Skip to main content
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
I know what you did last weekend (16-17/7/22)

— Τη θερινή ραστώνη με τα διαφημιστικά αφιερώματα όπως το «Πενήντα αποχρώσεις του νουάρ» (δεν σχολιάζω τον τίτλο) όπου ο Αριστοτέλης Σαΐνης ανέλαβε να φτιάξει ένα επτασέλιδο αφιέρωμα στο ένθετο της Εφ.Συν. για πενήντα βιβλία αστυνομικής λογοτεχνίας (έντεκα εγχώριες συμμετοχές), ήρθε να διαταράξει ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης στο ένθετο του Βήματος. Το κείμενο για το βιβλίο του Χανς Φάλαντα Ξένος στη χώρα μου - Ημερολόγιο φυλακής 1944 (Gutenberg 2022) έχει τίτλο «Σοκ και δέος στο Γ’ Ράιχ» και συνοδεύεται με υπότιτλο «Η αθλιότητα, ο φόβος, και ο κομφορμισμός της χιτλερικής Γερμανίας μέσα από τη μαρτυρία του κορυφαίου συγγραφέα Χανς Φάλαντα γραμμένη «κρυπτογραφικά» στο ψυχιατρείο όπου τον είχαν κλείσει το 1944». Έχω αναφερθεί ξανά σε κείμενο του κ. Βιστωνίτη, πάλι για βιβλίο των εκδόσεων Gutenberg, και έχω πει χαρακτηριστικά ότι «Είναι κρίμα να φροντίζει ο κ. Δαρδανός να στέλνει τα βιβλία του προς αξιολόγηση και να εισπράττει σε κυριακάτικο φύλλο μια περίληψη της υπόθεσης διανθισμένη με προτάσεις όπως [...]» (λινκ). Δεν αναφέρθηκα από τότε ξανά σε κείμενο του συγκεκριμένου συντάκτη για εύλογους λόγους: δεν έχω σκοπό να επαναλαμβάνομαι και ούτε έχω κάτι με τον κ. Βιστωνίτη προσωπικά. Στο κείμενο όμως της Κυριακής 17/7/22 παρατήρησα κάτι που δεν θα το άφηνα ασχολίαστο γιατί συνιστά ατόπημα που συνοψίζει μια πολύ χαρακτηριστική συμπεριφορά. Το ατόπημα ξεκινάει από τον υπότιτλο και γι’ αυτό τον παρέθεσα ολόκληρο. Όταν ο κ. Βιστωνίτης γράφει αυτό το «[...] στο ψυχιατρείο όπου τον είχαν κλείσει [...]» ανοίγει την πόρτα σε αυτό που θα χαρακτηρίσω ως: «το βλέμμα από την κλειδαρότρυπα». Αν ο συντάκτης του κειμένου περιοριζόταν μόνο σε αυτή την αναφορά στον υπότιτλο θα την προσπερνούσα και θα τον προσπερνούσα, σιωπηρά, και θα σας έλεγα μια πιο ανάλαφρη εμπειρία από τα ένθετα. Αλλά το κείμενο είναι ένας κήπος μαργαριταριών – που θα έκανε και τον ίδιο τον Ζορζ Μπιζέ να ζηλέψει. 

Παραθέτω: «Το έγραψε με φρενήρεις ρυθμούς το 1944 όταν τον έκλεισαν στην ψυχιατρική κλινική της φυλακής [...]», «[...] έμεινε έγκλειστος μόνο τρεισήμισι μήνες [...]», «Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον είχαν κλείσει στη φυλακή ή το ψυχιατρείο. Το 1923 καταδικάστηκε σε εξάμηνη φυλάκιση για υπεξαίρεση. Με την ίδια κατηγορία και το 1926 σε φυλάκιση δυόμισι ετών. Από τότε ακόμη ήταν έντονη η ροπή του στα ναρκωτικά», «Έκτοτε γνώριζε συνεχώς νευρικές καταρρεύσεις και μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία», «Ναρκομανής, αλκοολικός, με συχνά συμπτώματα βαριάς κατάθλιψης [...]», «Ο Φάλαντα κλείστηκε στην ψυχιατρική κλινική επειδή κατά τη διάρκεια ενός καβγά στις 28 Αυγούστου 1944 πυροβόλησε την πρώην σύζυγό του Άννα Ντίτσεν με την οποία όμως εξακολουθούσε να ζει στο ίδιο σπίτι», «Κάτω από αυτή τη στέγη με κλέφτες, βιαστές, δολοφόνους, παράφρονες,, και ημιπαράφρονες ο συγγραφέας θα επιστρέψει «στη ζωή», δηλαδή στο γράψιμο και στη δημιουργία, έστω κι αν ζούσε σε ένα σπίτι νεκρών ψυχών». 

Το κείμενο των περίπου 700 λέξεων περιέχει τόσες αναφορές σε όλα αυτά τα πιο προσωπικά στοιχεία του συγγραφέα και σχεδόν καμία κουβέντα της ουσίας του έργου των 336 σελίδων. Γιατί όμως άραγε επιλέγει ο κ. Βιστωνίτης να αναφερθεί τόσες φορές σε αυτά τα στοιχεία της προσωπικότητας του συγγραφέα; Γιατί απαιτείται να επαναλάβει τόσες φορές αυτά τα στοιχεία; Είναι ο αναγνώστης φίλος ή γνωστός του συγγραφέα που σκοπεύει να τον βάλει σπίτι του; Είναι μήπως ο αρμόδιος κάποιου σωφρονιστικού καταστήματος που θα εγκρίνει την αναστολή της ποινής του ή μήπως κάποια έξοδό του από τη φυλακή; Θα σας απαντήσω ακριβώς τι είναι όλα αυτά: είναι πληροφορίες για τις πληροφορίες, είναι βιογραφική γνώση καθαρής ατόφιας περιέργειας για να καταστεί ο δημιουργός ένα φρικιό, ακριβώς επειδή παρήγαγε έργο ενώ βασανίστηκε· για να διαβάζει ο υποψήφιος αναγνώστης του ημερολογίου και να νιώθει τη μικροαστική θαλπωρή που του επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία ότι έχει γλιτώσει απ' όλα αυτά. Είναι κείμενα σαν του κ. Βιστωνίτη που καλλιεργούν στον αναγνώστη, όχι φυσικά τον έρωτα για τη λογοτεχνία, για το έργο του συγγραφέα, αλλά μια ηδονοθηρική πρακτική λοξοκοιτάγματος προς τη ζωή του δημιουργού – το βλέμμα από την κλειδαρότρυπα. Είναι κείμενα σαν του κ. Βιστωνίτη που κουρδίζουν τον υποψήφιο αναγνώστη –που όλοι τον έχουμε συναντήσει στις παρουσιάσεις βιβλίων– που ψάχνει να ανακαλύψει πίσω από ποιον ήρωα κρύβεται ο συγγραφέας μέσα στο έργο για να βγάλει τα εξωλογοτεχνικά του συμπεράσματα. Είναι κείμενα σαν του κ. Βιστωνίτη που ψάχνουν να μετρήσουν τον συγγραφέα, αντί να διαβάσουν το έργο του, για να δουν αν τους κάνει σαν χαρακτήρας και αν ταιριάζουν τα χνώτα τους γιατί έτσι έμαθαν να προσεγγίζουν όχι μόνο τη λογοτεχνία αλλά και τον άνθρωπο: όχι με όρους έρωτα, αλλά ξεδιαλέγματος και επιλογής μέσα από αυστηρά κριτήρια που τελικά αποκλείουν την πορεία προς την ουσία του έργου του δημιουργού. 

«Ναι, μα εδώ μιλάμε για ημερολόγιο», θα αντιτείνει κάποιος. Το πρόβλημα όμως εντοπίζεται στο ότι τα αποσπάσματα που σας έχω παραθέσει, ο κ. Βιστωνίτης τα άντλησε από ένα βιβλίο 336 σελίδων. Επειδή τυγχάνει να το έχω διαβάσει στην αγγλική μετάφραση θα σας πω ότι αλλού εντοπίζεται η ουσία του ημερολογίου: στο ότι ο Φάλαντα επικεντρώνεται στον απλό καθημερινό άνθρωπο και στους αμέτρητους συμβιβασμούς που αυτός έπρεπε να καταφύγει για να επιβιώσει του ναζιστικού καθεστώτος.

— Αναφέρω στα ενδιαφέροντα του ΣΚ τη συνέντευξη στο Βιβλιοδρόμιο (Τα Νέα 17/7/22) του Τέτζου Κόουλ από τον Δημήτρη Δουλγερίδη (με ζόρισαν κάποιες από τις ερωτήσεις του, στις οποίες ο Κόουλ απάντησε με χάρη και σοβαρότητα) με αφορμή τη μετάφραση από τον Στέφανο Μπατσή τού Ανοχύρωτη πόλη (Πλήθος 2022). Τυγχάνει να έχω διαβάσει το βιβλίο το 2016, στο πρωτότυπο, και θυμάμαι ότι είχα εντυπωσιαστεί. 

— Θα κλείσω με μια αναφορά στην «αβάσταχτη ελαφρότητα των συνεντεύξεων»: ο νικητής του Βραβείου Μπούκερ 2021 (Η Υπόσχεση, Διόπτρα 2022), Ντέιμον Γκάλγκουτ, μιλάει στον Νικόλα Ζώη της Καθημερινής (17/7/22). Διαβάζω: Ειδικά στην Υπόσχεση, κάτι που ο Γκάλγκουτ στ’ αλήθεια μπορεί να κάνει με τις λέξεις, είναι να εναλλάσσει ακόμα και στην ίδια πρόταση, την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη  αφήγηση, γιατί ειδάλλως, ένας συγγραφέας «εγκλωβίζεται σε μια οπτική γωνία, σε έναν τόνο, σε μια φωνή και οι υπόλοιπες οπτικές γωνίες, τόνοι και φωνές πασχίζουν να ακουστούν. Αντιλαμβάνομαι αυτή την τεχνική σαν “λογοτεχνικό κυβισμό” στο πλαίσιο του οποίου η εικόνα σπάει ώστε να παρουσιαστεί από διαφορετικές προοπτικές – αν αυτό δεν ακούγεται πολύ εξεζητημένο». Δεν ακούγεται τόσο εξεζητημένο, κύριε Γκαλγκούτ. Υπενθυμίζω, για όλους τους Μπρακ εκεί έξω, ότι ο Ουίλιαμ Φώκνερ το κάνει από το 1929 στο The Sound and the Fury.