοσφαιρόφιλου; Ο αναγνώστης νιώθει ότι, πλέον, στα σημεία αυτά, δεν μιλάει ο Βρετανός ήρωας, αλλά η ίδια η Πέτσα. Και αυτό επιτείνεται και από τη χρήση αρκετών διαλόγων στα αγγλικά που σκοπό έχουν να εξισορροπήσουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, ακριβώς αυτό τον αναπόδραστο, μυθιστορηματικό εξελληνισμό ενός Βρετανού, που αφηγείται στη γλώσσα μας"».

Το ενδιαφέρον στη λογοτεχνία είναι ότι ο καθένας μπορεί να σχηματίζει τη δική του εικόνα. Αρκεί η εικόνα να στηρίζεται σε μια στοιχειώδη λογική. Προφανώς και επιμένω στη θέση μου. Ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ότι οι συγκεκριμένες μυθολογικές/ομηρικές αναφορές του Βρετανού ποδοσφαιρόφιλου ενδέχεται να εκφράζουν μια κατασκευασμένη ασυνέπεια, που η συγγραφέας επιλέγει να εντάξει στον μύθο της, θα επισημάνω ότι υποσκάπτουν τον χαρακτήρα εκ των έσω. Ένας χαρακτήρας που θα είχε πραγματική γνωσιακή πρόσβαση στα ομηρικά έπη, κατά πάσα πιθανότητα, θα ήταν ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος, που, πιθανώς, θα είχε τη σκευή να υπερκεράσει το τραύμα του. Θέλουμε, εξάλλου, να πιστεύουμε ότι η λογοτεχνία προσφέρει κάτι παραπάνω από απόλαυση. Όταν, λοιπόν, επιθυμεί να κοιτάξει κανείς το μυθιστόρημα με όρους «υπαρξιακού δράματος» που «αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου», όπως προκύπτει από την ανάγνωση του κ. Κοντολέων, τότε, οι λεπτομέρειες της γλώσσας με την οποία εκφράζεται ο ήρωας δεν θα πρέπει να συνιστούν, απλώς, υφολογικά ψιμύθια, αλλά δομικά στοιχεία του χαρακτήρα του, της ύπαρξής του.