Skip to main content
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Κάλανδα βαΐτικα
Δημοτική/Λαϊκή παράδοση

Στο νοικοκύρη
 
Αφέντη, όντας γεννήθηκες, σε θρέφαν τα λιοντάρια,
κι εβγήκες ο ξεδιαλεχτός μέσα στα παλικάρια.
Άλλοι κουρσεύουν με σπαθιά κι άλλοι με τα δοξάρια,
και συ, τι θάμα είν’ αυτό, κουρσεύεις με το μάτι.
Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες.
 
 
 
Εις την κυρά
 
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη,
κυρά μ’, όταν εκίνησες να πας στην εκκλησία,
η στράτα ρόδα γιόμισε κι η εκκλησιά το μόσκο,
κι από το μόσκο τον πολύν οι τοίχοι ραγιστήκαν.
Παπάδες, διάκοι σε κοιτάν, το διάβασμά τους χάνουν,
τα ψαλτικά τους λησμονούν ψαλτάδες, κανονάρχες.
 
 
 
Στο μεγάλο γιο του νοικοκύρη
 
Έλα κι ας το παινέσουμε τούτο το παλικάρι,
οπό’ ’χει πλάτες γι’ άρματα κι αρμούς για το λιθάρι
και χέρια γοργογύριστα να ρίχνουν τη σαΐτα,
να σαϊτεύει τα πουλιά και τά ομορφα κορίτσια.
 
 
 
Στο μικρό γιο του νοικοκύρη
 
Κυρά, έχεις όμορφο μικρό, στο μόσκο αναθρεμμένο,
το λούζουν, το στολίζουνε, στο δάσκαλο το στέλνεις·
το καρτεράει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα,
το καρτεράει η δασκάλισσα με δυο κλωνάρια μόσκο.
«Παιδί μου, πού ’ν’ τα γράμματα, παιδί μου, πού ’ν’ ο νους σου;»
«Τα γράμματά μου στο χαρτί κι ο νους μου πέρα δέρνει,
πέρα στις νιες τις όμορφες, πέρα στις μαυρομάτες,
πο’ ’χουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σα γαϊτάνι».
 
 
 
Στη θυγατέρα του νοικοκύρη
 
Μάνα, τη θυγατέρα σου τη μικροκανακάρα,
την έλουζες, τη χτένιζες, στα σύννεφα την κρύβεις.
Και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκεν η κόρη,
φανήκαν τα σγουρά μαλλιά, τ’ αρχοντικά πλεξίδια.

(από το βιβλίο: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Εκλογή από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Γράμματα, 1991)