Skip to main content
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
Ύμνος εις την Ελευθερίαν
Σολωμός Διονύσιος

1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
 
2
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
 
3
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.
 
4
Άργειε νά ’λθει εκείνη η μέρα,
και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα ’σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
 
5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε να λες
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
 
6
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι
από την απελπισιά,
 
7
κι έλεες· πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι από τ’ς ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές!
 
8
Τότ’ εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
 
9
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
 
10
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
 
11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
άλλ’ ανάσαση καμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά!
 
12
Άλλοι, ωιμέ! στη συφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
σύρε νά ’βρεις τα παιδιά σου,
σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
 
13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολόκληρο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.
 
14
Ταπεινότατη σού γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.
 
15
Ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
 
16
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ενδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
 
17
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τ’ς εχθρούς,
εις την γη την μητρική σου
έτρεφ’ άνθια και καρπούς,
 
18
εγαλήνευσε· και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.
 
19
Όλοι οι τόποι σου σ’ εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.
 
20
Εφωνάξατε ώς τ’ αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
και εσηκώσανε τα χέρια,
για να δείξουνε χαρά,
 
21
μ’ όλον που ’ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.
 
[Τριπολιτσά]
35
Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίξεις πιθυμάς.
 
36
Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είν’ άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
 
37
Σου προβαίνουνε και τρίζουν,
για να ιδείς πως είν’ πολλά.
Δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
 
38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά,
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά ’βρει η συμφορά.
 
39
Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή·
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
 
40
Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;
Λίγα τα αίματα, γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν’ ανεβεί.
 
41
Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν·
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.
 
42
Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά·
νά, σας φθάνει· αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά.
 
43
Αποκρίνονται, και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
 
44
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
 
45
Α! τί νύκτα ήταν εκείνη,
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.
 
[Δερβενάκια - Κόρινθος]
75
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·
δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά
εις τους πλατάνους, δεν λάμπει
εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.
 
76
Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί.
 
77
Τρέχουν άρματα χιλιάδες,
σαν το κύμα εις το γιαλό·
αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
 
78
Ω τρακόσιοι! σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ’ εμάς·
τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
 
79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθον αποκλειούνται
κι όλοι χάνουνται απ’ εδώ.
 
80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο·
 
81
και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
 
82
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς!
 
83
Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες,
οπού κάνουνε χορό.
 
84
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
 
85
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
 
86
Μες στα χόρτα, στα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ.
Φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
 
87
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
 
[Μεσολόγγι]
88
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
 
89
Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
 
90
σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά·
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
 
91
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
 
92
Αγροικάει την ψαλμωδία,
οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει την φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
 
93
Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’, άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες εσύ.
 
94
Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
 
95
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη
χείλος, μέτωπο οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι,
κι όλα γύρω σου είναι φως.
 
96
Το σπαθί σου αντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς.
 
97
Με φωνή που καταπείθει
προχωρώντας ομιλείς·
«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη,
ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής».
 
[Η διχόνοια]
141
«Παλληκάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
 
142
Απ’ εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική·
αλλά ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί·
 
143
Μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη,
αχ! τον νουν σάς τυραννεί.
 
144
Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή·
καθενός χαμογελάει,
πάρ’ το λέγοντας, και συ.
 
145
Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
 
146
Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην ’πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.

(από το βιβλίο: Σπύρος Kοκκίνης, Σχολική ποιητική ανθολογία, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου και Σιας A.E., 1974)