Skip to main content
Τρίτη 16 Απριλίου 2024
Μποϋκοτάζ στα πολεμικά παιχνίδια
Καλιότσος Παντελής

[ Ο μπαρμπα-Γάντζος, έμπορος παιχνιδιών, παρακινεί τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου της Μανωλίτσας να παίξουν πόλεμο, με σκοπό να τους πουλήσει τα πολεμικά του παιχνίδια. Ο φαρμακοποιός κύριος Γουργούρης, φίλος της ειρήνης, στενοχωριέται. Ο τραυματισμός ενός ανάπηρου γέρου, του Σαλιγκαρά, γίνεται αφορμή να σταματήσει ο πόλεμος. Τα παιδιά είναι: ο Αρχηγός, ο Φούφης, ο Στρατάρχης, ο Κοντρα-Κουτός, ο Πίπης, ο Βότσης (το Λεγόμενο Λεωφορείο) και άλλα. ]
 
Ήταν απόγευμα, 10 Δεκεμβρίου. Οι γιορτές των Χριστουγέννων πλησίαζαν. Το σπίτι του Σαλιγκαρά κόντευε να τελειώσει. Όλα τα παιδιά δούλευαν με τον ίδιο ενθουσιασμό κι όλο γύρευαν ευκαιρίες να πάνε να μαστορέψουν. Σε μια βδομάδα ο μύλος του Μπάρδα είχε γίνει αγνώριστος. Το σπιτάκι είχε γίνει καινούργιο. Απόχτησε μια γερή στέγη με κεραμίδια, χτίστηκαν οι τοίχοι κι ασπρίστηκαν. Ακόμα κι ένας περίβολος έγινε με νεαρά δεντράκια και μια μικρή αποθήκη για ξύλα. Όσο για το εξωτερικό, ο καθένας έφερε κάτι απ’ το σπίτι του, ώστε να επιπλωθεί. Μπήκε κρεβάτι με κουβέρτες, ένα τραπέζι, μια καρέκλα, μια σόμπα, ώς και ανθοδοχείο βάλανε. Ο Σαλιγκαράς δεν πίστευε στα μάτια του. Τέτοιο σπίτι μόνο στ’ όνειρό του το ’χε δει μια νύχτα που κρύωνε και πεινούσε. Τώρα τον είχαν αναλάβει υπό την προστασία τους τα παιδιά. Και μα το Θεό, δεν υπάρχει ωραιότερο παιχνίδι… Κανείς δεν ήθελε να τελειώσει. (Όσο γι’ αυτό, ο κύριος Γουργούρης του είχε υποσχεθεί ότι θα τους βρει άλλες δουλειές.)
  Αυτό τ’ απόγευμα, λοιπόν, τα παιδιά δούλευαν με τον συνηθισμένο τους ενθουσιασμό, όταν συνέβηκε κάτι που έμελλε να παίξει μεγάλο ρόλο στην ιστορία.
  Τώρα θ’ άρχιζαν οι ωραίες δουλειές που άρεσαν σ’ όλους, κυρίως τα βαψίματα. Εδώ όμως παρουσιάστηκαν οικονομικές δυσκολίες. Πού να βρεθούν τα λεφτά για μπογιές και πινέλα; Υπήρχαν όμως κι άλλες ανάγκες.
  Κάποια στιγμή, ο Φούφης, που είχε αναλάβει το άσπρισμα του δωματίου, ανέβηκε στη μοναδική καρέκλα του Σαλιγκαρά, για να φτάσει ψηλά. Ήταν κιόλας άσπρος απ’ τους ασβέστες σαν χιονάνθρωπος. Τότε όμως ακούστηκε ένα κρακ-πατατράκ-ντραν-ντριν, το σπάσιμο της καρέκλας πάνω στον ντενεκέ, κι ο Φούφης βρέθηκε ξαπλωμένος στο πάτωμα, ανάμεσα σε μια λίμνη από ασβέστη.
  – Ωχ, ωχ, έκανε.
  Μερικοί τρέχουν να τον βοηθήσουν να σηκωθεί.
  – Χτύπησες, Φούφη;
  Κάνοντας μόνο «ωχ, ωχ», ο Φούφης κάθισε στωικά, κι αντί να πει τίποτ’ άλλο, είπε κοιτάζοντας το σπασμένο πόδι της καρέκλας:
  – Πάει, έσπασε… Μου φαίνεται θα σπάσω τον κουμπαρά μου να του πάρω μια καρέκλα. Το τανκς δεν μου χρειάζεται.
  – Χτύπησες, ρε Φούφη, τόνε ρωτάει ο Αρχηγός.
  – Μπα… χτύπησα λίγο.
  Πιο φιλοσοφικό άνθρωπο δεν έχω ξαναδεί απ’ το Φούφη. Αφού κούτσαινε τώρα, λέει δεν πειράζει!
  Οι δυο αρχηγοί διέταξαν διάλειμμα και συμβούλιο.
  – Μας χρειάζονται λεφτά, είπε ο Στρατάρχης, και πρέπει πάλι να κάτσουμε να κατεβάσουμε ιδέες.
  – Αυτό λέω κι εγώ, είπε ο Αρχηγός.
  Όλοι κάθισαν ολόγυρα κι άρχισαν τις προτάσεις: «Εγώ λέω να κάνουμε έρανο». «Εγώ λέω ν’ αρχίσουμε να λέμε τα κάλαντα». «Μπα, νωρίς είν’ ακόμα».
  – Εγώ λέω να βγούμε για κυνήγι και να τα πουλήσουμε, είπε ο Σπίνος.
  Μερικοί δεν κατάλαβαν για ποιο ζήτημα μιλούσαν, και φώναζαν το δικό τους:
  – Εγώ λέω να χτίσουμε και μια πισίνα για μπάνιο.
  – Να φτιάξουμε ένα γήπεδο για μπάλα.
  – Να φυτέψουμε ένα δάσος.
  Γινότανε μεγάλη φασαρία.
  – Ένας ένας! φώναξε ο Στρατάρχης. Όποιος θέλει να μιλήσει, να σηκώσει το χέρι του. Διαφορετικά, θ’ αναγκαστώ να διακόψω τη συνεδρίαση.
  Το Λεωφορείο σήκωσε το χέρι του:
  – Εγώ έχω ένα σχέδιο, είπε. Λέω να στείλουμε ένα γράμμα στους πρωθυπουργούς των κρατών.
  – Γιατί;
  – Να τους πούμε να χαλάσουν όλες τις ατομικές μπόμπες. Γιατί ώσπου να μεγαλώσουμε κάποια θα σκάσει, δεν μπορεί.
  – Ναι, ναι, φώναξαν όλοι μαζί.
  – Όλες τις οβίδες να τις κάνουν ανθοδοχεία, είπε κι ο Φούφης.
  Ένας ξαφνικός ενθουσιασμός σηκώθηκε που δημιούργησε πάλι πανδαιμόνιο. Ο Αρχηγός όμως είχε τη αίσθηση σαν κάτι σοβαρό να ξεχάστηκε και ρώτησε:
  – Πού θα βρούμε λεφτά για μπογιές;
  – Να φωνάξουμε τον κύριο Γουργούρη.
  – Ο Φούφης έχει δίκιο, είπε ο Στρατάρχης. Πρέπει να σπάσουμε τους κουμπαράδες μας.
  Η πρόταση αυτή σήκωσε μερικές αντιρρήσεις, ιδίως απ’ τους μικρούς. Τα λεφτά τους τα μάζευαν για κάποιο σοβαρό σκοπό: για παιχνίδια.
  – Και πώς θ’ αγοράσω το τόμιγκαν;* ακούστηκε η γκρινιάρικη φωνή του Κόντρα-Κουτού.
  – Αυτός θέλει ν’ αγοράσει τόμιγκαν! φώναξε κάποιος δίπλα του.
  – Τι να το κάνεις το τόμιγκαν, ρε μπουμπούνα; φώναξε άγρια ο Αρχηγός. Ακόμα δεν κατάλαβες πως οι πόλεμοι τελείωσαν;
  – Οι πόλεμοι τελείωσαν, οι πόλεμοι τελείωσαν, άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί χοροπηδώντας.
  Και την ίδια στιγμή, ένας μικροκαβγάς σημειώνεται:
  – Αυτός κλοτσάει!
  – Ψέματα λέει! Αυτός βάζει το πόδι του, επίτηδες.
  – Η συνεδρίαση διακόπτεται! δήλωσε ο Στρατάρχης. Σας είχα προειδοποιήσει.
  – Να φωνάξουμε τον κύριο Γουργούρη, τον κύριο Γουργούρη! φώναξαν όλοι.
  Η εντολή δόθηκε, το Λεωφορείο έβαλε μπρος αμέσως. Έστριψε με την όπισθεν, ύστερα έφερε το τιμόνι στα ίσια, κι άρχισε να κατηφορίζει με φόρα. Σε λίγο χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, και μόνο η κόρνα του ακουγότανε, που σε λίγο έσβησε κι αυτή:
  – Παααα-πουπίπουου… παααα-πουπίπουουου…
 
  Είναι παράξενο: ένα Λεωφορείο με τέτοια ταχύτητα, όταν περπατάει πλάι στον κύριο Γουργούρη πάει σα σαράβαλο. Εκείνος ανοίγει τα κανιά του σα να πετάει, και το Λεωφορείο προσπαθεί να τον φτάσει! Πολύ περισσότερο τώρα που ο φαρμακοποιός φαινόταν ενθουσιασμένος. Μόνο που δεν έτρεχε. Γιατί;
  Στο δρόμο το Λεωφορείο τού είπε καταπληχτικά πράματα: «Ο Κόντρα-Κουτός ήθελε ν’ αγοράσει τόμιγκαν με το χαρτζιλίκι του, αλλά τα χαρτζιλίκια μάς χρειάζονται, κι ο Φούφης έφαγε μια τούμπα, μας χρειάζονται μπογιές, διότι οι πόλεμοι τελείωσαν, θα φτιάξουμε πισίνες και δάση.»
  – Πες τα με τη σειρά, χριστιανέ μου, δεν κατάλαβα τίποτα, είπε ο κύριος Γουργούρης.
  – Αποφασίσαμε να μην αγοράσουμε πολεμικά παιχνίδια, είπε κοφτά το Λεωφορείο.
  Ο κύριος Γουργούρης τινάχτηκε :
  – Τι; τι; Για ξαναπέστο αυτό !
  – Αποφασίσαμε να μην ξαναγοράσουμε πολεμικά παιχνίδια, ξανάπε το Λεωφορείο.
  Ακόμα και ο σκούφος και τα γυαλάκια του κυρίου Γουργούρη έδειξαν την κατάπληξή τους. Άρπαξε το Λεωφορείο στην αγκαλιά του και το σήκωσε ψηλά σαν αυτοκινητάκι. Του ’σκασε δυο φιλιά κι αμέσως τ’ άφησε δίπλα του κι άρχισε να τρέχει κατά το μύλο του Μπάρδα μονολογώντας :
  – Βρε πώς δεν το σκέφτηκα τόσο καιρό; Πώς δεν το σκέφτηκα; Νά σχέδιο μια φορά! Πο-ποο! τι έχει να γίνει! Ποποπόο!…
  Φτάνοντας στο μύλο του Μπάρδα, ούτε ανάσα δε στάθηκε να πάρει. Άρχισε να τους χαιρετάει όλους διά χειραψίας και να τους αγκαλιάζει, ενώ αυτοί δεν ήξεραν τι ακριβώς συμβαίνει. Ύστερα στα καλά καθούμενα ξεκαρδίστηκε στα γέλια, κι αμέσως όλος ο τόπος πλημμύρισε στα γέλια.
  – Ποποπό! Τι μεγαλοφυΐες είσαστε σεις, παιδιά μου! Ώστε απαγορεύονται τα πολεμικά παιχνίδια, έ;
  – Ναι, ναι, ναι! φώναξαν όλοι.
  – Χοχό! Θα τινάξουμε στον αέρα το εμπόριο του θανάτου! Ζήτω! Κι έρχονται κι οι γιορτές! Είναι αδύνατο να φανταστείτε, παιδιά μου, τι έχουν ετοιμάσει αυτοί οι κύριοι για τις γιορτές! Ατομικά υποβρύχια, ατομικές μπόμπες, πύραυλους, τανκς, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τηλεβόλα, υπερτηλεβόλα, αεροπλάνα, θωρηχτά, ασφυξιογόνα, όλμους, μπιστόλια, κι όλ’ αυτά σε απίθανες ποσότητες. Τον άκουσα τον κύριο να τηλεφωνάει. Αν δεν αγοράσει κανείς, μα κανείς, τότε καταστράφηκαν μια για πάντα. Άμ’ έπος άμ’ έργον*. Είστε όλοι σύμφωνοι;
  – Σύμφωνοι, σύμφωνοι, φώναξαν μ’ ενθουσιασμό.
  Μόνο ο Κόντρα-Κουτός κάτι μουρμούρισε πάλι:
  – Τα μικρά θα μας χαλάσουν τη δουλειά, κύριε Γουργού… Εγώ λέω να τα διώξουμε.
  – Τι λέμε τόση ώρα ρε μπουμπούνα; φώναξε ο Αρχηγός. Δεν κατάλαβες;
  – Ο πατέρας μου μού είπε… άρχισε ο Κόντρα-Κουτός.
  – Σώπα! Σας το λέω να το ξέρετε: Όποιος μικρός πάει ν’ αγοράσει πολεμικό παιχνίδι, θ’ ανοίξω το κουτάκι με τις καρπαζές.
  Ο κύριος Γουργούρης μπήκε στη μέση:
  – Το μόνο πράμα, φίλε μου Θανάση, που δεν καταργεί τη βία. Δεν πρόκειται ν’ ανοίξεις κανένα κουτάκι. Παιδιά είναι, τι θες να κάνουν;
  – Παιδιά είναι, δε λέω, αλλάαα… έκανε ο Αρχηγός.
  – Απλούστατα, όποιος αγοράσει πολεμικό παιχνίδι δε θ’ ανήκει πια στη παρέα μας. Τελεία και παύλα.
  – Δεν είπαμε να μην αγοράσουμε και τίποτα! έκανε ο Φούφης.
  – Ασφαλώς όχι. Γιατί δηλαδή; Δε μας κάνουν τα τρένα, τα μεκανό, οι μπάλες, τα βαπόρια, τα ποδήλατα, οι φυσαρμόνικες;
  – Καλά σού λέει ο κύριος Γουργούρης.
  – Eγώ δε θ’ αγοράσω τανκς, είπε ο Φούφης. Προτίμησα ένα ποδήλατο.
  – Κι εγώ προτίμησα ένα κρις-κραφτ, είπε ο Κόντρα-Κουτός.
  Χωρίς καθυστέρηση, ο κύριος Γουργούρης κάθισε κι έγραψε μια ανακοίνωση που την υπόγραψαν όλοι, ακόμα κι πιο μικροί, Ύστερα η διάσκεψη συνεχίστηκε σα να ’τανε πάρτι. Αργά τ’ απόγευμα διαλύθηκαν με ζητωκραυγές, πηγαίνοντας ο καθένας σπίτι του κι έχοντας περάσει την ωραιότερη μέρα της ζωής του. Ο Αρχηγός με τον Στρατάρχη περπατούσαν αγκαλιασμένοι, κι ο κύριος Γουργούρης γύρισε στο φαρμακείο τραγουδώντας.
 
 
 
* το τόμιγκαν: είδος αυτόματου τουφεκιού.
* άμ’ έπος άμ’ έργον: αρχαία παροιμιακή φράση: μια που το ’παμε, να το κάνουμε.

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)