Skip to main content
Πέμπτη 15 Μαΐου 2025
Oφείλουμε να μας φροντίζουμε

Πράγματα που εξακολουθούν για κάποιο λόγο να υπάρχουν: το Big Brother, ένας ακόμη κύκλος του οποίου ξεκίνησε να προβάλλεται πριν μια βδομάδα στην ελληνική τηλεόραση. Φαίνεται ότι δεν έχει ξεκινήσει καθόλου καλά από πλευράς τηλεθέασης, κάποτε όμως η Ελλάδα άλλαζε χρόνο μαζί του. Με χτυποκάρδια κιόλας. Πρωτοχρονιά του 2002, ο Κώστας Σημίτης μπροστά σε ένα ΑΤΜ κραδαίνει περιχαρής τα πρώτα εικοσάευρα και πενηντάευρα, ο Λουκάς Παπαδήμος δίπλα του χειροκροτεί, έχουμε σπεύσει να προμηθευτούμε ειδικά κομπιουτεράκια χειρός για να κάνουμε τις μετατροπές του 1 ευρώ = 340,75 δραχμές και να μην πιανόμαστε κότσοι στις συναλλαγές μας, αλλά η ψυχή μας, αέναα ρομαντική, δεν μπορεί να ενστερνιστεί την τεχνοκρατική συγκίνηση του τότε και του μελλοντικού πρωθυπουργού, είναι συντονισμένη στην αγωνία ενός άλλου διδύμου ανδρών, καθώς ο Πρόδρομος και ο Τσάκας είχαν φτάσει στον μεγάλο τελικό.

Η αναμονή της ανακοίνωσης του τελικού αποτελέσματος, δραματική μουσική στη διαπασών, μπορούσες να αντιληφθείς με κατάπληξη πόσο σουρεαλιστικά γελοίο ήταν να χτυπά δυνατά η καρδιά σου, ειδικά όταν είχες δομήσει κι έναν εαυτό μέσα από την άρνηση να βλέπεις «ελληνική τηλεόραση», όταν είχες δομήσει κι έναν εαυτό μέσα από την άρνηση όλου του τηλεοπτικού πολιτισμού. Κι όμως χτυπούσε. Η κατάπληξη επανέρχεται τώρα, κοντά δυόμισι δεκαετίες αργότερα, όταν διαπιστώνεις πως η μυθοπλασία των ελληνικών σειρών που τόσο είχες περιφρονήσει, άφησε τελικά ένα κάποιο στίγμα, δημιούργησε τελικά αναμνήσεις και ταυτίσεις, νεότεροι θυμούνται χαρακτήρες και καταστάσεις κι αναφέρονται σε αυτές, υπάρχει τελικά κάτι πανίσχυρο στο μυθοπλαστικό, για κάποιο λόγο τελικά από καταβολής κόσμου οι άνθρωποι διηγούνται στον εαυτό τους ιστορίες. Παρά την τερατώδη τους δημοφιλία, τα ριάλιτι μοιάζει να άφησαν πολύ μικρότερο στίγμα. Ελάχιστα ως καθόλου ανακαλούνται οι ιστορίες των παικτών. Μολονότι «παιχνίδια χαρακτήρων», οι χαρακτήρες τους, οι «αληθινοί» τους χαρακτήρες, δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκροτηθούν σε ιστορίες, σε ένα συνεκτικό σώμα αφήγησης. 

Εποχή πρώτου Βig Brother, εποχή που χαρακτηριζόταν από την αντιδιαστολή των δύο Μικρούτσικων, ως συμβόλων δυο αντιθέτων πόλων πολιτισμού. Και το πιο ενδιαφέρον με τον Ανδρέα Μικρούτσικο δεν ήταν απλώς ότι είχε πάρει τόσο διαφορετικό δρόμο από τον Θάνο, αλλά κι ότι είχαν ξεκινήσει κι αρκετά απ’ τον ίδιο. Το «Να 'μαστε πάλι εδώ Ανδρέα» π.χ. ήταν και παραμένει ένα μεγάλο τραγούδι. Ως παρουσιαστής του Big Brother ο Ανδρέας Μικρούτσικος ήταν μια μακιαβελική φιγούρα, έχοντας πατεντάρει έναν πολύ δύσκολο να αντιγραφεί τρόπο παρουσίασης - συμμετοχής, ο οποίος συνδύαζε το μιζάρισμα στην ακραία κατινιά και το τσίγκλισμα των χαμηλότερων ενστίκτων των παικτών από την μια, με μια διανοητική θολούρα αναγωγής όλου αυτού σε κάτι σπουδαιοφανές από την άλλη, αναγωγή όμως την οποία ήταν αρκετά συγκροτημένος ώστε να μπορεί να την υποστηρίζει χωρίς να γίνεται εντελώς καταγέλαστος. 

«Μέχρι παιχνίδια έχουν βγάλει που οι παίκτες ζουν σε μια γυάλα και τους βλέπουμε όλοι εμείς» θα τραγουδήσει ο Φοίβος Δεληβοριάς στον «Καθρέφτη» του το 2003, λίγα χρόνια μετά όλοι εμείς αρχίσαμε να βλέπουμε όλους εμάς, όλοι εμείς γίναμε παίκτες και θεατές μαζί, το παιχνίδι άρχισε να διεξάγεται όχι απλά σε διαρκή αλλά και σε χωρίς τέλος ροή, η γυάλα έγινε από τηλεοπτική σοσιαλμιντιακή, τα κέρδη δεν πήγαιναν σε ντόπιους καναλάρχες αλλά σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη στις ΗΠΑ και πιο μετά και στην Κίνα, άλλαξε όλη η ζωή, άλλαξε κατεξοχήν η ζωή μας, και θα έπεφτε κεραυνός να έκαιγε μερικούς από εμάς αν χρωματίζαμε το φαινόμενο με αποκλειστικά ή έστω κυρίαρχα μελανά χρώματα. Ήταν ό,τι ήταν, είναι ό,τι είναι, η ζωή άλλαξε. Μέχρι την επόμενη αλλαγή της· ή ίσως κι όχι, ας ρωτήσουμε ένα από τα διαθέσιμα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης να δούμε τι απάντηση θα μας δώσει. 

Ο παρουσιαστής του νέου κύκλου του Βig Brother ονομάζεται Πέτρος Λαγούτης, είναι ηθοποιός και κατά τα φαινόμενα είναι κι αρκετά γνωστή παρουσία, αφού τον επέλεξαν για παρουσιαστή. Τρία μόλις χρόνια πριν, είχε αναφερθεί σε τηλεοπτική του συνέντευξη στα ριάλιτι, μιλώντας υποτιμητικά και διαχωρίζοντας μάλιστα εκείνα που έχουν κάτι το διαγωνιστικό και κάπως σώζονται, από τα τύπου Βig Brother, τα οποία αποκάλεσε χάσιμο χρόνου και σκουπίδια. Σε ερώτηση δε τι θα έκανε, αν του γινόταν πρόταση να συμμετάσχει στο Big Brother, απαξίωσε και να απαντήσει.

Ένα ερώτημα λοιπόν είναι γιατί επέλεξαν εκείνον ως παρουσιαστή. Πιθανότατα είναι τραβηγμένο να σκεφτεί κανείς ότι τον επέλεξαν ακριβώς επειδή είχε κράξει, καθώς άλλα κριτήρια επικρατούν σε τέτοιες αποφάσεις, ωστόσο έστω και κατ΄αποτέλεσμα είναι σαν να υπάρχει ένας μυστικός αλγόριθμος ενσωματωμένος στο σύστημα, που σκοπό του έχει να λειτουργεί διδακτικά, επιμορφωτικά, παραδειγματικά, υπενθυμίζοντας για μια ακόμη φορά σε όλους μας πως όταν τα χρήματα μιλούν, τα μπούλσιτς αποχωρούν. 

Όταν κάτι γίνεται συγκεκριμένο, όταν βρίσκεσαι ενώπιον μιας αληθινής πρότασης, όταν τα όσα πίστευες και υποστήριζες στο θεωρητικό και αξιακό πεδίο συγκρούονται με την πραγματικότητα, η συνθήκη και τα δεδομένα αλλάζουν. Υπάρχουν λογιών και λογιών συγκρούσεις με την πραγματικότητα: άλλες στις οποίες απλά τρως τα μούτρα σου, διαψεύδεσαι, ματαιώνεσαι. Εκεί, όσο επώδυνο κι αν είναι, δεν μπαίνεις πάντως σε καμία διλημματική κατάσταση. Η συγκεκριμένη σύγκρουση σε πλήττει στο ένα πεδίο, σε αποζημιώνει όμως και με το παραπάνω στο άλλο. Και σε αποζημιώνει με την πιο κυριολεκτική έννοια του όρου. Κι ίσως το δίλημμα δεν είναι αν θα φανείς αξιοπρεπής, συνεπής και μη ξεφτίλας, αλλά αν θα φανείς μαλάκας και χαζός.   

Γιατί για ποια ξεφτίλα τελικά μιλάμε; Ίσως είναι μεγαλύτερη ξεφτίλα και ντροπή να μην τα καταφέρνεις όσο θα μπορούσες στη ζωή, να μένεις πίσω, να μην κυνηγάς τις ευκαιρίες, να μην τις αρπάζεις, να τις αρνείσαι για λόγους αρχής. Υπάρχει μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια απ’ το να μην έχεις αρκετά λεφτά;  Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια ανώτερη αρχή μπροστά στην οποία όλοι να κάνουμε πίσω. Και να υπάρχει πάντως, δεν είναι η συνέπεια λόγων και έργων. Είναι δύσκολο να ντραπείς αρκετά, γιατί τελικά και η κατακραυγή δεν είναι τόσο μεγάλη. Και μολονότι ζούμε σε κουλτούρα κατακραυγής, όντας με το δάχτυλο στο πληκτρολόγιο πανέτοιμοι να κανιβαλίσουμε γεμάτοι αποτροπιασμό το ένα ή το άλλο, εδώ μάλλον δεν πρόκειται ούτε για το ένα ούτε για το  άλλο. Δεν υπάρχει κάτι στα αλήθεια κακό εδώ. Σου δίνουν δουλειά με καλά λεφτά και δεν πολυκολλάει με όσα έλεγες ως τώρα ή και με όσα ακόμα λες; Κλάιν. Έλα, μην κολλάς, αν όχι όλοι, οι συντριπτικά περισσότεροι το ίδιο θα κάναμε στη θέση σου. Η δουλειά είναι δουλειά, τα λεφτά είναι λεφτά, οι απόψεις και τα πιστεύω είναι απόψεις και πιστεύω. Έχε τις σωστές απόψεις, μην τυχόν και πεις κάτι λάθος και προσβάλλεις καμία κατηγορία ανθρώπων και καμία ταυτότητα, και όλα εντάξει. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. 

Μακάρι να μπορούσαμε να σώσουμε εμείς τον κόσμο. Δεν μπορούμε. Εκείνο που μπορούμε όμως είναι να σώζουμε τον εαυτό μας. Και ο εαυτός μας δεν είναι η ψυχή μας, αλλά η ατομική μας, ή έστω η οικογενειακή μας, επιβίωση, η διασφάλιση των καλύτερων δυνατών βιοτικών συνθηκών. Οφείλουμε να μας φροντίζουμε. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αξία, η ισχυρότερη αρχή, το πιο συκοφαντημένο ιδανικό. Δεν εκπίπτεις, δεν είσαι ανακόλουθος, ακολουθείς την μεγαλύτερη αξία. Ήδη από τα χρόνια του Καβάφη κατέβαλε τους ανθρώπους το μεγάλο Όχι. Τους κατέβαλε για μια ζωή. Κι αν δεν το μετάνιωναν λέγοντάς το, ήταν γιατί αν έκαναν αλλιώς θα πήγαιναν πέρα στην τιμή και την πεποίθησή τους. Τώρα πεποίθηση και μεγάλα Ναι κινούνται στην ίδια κατεύθυνση: οφείλουμε να μας φροντίζουμε. Όσο λιγότερα λεφτά, τόσο μικρότερη φροντίδα.