Skip to main content
Σάββατο 22 Μαρτίου 2025
Μέσα απ’ τη δική μου ματιά

Καταρχάς το γεγονός: ο θάνατος του Μίμη Δομάζου πριν λίγες μέρες, στις 24 Ιανουαρίου 2025, σε ηλικία 83 ετών. Πιθανότατα ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής που έβγαλε ποτέ το ελληνικό ποδόσφαιρο και εν πάση περιπτώσει αδιαμφισβήτητα ένας από τους δύο - τρεις κορυφαίους. 502 συμμετοχές και 134 γκολ με τη φανέλα του Παναθηναϊκού από το 1959 ως το 1980, με την οποία κατέκτησε εννέα Πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα Ελλάδος, έχοντας επίσης μια εμβόλιμη παρουσία στην ΑΕΚ, με την οποία κατέκτησε ένα ακόμη πρωτάθλημα την περίοδο 1978-79, με 34 συμμετοχές και άλλα 5 γκολ. Με την Εθνική Ελλάδος είχε 50 συμμετοχές και 4 γκολ (σε εποχές που οι αγώνες ήταν πολύ λιγότεροι και μαζί τους η ευκαιρία να αθροίσεις συμμετοχές και γκολ). Φυσικά το πετράδι στο στέμμα του ήταν και το πετράδι στο στέμμα του ελληνικού ποδοσφαίρου μέχρι το 2004 και το Euro, ο ιστορικός τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών τον Μάιο του 1971 στο Γουέμπλεϊ εναντίον του Άγιαξ, τον οποίο ακολούθησαν τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους οι τελικοί του Διηπειρωτικού Κυπέλλου εναντίον της Πενιαρόλ. Ας μην βάλουμε στο μιξ κι ένα Βαλκανικό Κύπελλο –ό,τι κι αν ήταν αυτό– φτάνουν και περισσεύουν τα παραπάνω. Και μολονότι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονταν και κατηγοριοποιούνταν τα πρωταθλήματα τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα θέλει συζήτηση, πάντως πριν την έλευση του Δομάζου ο Παναθηναϊκός μετρούσε μόλις τρία πρωταθλήματα, «με τον Δομάζο αρχηγό» πήρε εννέα, ενώ μετά το τέλος της καριέρας του, στα επόμενα σαρανταπέντε χρόνια, έχει πάρει οκτώ. Ξανά, προς εμπέδωση: πριν τον Δομάζο τρία, με τον Δομάζο εννέα, μετά τον Δομάζο ως τώρα οκτώ. 

Κι αν δεν είναι αυτή κληρονομιά, τότε ποια είναι; Ένας λόγος παραπάνω αν κανείς είναι φουλ οπαδός του Παναθηναϊκού, όπως ο γράφων. Κι όμως, μολονότι ο γράφων έχει επίσης εμμονική παρουσία στα σόσιαλ μίντια, μετά το θάνατο του Δομάζου σκεφτόταν πως δυσκολευόταν να αναρτήσει κάτι που θα αποτύπωνε μια αυθεντική συγκίνηση. Δυσκολευόμουν με άλλα λόγια να βρω αυτή την εντελώς προσωπική σύνδεση με τον άνθρωπο που είχε μόλις πεθάνει. Θα επανέλθω πιο κάτω στην ανάγκη προσωπικής σύνδεσης, γιατί το ζητούμενο του κειμένου δεν είναι το πώς ένιωσα «εγώ», αλλά ένα γενικότερο γνώρισμα των καιρών μας, της σύνδεσης σχεδόν των πάντων με εμάς και την ματιά μας, της επιθυμίας μας να μιλήσουμε για τα πράγματα τοποθετώντας κάπου μέσα τους –αν όχι και στο επίκεντρό τους– εμάς τους ίδιους. 

Γιατί λοιπόν δεν μου προέκυπτε η συγκίνηση; Επειδή «δεν τον πρόλαβα». Όσο τεράστια κι αν είχε υπάρξει η σκιά του, όσο κι αν έμαθες από παιδί ότι ήταν ο καλύτερος, ο ιστορικότερος, ο πιο σημαντικός, ο πιο διαρκής, εκείνος που οδήγησε την ομάδα σου στον άθλο των άθλων, όσο κι αν τον έβλεπες συνεχώς παρόντα μετά στις εξέδρες του γηπέδου, όσο κι αν έχεις δει και ξαναδεί βίντεο και στιγμιότυπα των αγώνων του, αν δεν τον έχεις προλάβει στα χρόνια που ήταν ακόμα ενεργός, τότε δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί και ο βιωματικός μηχανισμός παραγωγής πρωτογενών αναμνήσεων. Μην μπορώντας έτσι να συνδεθώ «εγώ», έμενε μόνο ο –άπλετος– σεβασμός, αλλά όχι η πηγαία συγκίνηση: η αντικειμενική αποτίμηση και όχι η υποκειμενική νότα. Και οι νότες με τις οποίες γράφεται το σάουντρακ της εποχής μας είναι υποκειμενικές κι όχι αντικειμενικές.  

Αν δει κανείς στο YouTube το ντοκιμαντέρ “Once in a Lifetime” για την κατάκτηση του μουντιάλ του 2022, θα διαπιστώσει κάτι που ίσως δεν φανταζόταν πριν: την ύπαρξη μιας κάποιας διάκρισης ανάμεσα στους Αργεντινούς οπαδούς της Εθνικής τους ομάδας (αν και τα υπόλοιπα εδώ συνιστούν πλεονασμό, θα αρκούσε το σκέτο Αργεντινούς). Όλοι φυσικά ήθελαν σαν πιο τρελοί κι από τρελούς το τρίτο Παγκόσμιο Κύπελλο της χώρας, αλλά οι πιο νέοι, όσοι δεν είχαν προλάβει το μουντιάλ του Μαραντόνα το 1986, το ήθελαν περισσότερο. Υπήρχε λόγος σοβαρός: πίσω απ’ τα μουστάκια τους, μαζί με το ζόρι έκρυβαν κι ένα συγκριτικό εις βάρος του Μέσι γέλιο οι παλιοί –είχαν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του Ντιέγκο– καθάρισαν αυτοί.

Ο Μέσι ήταν ο ήρωας της γενιάς των νεότερων, της δικής τους εποχής, τον Μέσι τον είχαν δει και ξαναδεί και ξαναδεί να θριαμβεύει με την φανέλα της Μπαρτσελόνα και να τρώει τα μούτρα του με την φανέλα της Αργεντινής. Το μεγαλειώδη κατορθώματα του Ντιέγκο τα είχαν δει μόνο σε βίντεο. Και υπάρχει εδώ μια σημαντική διαφορά, που έχει να κάνει γενικά με το ποδόσφαιρο. Η διαφορά δεν είναι το αν θα δεις τον άλλο στο γήπεδο. Προφανώς δηλαδή και η εμπειρία του γηπέδου είναι κάτι άλλο, καμία αντίρρηση ως προς αυτό. Αλλά όταν βλέπεις ένα ματς στην τηλεόραση, δεν βλέπεις τηλεόραση, βλέπεις ματς. Όπου μα όπου και να το βλέπεις, στο γήπεδο, στην τηλεόραση, στο λάπτοπ, ακόμα και στο κινητό, ακόμα κι αν δεν το βλέπεις καν και το ακούς στο ραδιόφωνο, ακόμα κι αν ούτε καν το ακούς και τσεκάρεις κάθε τόσο τη διακύμανση του σκορ, όλο αυτό είναι τελικά μια ενιαία εμπειρία, ένα ενιαίο ψυχόδραμα. Ο συνεκτικός δεσμός είναι η αγωνία για την έκβαση του ποδοσφαιρικού αγώνα. Για αυτό δεν υπάρχει τίποτα πιο ξενερωτικό απ’ το να έχει η μετάδοση διαφορά ήχου και να ακούς τι έγινε λίγα δευτερόλεπτα πριν το δεις, ή να το βλέπεις από συσκευή στην οποία φτάνει το σήμα αργότερα και να ακούς στα διπλανά σπίτια ή καφετέριες να ουρλιάζουν, ενώ εσύ βλέπεις ακόμα την μπάλα να είναι στο κέντρο ή πλάγιο άουτ. Ποδόσφαιρο είναι το διακύβευμα. Το δεν ξέρω τι θα γίνει. Το θέλω πάρα πολύ να γίνει και ταυτόχρονα δεν ξέρω τι θα γίνει. Όταν λυθεί η απορία, όταν δοθεί η απάντηση, το να επανέλθεις στον αγώνα για να δεις highlights είναι πια κάτι άλλο, ένας άλλης τάξης ζήτημα, άλλης τάξης εμπειρία, άλλης τάξης έργο. Ακόμα κι αν είσαι Αργεντινός και κλαις εκ των υστέρων βλέποντας τον Μαραντόνα στο Μεξικό, ακόμα κι αν είσαι Παναθηναϊκός και κλαις εκ των υστέρων βλέποντας την πορεία προς το Γουέμπλεϊ. Δεν είναι ίδιο κλάμα με το ζωντανό.

Τα συγκροτήματα και οι τραγουδιστές που δεν ήταν της εποχής σου, μπορούν κάλλιστα να γίνουν δικοί σου, μπορείς κάλλιστα να αγαπάς τραγούδια που γράφτηκαν δεκαετίες στις οποίες ήσουν ακόμα αγέννητος. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με ταινίες και ηθοποιούς. Ακόμα περισσότερα και μάλλον εξ ορισμού με βιβλία, όπου πηγαίνουμε και αιώνες πριν. Γιατί η επαφή με το τραγούδι, την ταινία, το βιβλίο δεν είναι αρχειακή, είναι πρωτογενής. Ενώ με τα σπορ είναι. Και αρχειακή συγκίνηση είναι δύσκολο να υπάρξει. Όταν βλέπω και ξαναβλέπω ντοκιμαντέρ για τον Μάικλ Τζόρνταν, όσο κι αν με μεταφέρουν σε έναν μυθικό χωρόχρονο, δυσκολεύομαι να φανταστώ ότι κάποιος που δεν πρόλαβε τον Τζόρνταν, τον Γκάλη ή τον Μαραντόνα μπορεί να νιώσει ό,τι νιώθουν εκείνοι που τους πρόλαβαν. 

Μόνο καινοφανής δεν είναι η διαπίστωση, αντίθετα μετρά πολλά χρόνια πια από τότε που πρωτοειπώθηκε και έχει καταστεί κοινός τόπος: το πένθος στα σόσιαλ και οι ριπολογίες (sic) που το συνοδεύουν γίνονται με όρους του πώς συνδέομαι εγώ με τον ένα ή τον άλλο επώνυμο, του τι σήμαινε εκείνος για μένα. Κι όσο κι αν κανείς θα μπορούσε να αναρωτηθεί μήπως συνέβαινε πάντα αυτό και δεν πρόκειται για φαινόμενο που γέννησαν τα σόσιαλ, σίγουρα πάντως πρόκειται για φαινόμενο που γιγάντωσαν. Σημαίνει ας πούμε αυτό (για να αναφέρω ως παράδειγμα τον θάνατο ενός άλλου πάρα πολύ μεγάλου μεγέθους, που πέθανε μερικές μέρες νωρίτερα από τον Δομάζο) ότι νεκρολογώντας τον Ντέιβιντ Λιντς, δεν μιλάμε για τον Λιντς αλλά για μας: «Κάνε στην άκρη Ντέιβιντ, κάμερα σε μένα, για το πώς με έκανες να νιώθω»; Δεν ξέρω, σίγουρα ως έναν βαθμό συμβαίνει κι αυτό, από την άλλη, για να κάνουμε και τον δικηγόρο του βιωματικά πενθούντος, αυτό ακριβώς δεν είναι και το ζητούμενο της τέχνης, της πολιτικής, του αθλητισμού και γενικότερα κάθε δράσης στη δημόσια σφαίρα; Το να έχουν συνδεθεί προσωπικά οι άνθρωποι μαζί σου, το να έχουν δημιουργήσει το δικό τους δεσμό; Με άλλα λόγια, μιλώντας για τον όποιο Λιντς μέσω εσού, ναι, μιλάς για σένα, αλλά μιλάς και για τον Λιντς. Απλά να: μιλάς υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά. Αν όμως δεν τον πρόλαβες, πώς να πεις πειστικά: «Κάνε στην άκρη Μίμη, κάμερα σε μένα, κάμερα σε μας». Είναι σαν η έλλειψη του βιωματικού «μας» να κλείνει εντελώς τα φώτα της κάμερας. 

Αν περάσει κανείς έξω απ’ το Χίλτον με αυτοκίνητο ημιακινητοποιημένο (sic) λόγω της κίνησης, θα δει ανάμεσα στις παλιές φωτογραφίες, που εν είδει εικαστικής έκθεσης περιβάλλουν το χώρο γύρω από το εργοτάξιο, κι ένα σημείωμα που γράφει: «Ένα εμβληματικό τοπόσημο μέσα από την δική μου ματιά». Αν περάσει μετά με τα πόδια, θα δει ότι πρόκειται για την ματιά του εξαιρετικού διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, η πιο πρόσφατη δουλειά του οποίου είναι το “Α Complete Unknown”, το πολύ καλό biopic για τον Μπομπ Ντίλαν. Αλλά περνώντας με το αυτοκίνητο το τίνος είναι η ματιά δεν μπορείς να το δεις. Κι όμως δεν ξαφνιάζεσαι και τόσο. Είναι σαν να βλέπεις μια ακόμη ανάρτηση. Βρισκόμαστε ακριβώς στην καρδιά της εποχής του «Μέσα από την δική μου ματιά». Όποιος κι αν είσαι, έχεις μια ματιά που θεωρείς αρκετά σημαντικό να τη μοιραστείς. Και μάλιστα να τη μοιραστείς ως τέτοια: διακηρυγμένα ως ματιά. Και ακόμα περισσότερο βρισκόμαστε στην καρδιά μιας εποχής, στην οποία ο υποκειμενισμός, το γνώμη μου και το ματιά μου επεκτείνονται και στα πλέον αδιαμφισβήτητα δεδομένα. 

Έτσι, αν ανήκουμε σε εκείνους που η δική μας ματιά δεν συνδέθηκε πρωτογενώς με τον Μίμη Δομάζο, που η δική μας ματιά δεν είδε τον Μίμη Δομάζο να αγωνίζεται, δεν βίωσε αγωνίες αποτελέσματος, θριάμβους ή αβάσταχτες ήττες ή συμβιβαστικές ισοπαλίες, αν τον Δομάζο στο γήπεδο τον είδαμε εκ των υστέρων και αρχειακά, δεν έχουμε τελικά βλέμμα να επενδύσουμε. Ό,τι κι αν έκανες, Μίμη Δομάζο, όσο μεγάλο κι αν ήταν, αδυνατούμε να συγκινηθούμε με αντικειμενικά δεδομένα, αδυνατούμε να συγκινηθούμε έξω από εμάς. Μας θέλουμε μέσα στην εικόνα.