Skip to main content
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (29/10-4/11/24)

— Quote της εβδομάδας: «[Ερ.] Ως συγγραφέας, τι τίτλο θα επιλέγατε αν γράφατε βιβλίο για τα πολιτικά κόμματα; [Απ.] Για τη Ν.Δ. θα έβαζα “Νέα Δημοκρατία, παλιά ιστορία, νέα τραγωδία”. Για τον ΣΥΡΙΖΑ: “Αραμπάδες και καρούλια, ραπανάκια και μαρούλια, μια παντόφλα στο κρεβάτι, βάσανα που ’χει η αγάπη”. Ενα σουρεάλ ποιηματάκι που το λέγαμε μικροί στο σχολείο. Για το ΠΑΣΟΚ: “Τον παραμέθυσαν τον ήλιο, σκοτείνιασε κι ο ήλιος”...»

Τάδε έφη Δημήτρης Κουτσούμπας στη συνέντευξη «Αν ήμουν συνθέτης θα έγραφα ένα δημοτικό τραγούδι για τον γίγαντα λαό» (Εφ.Συν., 2/11/24) που παραχώρησε στην Εύα Νικολαΐδου.

 

— Την εβδομάδα που μας πέρασε, όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, οι μεγάλες εφημερίδες δημοσίευσαν αφιερώματα και σχόλια συντακτών τους για τον Θανάση Βαλτινό. Τα κείμενα παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο για κάποιον που έχει διαβάσει Βαλτινό όσο και για εκείνον που δεν έχει εκτεθεί στο έργο του. Ας ξεχωρίσω αρχικά δύο περιπτώσεις. Μία από κάθε κατηγορία. Το «Σοφός, λιτός, αταξινόμητος» (Το Βήμα, 3/11/24)  του Θεόδωρου Παπαγγελή, που προϋποθέτει γνώση του βαλτινού corpus· και το κείμενο του Μιχάλη Τσιντσίνη «Θανάσης Βαλτινός: Αίμα» (Καθημερινή, 1/11/24), που δημοσιεύεται στη στήλη «Απόψεις» και δεν απαιτεί να έχει διαβάσει κανείς Βαλτινό. Το αξιοσημείωτο σε αυτό το ζεύγος κειμένων είναι ότι εστιάζουν ακριβώς στο ίδιο θέμα: στην «αισθησιοκρατία» του Βαλτινού, όπως γράφει ο κ. Παπαγγελής. Τι ακριβώς είναι όμως αυτή η «αισθησιοκρατία»; Γράφει ο κ. Παπαγγελής: 

«Επέλεξε να αφηγηθεί ατομικά πεπρωμένα που νιώθουν στο πετσί τους, που αισθάνονται, τα γεγονότα, ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ιδεολογικές προϋποθέσεις της Ιστορίας που βιώνουν. Αυτή η ομολογημένη “αισθησιοκρατία” άξιζε, αλλά δεν έτυχε, καλύτερης προσοχής από τη μεριά της κριτικής, και όσοι δεν την πρόσεξαν αρκετά ήταν μοιραίο να παραπλεύσουν τα τιμιότερα και να παραπονεθούν που τα “πολιτικοϊδεολογικά κίνητρα” τελούν σε διακριτική συστολή ή σε ολική έκλειψη σε ένα μυθιστόρημα όπως, για παράδειγμα, η Ορθοκωστά».

Όπως επίσης: 

«Η αισθησιοκρατική ποιητική του δεν αφηγείται Ιστορία, ο αναγνώστης δεν καλείται να εννοήσει γεγονότα συντεταγμένα σε ορισμένη πλοκή αλλά να εισπνεύσει επιλεγμένα τοξικά και αρώματα εποχών. Και αυτή είναι η μαγγανεία της ποιητικής του Βαλτινού. Ερήμην της οποίας, όπως ήδη υπαινίχθηκα, πολλοί ζήτησαν από το έργο του αυτό που ο ίδιος ποτέ δεν υποσχέθηκε – κυρίως όσοι, σε χρόνια δίσεχτα και μήνες οργισμένους, είχαν ανάγκη από μια “μεγάλη αφήγηση”, αν όχι εν είδει θριάμβου, τουλάχιστον εν είδει τραγωδίας που θα μπορούσε να διαβαστεί ως ηθικός θρίαμβος και ιδεολογική παραμυθία – πολλώ μάλλον αφού η Κάθοδος των εννιά έμοιαζε να απαντά λίγο πολύ σ’ αυτές τις προδιαγραφές.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι η αριστερή ανάγνωση και κριτική εξ ενστίκτου αναζητεί ιδεολογικά συμφραζόμενα για τα κείμενα που διαβάζει· το πρόβλημα είναι ότι στη ρύμη τέτοιας αναζήτησης, κατά κανόνα, αν όχι πάντα, εμφανίζεται πολύ εννοιοκρατούμενη και νοησιαρχική απέναντι σε ένα πεζογραφικό έργο που ενσωματώνει την Ιστορία ως αίσθηση και όχι ως γνώση. Και δεν χρειάζεται τώρα να πω ότι η Ιστορία ως αίσθηση ατομικών πεπρωμένων πολύ δύσκολα μπορεί να αποφέρει τη λεγόμενη «μεγάλη αφήγηση», η οποία προϋποθέτει έναν αριστοτελικό τύπο ενιαίου και συνεκτικού μύθου με αρχή, μέση και τέλος. Και αν το κλασικό ιστορικό μυθιστόρημα συγκροτεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, έναν τέτοιο μύθο, ο Βαλτινός δεν ανήκει σε αυτήν την ειδολογική ορθοδοξία. Ο δικός του μύθος, ανώτερος από την ιστορική γνώση, αντιστέκεται στην απλή, ιστοριογραφικού τύπου, αναγωγή. Είναι μύθος που ενώ στην ορατή του επιφάνεια έχει αναγνωρίσιμη ιστορική σήμανση και τοποχρονολογική εστίαση, στη βαθιά του δομή αποκαλύπτει ένα καλειδοσκοπικό πανόραμα επιμερισμένων εμπειριών όπου το αδιαμεσολάβητο ένστικτο, όπως αυτό εκδηλώνεται με πράξη και με λόγο, είναι ισχυρότερο από τη γνωστική και αναλυτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, και, κυρίως, όπου η ανθρωπογνωστική αίσθηση είναι ισχυρότερη από την ιδεολογική αναγωγή».

Κρατήστε αυτό το καταληκτικό «[...] όπου το αδιαμεσολάβητο ένστικτο, όπως αυτό εκδηλώνεται με πράξη και με λόγο, είναι ισχυρότερο από τη γνωστική και αναλυτική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, και, κυρίως, όπου η ανθρωπογνωστική αίσθηση είναι ισχυρότερη από την ιδεολογική αναγωγή» και παρατηρήστε πώς ο κ. Τσιντσίνης αποτυπώνει ακριβώς το ίδιο πράγμα, χωρίς όμως το αναλυτικό βάθος και βάρος του κ. Παπαγγελή: 

«Διψασμένοι (“Μας δούλευε η δίψα”). Πεινασμένοι. Κακογραμμένοι (από τη μοίρα). Εκτελεσμένοι. Σφαχτοί. Σκοτωτοί. Μια από τις φωνές των ανθρώπων που είχαν ζήσει τον ζόφο του Εμφυλίου το λέει έτσι στην "Ορθοκωστά" του Θανάση Βαλτινού: "Πεθάναν όλοι", λέει. “Σκοτωτοί”. Που πάει να πει δεν πέθαναν. Τους σκότωσαν.

Η γλώσσα αυτή έχει πιει αίμα. Οχι το αίμα της ζωής ή της συγγένειας. Όχι το αίμα του σκέτου θανάτου της εκπνοής. Αλλά το αίμα του σκοτωμού, που βάφει τον τόπο και τον σημαδεύει. Που μυρίζει χρόνια μετά.

Ο Βαλτινός θησαύρισε αυτή την αιματηρή γλώσσα φωτίζοντας την Ιστορία –με κεφαλαίο– από κάτω. Δίνοντας φωνή όχι σε εκείνους που κατέχονταν από τις μεγάλες ιδέες, για τις οποίες άξιζε ακόμη και να πεθάνεις. Αλλά στους ανθρώπους που βρέθηκαν πιασμένοι στη θύελλα. Το κακό είχε έρθει στην πόρτα τους, χωρίς οι περισσότεροι να το προκαλέσουν. [...] Η λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Βαλτινού ήταν ότι δεν ενδιαφέρθηκε να καταστρώσει ο ίδιος μια τέτοια “μεγάλη” αφήγηση. Ενδιαφέρθηκε μόνο να συλλέξει τα θραύσματα της μνήμης για μια εποχή κατά την οποία οι (πολλοί) αφηγητές του δεν είχαν την πολυτέλεια της πολιτικής, ούτε καν της ηθικής επιλογής.

Η μόνη ηθική επιλογή τότε ήταν να επι-ζήσεις. Τα κίνητρα των ανθρώπων που “ντύνονταν” και έπαιρναν τα όπλα συχνά δεν υπερέβαιναν τον ορίζοντα της επιβίωσής τους. Όπως το λέει ένας από αυτούς: “Τι θα φας, πού θα κοιμηθείς. Στον στρατώνα. Εκεί που δίνουν φαΐ. Αυτή ήταν η αρχή των εντάξεων. Και από τη μια μεριά και από την άλλη. Ο ένας λόγος. Και ο άλλος ήταν η ασφάλεια”.

Αυτή η απογύμνωση της βίας από την ηθική –και ιδεολογική– της επίφαση δεν συγχωρέθηκε στον Βαλτινό, παρότι η “Ορθοκωστά” εκδόθηκε μισόν αιώνα μετά την έναρξη του Εμφυλίου».

Η Ορθοκωστά (Εστία 2011), ενώ είναι εξαιρετικό λογοτεχνικό επίτευγμα, δεν είναι το ιδανικό σημείο εισόδου στο έργο του Βαλτινού. Ποιο είναι; Μα η Κάθοδος των εννιά (Εστία, 2011). Θα προσέξατε ίσως ότι ο κ. Παπαγγελής γράφει ότι «[...] η Κάθοδος των εννιά έμοιαζε να απαντά λίγο πολύ σ’ αυτές τις προδιαγραφές». Ποιες προδιαγραφές; Τις προδιαγραφές μιας «μεγάλης αφήγησης» που ένιωθε ότι είχε ανάγκη η Αριστερά «[...] αν όχι εν είδει θριάμβου, τουλάχιστον εν είδει τραγωδίας που θα μπορούσε να διαβαστεί ως ηθικός θρίαμβος και ιδεολογική παραμυθία [...]». Για να σας βάλω όμως λίγο πιο βαθιά σε αυτή την έννοια της «αισθησιοκρατίας» του Βαλτινού, παρατηρήστε από πού αφορμάται η δημιουργία της ίδιας της Καθόδου. Παραθέτω από το κείμενο «Είμαστε τίποτε άλλο πέρα από γλώσσα;» (Καθημερινή, 3/11/24) του Ηλία Μαγκλίνη: 

«Μια ερωτική απογοήτευση τον ώθησε να γράψει το εμβληματικό διήγημα “Η κάθοδος των εννιά” το 1959: η τραχιά αφήγηση της απελπισίας εννέα ανταρτών που προσπαθούν να φτάσουν στη θάλασσα μα αποδεκατίζονται στην πορεία. “Η ειρωνεία είναι ότι η ‘Κάθοδος’ ήταν συνέπεια τρομακτικής ερωτικής απογοήτευσης. Δεν μου πήγαινε όμως να γράψω ένα ρομάντσο και κατέληξα σε αυτό το πολεμικό αφήγημα γύρω από την ανδρική απελπισία και αξιοπρέπεια. Παρότι, επαναλαμβάνω, προέκυψε από βαριά ερωτική απογοήτευση. Κόντεψα να σκοτωθώ τότε. Ήταν μια βαθιά απελπισία για όλη μου τη ζωή τότε. Όλο αυτό βγήκε στην ‘Κάθοδο’».

Παρατηρήστε ότι ο συγγραφέας νιώθει σχεδόν ενοχή για τη γενεσιουργό αιτία της Καθόδου. Ο Θανάσης Βαλτινός υπήρξε τόσο συνεπής στο έργο του έτσι ώστε ακόμη και ένα κείμενο, που ταίριαζε στις προδιαγραφές ενός μεγάλου ιδεολογικού αφηγήματος, είχε στηθεί, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, πάνω στα συντρίμμια μιας ερωτικής απογοήτευσης. Το προσωπικό, δηλαδή, ο δημιουργός το είχε μεταγράψει ως ιδεολογικό. Τι σημαίνει αυτό; Η αισθησιοκρατία, αν είναι αυθεντική, οφείλει να ερείδεται ακριβώς πάνω σε αυτή τη βαθιά ταύτιση ηθικού (ιδεολογικού) και αισθητικού, που τείνουν, όπως εξάλλου διατείνεται και διάσημος αυστριακός φιλόσοφος, να είναι «ένα και το αυτό»*. Ο Βαλτινός έβλεπε στη στιγμή, στο αισθητικό θραύσμα, το όλον, με τον ίδιο τρόπο που στην ηθική του, στην πολυπρισματικότητα του γενικού, έβλεπε τη μονάδα – τον άνθρωπο.  

Θα κλείσω με μια αναφορά στο κείμενο της Λαμπρινής Κουζέλη «Αντίο, Αντρέα Κορδοπάτη» (Το Βήμα, 3/11/24): «Δεν του έλειψε η αναγνώριση. Διετέλεσε πρόεδρος οργανισμών, του ΕΚΕΒΙ, της Εταιρείας Συγγραφέων και της Ακαδημίας Αθηνών. Στα ετήσια πηγαδάκια για το Βραβείο Νομπέλ εκφραζόταν συχνά η άποψη πως του άξιζε η υπέρτατη διάκριση».  

*Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η «αισθησιοκρατία», εννοιολογικά, δεν ταυτίζεται με την «αισθητική». Η «αισθησιοκρατία», έτσι όπως την πραγματεύεται ο κ. Παπαγγελής, εικάζω ότι είναι μια έκφανση φαινομενισμού.