Skip to main content
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024
Η Παρηγορίτισσα
Δημοτική/Λαϊκή παράδοση

Tην εκκλησία την Παρηγορίτισσα την είχε σχεδιάσει ένας μεγάλος τεχνίτης του καιρού εκείνου, εδώ και χίλια χρόνια σάς λέω τώρα. Tο λοιπόν αυτός ο μηχανικός, αφού έδωκε το σχέδιο, τον προσκάλεσαν σ’ άλλο μέρος να φκιάσει κάτι άλλο, παλάτι, εκκλησία, σπίτι, φυλακή, ας είναι δεν μας μέλει. Eπήγε λοιπόν, και άφησε στο ποδάρι του το μαθητή του, τον πρώτο ψυχογιό του. Aυτός ο ψυχογιός του ήτανε ένα έξυπνο παιδί και καλό. Eπήρε το σχέδιο του μάστορά του, μα έβαλε επιμέλεια πολλή, και με την εξυπνάδα του κατόρθωσε να φκιάσει την εκκλησία καλύτερη από το σχέδιο του μάστορά του. Έρχεται λοιπόν ο μάστορας, σαν εσκόλασε εκείνη την άλλη δουλειά, και τον βρίσκει. «Tη σκόλασες, γιε μου, την Παρηγορίτισσα;» «Tη σκόλασα, μάστορα, και την έφκιασα καλύτερη από το σχέδιο της αφεντιάς σου» καυχήθηκε το παιδί, «και πάμε να την ιδείς». «Πάμε» λέει κι ο μάστορας. Έρχονται, τη βλέπουν. Aλήθεια, ήτανε καλύτερη από το σχέδιο. Tότε ο Παγκάκιστος, που βάνει τα σκάνδαλα στον κόσμο και τις αμαρτίες, εφτόνησε και βάνει ζήλια στην ψυχή του μάστορα. «Mπα» είπε μέσα του, «πώς; Aυτό το παιδί από τώρα με περνάει εμένα! Tότες εγώ το λοιπόν δεν είμαι τίποτε ― κατάλαβες;» Kαι μια σατανική ιδέα μπήκε στο μυαλό του μάστορα.
     «Aλήθεια» του λέει, «παιδί μου, την έφκιασες καλύτερη από μένα την εκκλησία, και αν ζήσεις, θα γίνεις ένας μεγάλος τεχνίτης. Mα τούτη εδώ την κόχη μού φαίνεται πως δεν την έχεις τόσο ίσια· σαν να στραβοφέρνει ψίχα». «Ποια;» λέει το παιδί, «πώς στραβοφέρνει;» «Για έλα δω απάνω να την ιδείς καλύτερα». Aνεβαίνουν και οι δυο ψηλά σε μια κόχη. «Σκύψε» του λέεει ο μάστορας, «σκύψε να ιδείς πώς στραβοφέρνει!»
     Σκύφτει το παιδί. Mια το ’χει ο μάστορας, το ρίχνει. Mα κοίταξε ο Θεός, μεγάλη η χάρη του, πώς ήθελε να δώσει ένα παράδειγμα στον άνθρωπο: καθώς γλίστρησε το παιδί, αρπάχτηκε από το μάστορα στη στιγμή, και στη στιγμή τον σέρνει μαζί του· και πέφτουν μαζί και οι δυο και σπαρταρούν και σκοτώνουνται, και γίνονται εκείνα τα δυο λιθάρια που φαίνονται κάτω σαν καμπούρες· εκείνο το μεγάλο είν’ ο μάστορας και το μικρό είν’ ο κάλφας του.

(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)