«Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης: Μια συζήτηση με τον Ισραηλινό συγγραφέα Οντέντ Βολκστάιν – Ο Ισραηλινός διανοούμενος που εμπόδισαν να μιλήσει στην έκθεση βιβλίου μιλάει στην Athens Voice» (9/5/25). Τη συνέντευξη υπογράφει η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη.
Παραθέτω:
«– Με ποιον τρόπο αισθάνεστε πως η 7η Οκτωβρίου έχει ίσως επηρεάσει το έργο των Ισραηλινών συγγραφέων; Ή είναι ακόμη πολύ νωρίς για να το πούμε;
Είναι πράγματι πολύ νωρίς για να πούμε. Μου φαίνεται ότι η αρχική λογοτεχνική αντίδραση εκδηλώνεται με τη μορφή της πιο στοιχειώδους και ζωτικής μετάδοσης: της μαρτυρίας. Και αυτό είναι μια φυσική αντίδραση: απέναντι στην ακραία φύση των γεγονότων, γεννιέται μια ηθική αμφιβολία σχετικά με την ίδια τη νομιμότητα της αισθητικής μεταποίησης – μια κρίση πίστης απέναντι στα συνήθη εργαλεία της τέχνης. Μπροστά σε τέτοια γεγονότα, η παρόρμηση είναι να σπάσεις το τζάμι και να αγγίξεις την πραγματικότητα άμεσα, αδιαμεσολάβητα. Μα φυσικά, αυτή είναι μια αφελής επιθυμία.
Με τον καιρό αρχίζεις να βλέπεις ότι ακριβώς εκεί όπου οι λέξεις αποτυγχάνουν, μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει – στα όρια του λόγου, στον χώρο όπου η ομιλία δεν είναι πια δυνατή. Καταλαβαίνεις πως υπάρχουν αλήθειες που μπορούν να αποτυπωθούν μόνο μέσω της έμμεσης ματιάς, μόνο μέσα από το ουσιώδες ψεύδος της λογοτεχνίας. Μα ακόμη βρισκόμαστε στο κέντρο αυτής της διεργασίας».
Διαβάζω την απάντηση του κ. Βολκστάιν. Προσπαθώ όμως να κατανοήσω και την κ. Γλυνιαδάκη. Δεν δικαιούται να ρωτήσει για την 7η Οκτωβρίου; Τι ακριβώς υπαγορεύει να τεθεί μια συγκεκριμένη ερώτηση σε μια δεδομένη στιγμή; Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις 9/5, την παραμονή της προγραμματισμένης εκδήλωσης στη ΔΕΒΘ. Επειδή η εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε, προστέθηκε στις 11/5 ο υπότιτλος που διαβάζετε. Σε κανένα σημείο στη συνέντευξη δεν τίθεται στον κ. Βολκστάιν κάποια ερώτηση που θα μπορούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Τι είδους ερώτηση θα μπορούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση; Κοιτάξτε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.
«Απέναντι στην ακραία φύση των γεγονότων, γεννιέται μια ηθική αμφιβολία σχετικά με την ίδια τη νομιμότητα της αισθητικής μεταποίησης» λέει ο κ. Βολκστάιν. Δυστυχώς αναφέρεται μόνο στην ακραία φύση των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου. Όποιος σήμερα μιλάει κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς αναφορά στη γενοκτονία που λαμβάνει χώρα στη Γάζα, συντάσσεται με την κυβέρνηση του Ισραήλ. «Με τον καιρό αρχίζεις να βλέπεις ότι ακριβώς εκεί όπου οι λέξεις αποτυγχάνουν, μόνο η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει – στα όρια του λόγου, στον χώρο όπου η ομιλία δεν είναι πια δυνατή». Η συζήτηση εμφορείται από θεατρικότητα και παραδοξότητα. Καθόμαστε εδώ και συζητάμε “πολιτισμένα” για τα όρια της γλώσσας στη λογοτεχνία, ενώ γνωρίζουμε και οι δύο τι ακριβώς συμβαίνει. Κοιτάξτε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.
Ο κ. Βολκστάιν εσκεμμένα σιωπά, ειδάλλως δεν θα είχε επιλεγεί για την εκδήλωση. Η σιωπή του τον καθιστά φερέφωνο των “προϊσταμένων” του. Η εκδήλωση του Σαββάτου τελούσε υπό την αιγίδα της πρεσβείας του Ισραήλ. Ο κ. Βολκστάιν δεν σιγήθηκε το Σάββατο επειδή είναι Ισραηλινός, αλλά επειδή ασπάζεται τη γραμμή Νετανιάχου. Για να το κάνω ακόμη πιο ξεκάθαρο, επειδή πάντοτε υπάρχει η ελευθερία της επιλογής: ο κ. Βολκστάιν θα μπορούσε να αρνηθεί να συμμετάσχει σε μια εκδήλωση υπό την αιγίδα της πρεσβείας του Ισραήλ. Όποιος δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη εκδήλωση ασπάζεται την πολιτική Νετανιάχου ή/και είναι αφελής. Κοιτάξτε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.
Το μποϊκοτάζ δεν μπορεί να εφαρμόζεται συλλήβδην με βάση την εθνική ταυτότητα ή την καταγωγή. Δεν μπορούμε να σιγήσουμε έναν συγγραφέα επειδή είναι Ισραηλινός. Μπορούμε όμως, όπως και συνέβη, να ελέγξουμε τη στάση του και να τον σιγήσουμε. Πώς ελέγξαμε τη στάση του; Διαβάστε τη συνέντευξη. Υπάρχουν συγγραφείς που, αν και προέρχονται από το Ισραήλ, ασκούν έντονη κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης Νετανιάχου, υποστηρίζουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων και παλεύουν για μια διαφορετική αφήγηση, που διαφεύγει της κρατικής προπαγάνδας.
Παραθέτω από τη συνέντευξη του Γιουβάλ Νόα Χαράρι «Αν η μηχανή δημιουργήσει μια αίρεση» (Καθημερινή, 15/9/24) στον Γιάννη Παλαιολόγο, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου βιβλίου του Nexus (Αλεξάνδρεια, 2024):
«Ο Νετανιάχου όταν επανεξελέγη τον Δεκέμβριο του 2022 δεν εστίασε στην αντιμετώπιση της Χαμάς ή της Χεζμπολάχ ή του Ιράν· επέλεξε, αντ’ αυτού, να επιτεθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, το μοναδικό αντίβαρο στην ισχύ της κυβέρνησης. Σε αυτό εστίασε εώς τον Οκτώβριο του 2023, παρά τις διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών εναντίον του. Αν είχε αφιερώσει στη Χαμάς το ένα τέταρτο της προσοχής που αφιέρωσε στο Ανώτατο Δικαστήριο, η 7η Οκτωβρίου θα είχε αποφευχθεί. Η δημοτικότητά του αντανακλά το γεγονός ότι η κοινή γνώμη στο Ισραήλ έχει μετακινηθεί πολύ σημαντικά προς τα δεξιά. Είναι μια πιο εθνικιστική, πιο θρησκευόμενη χώρα. Φυσικά, ο μισός πληθυσμός της χώρας τον απεχθάνεται. Είναι η πιο μισητή μορφή στην Ιστορία του Ισραήλ. Τον συγκρίνω με τον Βίκτορ Ορμπάν. Η διαφορά είναι ότι η Ουγγαρία δεν αντιμετωπίζει υπαρξιακό κίνδυνο· δεν θα εισβάλλει κανείς στην Ουγγαρία. Μπορεί συνεπώς να επιβιώσει διχασμένη. Το Ισραήλ δεν μπορεί. Αντιμετωπίζει πραγματικό υπαρξιακό κίνδυνο και για να επιβιώσει πρέπει να είναι ενωμένο. Ακόμη κι αν λατρεύει κάποιος τον Νετανιάχου, είναι αδύνατο να ισχυριστεί ότι μπορεί να ενώσει το Ισραήλ. Συνεπώς, παραμένοντας γαντζωμένος στην εξουσία θέτει ξανά τα δικά του συμφέροντα πάνω από αυτά του έθνους· είναι διατεθειμένος να δει τη χώρα του να καταστρέφεται, αρκεί να διατηρήσει τη θέση ισχύος του. Επιβεβαιώνοντας, δε, με τις πολιτικές του και με τους ανοιχτά ρατσιστές που έχει στο υπουργικό του συμβούλιο τις κατηγορίες των εχθρών του Σιωνισμού, ότι πρόκειται για μια ρατσιστική ιδεολογία, ουσιαστικά δείχνει ότι δεν απλώς μη πατριώτης – είναι και αντισιωνιστής».
Το ζητούμενο, επομένως, δεν είναι να σιωπήσουν όλες οι ισραηλινές φωνές, αλλά να ασκηθεί ηθική και πολιτική ευθύνη απέναντι σε εκείνες που λειτουργούν ως άλλοθι για τη βία. Ο κ. Βολκστάιν καθίσταται εργαλείο του κράτους και της εξουσίας. Εμμέσως πλην σαφώς δεν προσφέρει μόνο πολιτική αλλά και πολιτιστική κάλυψη. Πώς; Με τη σιωπή του για το επίδικο της γενοκτονίας στη Γάζα και με την επιτελεστική επικύρωση μιας κανονικότητας.
Στο τέλος της συνέντευξης η κ. Γλυνιαδάκη ρωτάει: «Υπάρχουν σήμερα ιδιαίτερα αξιόλογοι Ισραηλινοί συγγραφείς που γράφουν στα αραβικά, τους οποίους θα άξιζε να γνωρίσουμε;» Ο κ. Βολκστάιν απαντάει: «Με συγκίνησε ιδιαίτερα η ποίηση της Σέικα Χελάουι, όπως αποδόθηκε στα εβραϊκά από τη Ραχήλ Περέτς και την Ιλάνα Χάμερμαν. Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί η σπουδαία πρωτοβουλία των εκδόσεων Maktoob, υπό την καθοδήγηση του Γεχούντα Σενχάβ, που φέρνει μερικά από τα σημαντικότερα έργα της αραβικής και παλαιστινιακής λογοτεχνίας στο εβραϊκό αναγνωστικό κοινό. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι το έργο “Σε κομμένη γλώσσα” (“In a Severed Tongue”), η πιο ολοκληρωμένη ανθολογία παλαιστινιακής πεζογραφίας που έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα στα εβραϊκά».
Επαναλαμβάνω: επιτελεστική επικύρωση μιας κανονικότητας. Παρατηρήστε τον καμποτινισμό που υποδηλώνει αυτό το «Με συγκίνησε». Η αναφορά στην «πιο ολοκληρωμένη ανθολογία παλαιστινιακής πεζογραφίας που έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα στα εβραϊκά» είναι η έμμεση αναφορά του σε ό,τι συμβαίνει; Κοιτάξτε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.
Το Σάββατο, όταν μετά από παρέμβαση ακυρώθηκε η εκδήλωση, ο κ. Βολκστάιν πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα. Απέναντι στη σιωπή του για τις πρακτικές της κυβέρνησης Νετανιάχου, του στερήθηκε το βήμα που του είχε εξασφαλίσει η κυβέρνηση Νετανιάχου. Η παρέμβαση, σε αυτή τη βάση, προφανώς και δεν συνιστά φίμωση. Είναι μια πράξη πολιτικής συνείδησης που υπερασπίζεται όχι απλώς τα δικαιώματα ενός λαού, του Παλαιστινιακού, αλλά και την ίδια την ηθική ουσία της τέχνης.
Ο Νετανιάχου έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε θεματοφύλακα της εβραϊκής ασφάλειας παγκοσμίως. Στο πλαίσιο αυτό, η τακτική του βασίζεται σε έναν επικοινωνιακό διπολισμό: όποιος είναι με το Ισραήλ, είναι φίλος του εβραϊσμού· όποιος ασκεί κριτική στις κυβερνητικές τακτικές –ιδίως σε σχέση με την Παλαιστίνη– θεωρείται εν δυνάμει αντισημίτης ή αντισιωνιστής.
Η ταύτιση του σιωνισμού με το κράτος του Ισραήλ, και του κράτους με την κυβέρνηση Νετανιάχου, έχει οδηγήσει στην απονομιμοποίηση κάθε προσπάθειας για σοβαρή πολιτική συζήτηση γύρω από τις ευθύνες της ισραηλινής ηγεσίας. Κάθε ένσταση μεταφράζεται αυθαίρετα σε προσβολή κατά του εβραϊκού λαού.
Στο επίκεντρο της στρατηγικής του Νετανιάχου βρίσκεται η εργαλειακή χρήση της μνήμης του Ολοκαυτώματος. Η φρικιαστική εξόντωση έξι εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί έχει αναμφισβήτητα καθορίσει την ηθική συνείδηση της σύγχρονης Ευρώπης. Ωστόσο, αυτή η μνήμη, αντί να λειτουργεί ως πυξίδα κατά της καταπίεσης και του ρατσισμού, χρησιμοποιείται πλέον από την ηγεσία του Ισραήλ ως ρητορικό εργαλείο απονομιμοποίησης των επικριτών της. Η επίκληση του Ολοκαυτώματος ως ασπίδας απέναντι σε κάθε μορφή διεθνούς ευθύνης δεν συνιστά μόνο ρητορική ασέβεια – αποτελεί και βάναυση καπήλευση της ίδιας της μνήμης.
Η πρακτική αυτή, σε τελευταία ανάλυση, δεν προστατεύει το Ισραήλ ούτε τους Εβραίους παγκοσμίως. Αντίθετα, διαβρώνει την εμπιστοσύνη στον ίδιο τον όρο «αντισημιτισμός», καθιστώντας τον εργαλείο πολιτικού συμψηφισμού. Παράλληλα, θολώνει τη διάκριση ανάμεσα στον ρατσισμό κατά των Εβραίων και την αναγκαία κριτική προς μια κρατική πολιτική που παραβιάζει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Εάν αντισημιτισμός καταλήξει να σημαίνει «κριτική στο Ισραήλ», τότε παύει να σημαίνει «ρατσισμός κατά των Εβραίων». Οι πραγματικοί αντισημίτες –που δεν εξέλιπαν ποτέ και αυξάνονται στην ακροδεξιά και σε συνωμοσιολογικά δίκτυα– απαλλάσσονται από την ευθύνη, καθώς ο όρος έχει φθαρεί από την καταχρηστική του χρήση. Οι εβραϊκές κοινότητες μένουν απροστάτευτες από τον πραγματικό κίνδυνο.
Η ηθική υπεράσπιση των Εβραίων δεν μπορεί να βασίζεται σε σιωπές, φίμωση ή πολιτικό εκβιασμό. Πρέπει να βασίζεται στη σαφή διάκριση ανάμεσα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στη γεωπολιτική σκοπιμότητα. Και όταν αυτή η διάκριση καταστρατηγείται, τότε όλοι –και το ίδιο το Ισραήλ– χάνουν.
Κοιτάξτε τη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο.