Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Στην κοινωνία του Ταξίμ

Πριν μπόλικα χρόνια, ίσαμε τριάντα, ως δραγουμάνος μιας εμπορικής εταιρείας, συντσξίδευα από Ολλανδία έως Κύπρον, αλλά κυρίως εξεστράτευα προς Τουρκία. Υπήρχε ένα εργοστάσιο λευκών και μαύρων ειδών, ήτοι TV και VCR και παζαρεύαμε την εισαγωγή τους στην Ελλάδα.Φυσικά, διοδεύαμε την βόρεια ακτή της Προποντίδας, συχνά διανυκτερεύοντας στη Ραιδεστό (με πρωινό μπαγιατικο ψωμί και πεντέξη ελιές και αραιό τσάι) αλλά ενιοτε σταματουσαμε στη Σηλύβρια για να τσακισουμε καβούρια και κάναμε συχνές στάσεις στο Μπουγιούκ Τσεκμετζέ με το άγαλμα του αρχιτέκτονα Σινάν ,όπου ήκμαζε ένα τεράστιο παραθαλάσσιο παζάρι από είδη προερχόμενα από το ανατολικό μπλοκ , από έπιπλα έως κοκκαλακια μαλλιών για κυρίες. Το ίδιο φαινόμενο, ακομη πιο έντονο, γνώριζαν οι Θεσσαλονικείς σε αυτοσχέδια παζάρια στον κάμπο των Γιαννιτσών και αλλού με κύριο έκθεμα μία ξυλόπηκτη είσοδο ρουμάνικου μοναστηριού στη Λάρισα,που χαλβαδιάζαμε ώσπου κάποιος το αγόρασε,μάλλον για είσοδο disco.

Στην Πόλη, δεν την οργώσαμε αποτελεσματικα΄, περιοριζόμενοι στην κατηφόρα της Ιστικλάλ, και στην πλατεία Ταξίμ, διαμένοντας στο μόνο καζίνο που υπήρχε τότε, το τερατικό σε ύψος «Ετάπ Μάρμαρα», ξενοδοχείο που υπάρχει ακόμη και το πρωινό του αρκούσε για τριών ημερών γεύμα.Στην γωνία του Ταξίμ προς την Ιστικλάλ, υπήρχε το Μαξίμ, ένα νυχτερινό κέντρο που πάντα είχε ουρά στην είσοδο, επειδή εκεί τραγουδούσε ο διαβόητος «Λιμπεράτσε» της χώρας, ο  Ζεκί Μουρέν.

Ζητησαμε από τη ρεσεψιόν εισιτήρια για την παράσταση και πέσαμε διάνα. Το Μαξίμ είναι ένα τεράστιο αμφιθέατρο που δεν μοιάζει με τα ελληνικά ξενυχτάδικα, ανκαι δεν ξέρω πολλά. Στο κέντρο του μια πασαρέλα. Στη μια άκρη ένας τεράστιος χώρος για ορχήστρα στην άλλη ένα πολυτελέστατο θεωρείο για να κάθεται ο ιδιοκτήτης του χώρου, ενίοτε επιλέγοντας να συγκαθίσει με εκλεκτους πελάτες. Τα τραπέζια των πελατών ήταν βαθμιδωτά και το τραπέζι μας είχε ελληνική και τούρκικη σημαία. Aντιστοιχουσε ένα γκαρσόνι ανά πελάτη.Το πρόγραμμα ξεκίνησε με τον Τάτλισες ,που είχε έρθει και στην Ελλάδα. Και μετά βγήκε ο Ζεκι Μουρέν, υπό το προσωπείο μιας ευτραφούς βαθύφωνης ντίβας, σκεπασμένος από λούλουδα και πούλουδα, εκλεκτής βραχνάδας λαρύγγι, με άπειρους θαυμαστές που έστρωναν στο διάβα της πασαρέλας, χρυσά ρολόγια, φορέματα,φουλάρια και μερικοί έπεφταν μπροστά του για να τους πατήσει.

Η πασαρέλα του ανήκε. Ήξερε , παρά την ηλικία του (τότε ήταν προφανώς εξηντάρης)  να κατέχει την  τέχνη του και κατάφερνε να μη εκφράζεται ως sissy, αλλά ως μία εκδοχή της Μύλιττας.Σε δευτερόλεπτα ξεχνουσες πως ήταν γυναικωτός-τόσο πολύ ήλεγχε την ανδρική συμπεριφορά. Η φωνή του άλλαζε κλιμακες πανεύκολα και οι κινήσεις των χεριών του,άλλοτε παρακλητικές, άλλοτε αυταρχικές, όδηγουσαν το πλήθος σε έκσταση.Δεν επρόκειτο να ξαναδώ τέτοιο θέαμα στη ζωή μου. Μήτε θυμάμαι πόσες φορές άλλαξε θαυματουργιώς η ορχήστρα, εννοώ την εμφάνιση και το χρώμα του ταξίντο της-μόνον οι υπαίθριες ορχήστρες της Ραγούζας προκαλούσαν παρόμοια αίσθηση σαστίσματος.

Το Πρόγραμμα δεν τραβουσε πολύ-ζήτημα να ήταν συνολικά  μιας ώρας υπόθεση. Περίσσεψε χρόνος να κατηφορίσουμε την ράγα από το τραμάκι της Ιστικλάλ, να ανέβουμε τα σκαλιά του «Χατζημπαμπά», με τις ευρηματικές συνταγές και να χωθουμε το Τσιτσέκ Πασατζί, την στοά των Ανθέων που κατέληγε αναπάντεχα σε μια σκοτεινή ψαραγορά από ποικιλίες του Βοσπόρου.