Skip to main content
Σάββατο 19 Απριλίου 2025
Η «μπιζνεζοποίηση» της πραγματικής ζωής

«– [Ερ.] Σε αυτό τον κόσμο τι σας ανησυχεί περισσότερο από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας;

– [Απ.] Η “μπιζνεζοποίηση” της πραγματικής ζωής και της πνευματικότητας».

Από τη συνέντευξη του Μιχαήλ Μαρμαρινού «Σκηνοθετώντας μια πολιτιστική οικολογία» (Καθημερινή, 13/4/25), από τη στήλη «Γεύμα», υπογράφει η Μαρία Κατσουνάκη. 

— Η επέκταση του επιδόματος κώφωσης για όλους τους κωφούς, που ανακοίνωσε χθες ο Πρωθυπουργός, θα μπορούσε να τύχει και μιας πιο συμβολικής ανάγνωσης. Η έρευνα του Inside Story σχετικά με την «Ομάδα Αλήθειας» αναδεικνύεται και ως τρόπος για να διακρίνει κανείς ποια μεγάλα (και μικρά) μέσα κωφεύουν στις αποκαλύψεις.  

— Τα ρεπορτάζ αγοράς για το βιβλίο δεν είναι για τα βιβλία ή τη λογοτεχνία. Οι λίστες/προτάσεις είναι απλώς ελκυστές διαισθήσεων. Ας χαζέψουμε τι κυκλοφορεί. Ας σκεφτούμε για μερικά δευτερόλεπτα τον εαυτό μας να διαβάζει. Όχι στο κρεβάτι, αλλά ιδανικά, άνοιξη γαρ, σε έναν ανθισμένο κήπο, με τις μυρωδιές και το μουσικό χαλί της φύσης – οβελία και κλαρίνων μη εξαιρουμένων. Εξακολουθώ να θαυμάζω την παραγωγή περιλήψεων (blurbs), που, όπως κι αν το κάνουμε, στην εποχή της ΤΝ έχει καταστεί ύποπτα διεκπεραιωτική. Οι λίστες, και οι ίδιες εν δυνάμει λογοτεχνικό σώμα, είναι το αναγκαίο κακό της λογοτεχνίας, ακόμη κι αν στις επόμενες σελίδες αγοράς ακολουθούν τα παροιμιώδη Rolex.

Παραθέτω ένα κολάζ από το «Καλό διάβασμα» του «Κ» της Καθημερινής (13/4/25) σε επιμέλεια Άθου Δημουλά:

«Το βιβλίο διαθέτει σπάνια ομορφιά στη γλώσσα και σπουδαίο ρυθμό, και απόλυτα δικαιολογημένα η 49χρονη Αγγλίδα κέρδισε φέτος το βραβείο Μπούκερ». 

«[...] [Δ]εν μπορούσε να φανταστεί ότι ένα οικογενειακό δράμα 600 σελίδων θα ήταν το πιο έντονο “page turner” βιβλίο που έχει διαβάσει. [...] Η ιστορία είναι κατά βάση δραματική. Τα μέλη μιας ιρλανδικής οικογένειας δοκιμάζονται κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης». 

«Μία ανώνυμη αφηγήτρια θυμάται ανθρώπους που υπήρξαν σημαντικοί για τη ζωή της, εξετάζοντας μέσα από αυτούς τον εαυτό της, τη νιότη της, τις χαμένες και τις κερδισμένες στιγμές, τις λεπτομέρειες. Είναι πολύ γοητευτική η γραφή της Γένμπεργκ. Και οι τελευταίες σελίδες της κάπως σπαρακτικές». 

«Ο τρόπος της Κάτον είναι ήρεμος, δεν φωνάζει τίποτα, δεν θέλει να κερδίσει τις εντυπώσεις και είναι κι αυτός ένας λόγος που τις κερδίζει». 

«[...] “[Έ]γραφε θρίλερ σαν ποιήματα”, είχε σχολιάσει γι’ αυτόν ο Σαμ Λι στον Guardian».

«Πόσο ζηλεύω όσους δεν έχουν διαβάσει το διήγημα Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος και ένα ωραίο απόγευμα θα ανοίξουν ανυποψίαστοι την ομώνυμη συλλογή της Φλάνερι Ο’Κόνορ [...]». 

«Μην παρεξηγηθώ, ο Γκας είναι υπέροχος, αλλά ιδιαίτερος, πολύ έντονος». 

«Το τελευταίο της βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, δεν είναι αυτοβιογραφία, ίσως να είναι να δάσος λέξεων αφιερωμένο στη μητρότητα και τη θυγατρικότητα (sic), και διαβάζεται με ένταση και κάποια ταχυκαρδία». 

«Συγκινητική γραφή σε μία αφήγηση που παρεκκλίνει επιτηδευμένα εκτός ροής, για να βρει ύστερα το δρόμο της προς την κορύφωση».

— «Ποιος άλλος Βρετανός συγγραφέας, αν όχι ο Τζόναθαν Κόου, μπορεί να κοιτάξει με τόση καθαρή ευκρίνεια τις κοινωνικές καταβυθίσεις της χώρας του;» διερωτάται ο Διονύσης Μαρίνος στην παρουσίασή του «Οι 50 μέρες που διέλυσαν τη Βρετανία» (Καθημερινή, 13/4/25) για το Η απόδειξη της αθωότητάς μου του Τζόναθαν Κόου (μτφρ.: Άλκηστις Τριμπέρη, Πόλις, 2025). 

Δεν καταλαβαίνουμε βέβαια γιατί η «ευκρίνεια» πρέπει να είναι και «καθαρή», αλλά δεν έχει σημασία.

Η συνέντευξη «Όλοι έχουμε γίνει παιδιά της Θάτσερ»(ό.π.) που παραχώρησε ο Κόου στη Λένα Ματσιώρη έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα σημεία:

Παραθέτω ενδεικτικά: 

«Νομίζω ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αναγνωρίσει μία αλήθεια για τον εαυτό μας – μία δυσάρεστη αλήθεια, κατά κάποιον τρόπο: ότι τα ανθρώπινα όντα παρακινούνται πολύ περισσότερο από συναισθήματα και συγκινήσεις παρά από σκέψεις ή ιδέες. Κατά έναν περίεργο τρόπο, για μένα αυτό συνδέεται με την άνοδο της ποπ μουσικής τη δεκαετία του 1960: την πολιτισμική πρωτοκαθεδρία μιας καλλιτεχνικής μορφής της οποίας υπέρτατος τρόπος έκφρασης είναι ένα τρίλεπτο τραγούδι που το μήνυμά του είναι απλώς “έτσι νιώθω”».

Ο Τζόναθαν Κόου συνειδητοποιεί την «πρωτοκαθεδρία» του συναισθήματος απέναντι στη σκέψη και τις ιδέες. Και πού να συναντούσε δηλαδή τη Ζωή Κωνσταντοπούλου ή τον Στέφανο Κασσελάκη.

— Με εντυπωσίασε η κάλυψη του θανάτου του Μάριο Βάργκας Λιόσα/Γιόσα από το Bovary. Στο «Ποιος ήταν ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο νομπελίστας συγγραφέας που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη λογοτεχνία» (14/5/25) μπορούσαμε να ενημερωθούμε για τη «σκανδαλώδη προσωπική ζωή» του συγγραφέα. Έχει, για παράδειγμα, μεγάλη σημασία ότι είχε παντρευτεί τη θεία του και μετά την ανιψιά της, με την οποία απέκτησε και τρία παιδιά.    

— Διάβασα τη συνέντευξη της Λίνας Μενδώνη «Θα ήταν ανεπίτρεπτο ο εκάστοτε υπουργός να υποκαθιστά το ΚΑΣ» (Το Βήμα, 13/4/25) στον Γιώργο Νάστο.

«[Ερ.] Λάνθιμος και Ακρόπολη. Είστε προσωπικά σύμφωνοι με την απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου; 

[Απ.] Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ο πιο προβεβλημένος, διεθνώς, σύγχρονος έλληνας κινηματογραφιστής. Η πρόταση που υπέβαλε, όμως, κρίθηκε με τα πάγια κριτήρια που εφαρμόζει, χωρίς παρεκκλίσεις το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, το οποίο, όπως ξέρετε, αποτελείται από 17 μέλη, διακεκριμένους επιστήμονες, ο καθένας στον τομέα του. Το υπουργείο Πολιτισμού είχε κάθε πρόθεση να στηρίξει την ταινία, εξ ου και είχε ήδη εγκρίνει ατέλεια και είχε προβεί στη δέσμευση συγκεκριμένων ωρών για τα γυρίσματα στην Ακρόπολη. Όμως το καθ’ ύλην αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο του ελληνικού κράτους τοποθετήθηκε αρνητικά. Δεν έχει καμία σημασία αν συμφωνώ η διαφωνώ, όχι μόνο με την επίμαχη, αλλά με κάθε γνωμοδότηση του Συμβουλίου. Αυτό θα αποτελούσε παρέμβαση στο έργο του και στην αρμοδιότητα που δίνεις τα μέλη του ο νομοθέτης. Θα ήταν ως ο εκάστοτε υπουργός να υποκαθιστά –ή να καταργεί στην πράξη– το ΚΑΣ. Και αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτο. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο υφίσταται και λειτουργεί για να εκφέρει εμπεριστατωμένη επιστημονική γνώμη πέραν πολιτικών, προσώπων ή σκοπιμοτήτων».

Έχει δίκιο η κ. Μενδώνη. Αν αρχίσει να παρεμβαίνει η κυβέρνηση και να επιβάλλει αποφάσεις, ενώ απαιτείται «εμπεριστατωμένη επιστημονική γνώμη», ποιος δύναται να φανταστεί σε τι ανομίες μπορεί να διολισθήσουμε;