Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Ο Αγιοπετρίτης
Ροΐδης Εμμανουήλ

Αι ιδέαι ημών περί ευτυχίας φαίνονται μεταβαλλόμεναι μετά της ηλικίας. Ο άνθρωπος, τον οποίον κατήντησα κατά το γήρας μου να θεωρώ ως τον ευτυχέστατον των επί της γης θνητών, ουδενός μοι εφάνη άξιος εξαιρετικού μακαρισμού, ότε συνέβη νέος ων να τον συναντήσω. Ενεχαράχθη μεν η εικών αυτού εν τη μνήμη μου ανεξαλείπτως ως περιέργου τύπου του γένους των διπόδων, απτέρων και πλατωνύχων ζώων, ως ωνόμαζεν ο Πλάτων τους ανθρώπους, αλλά μετ’ ουδενός συνεδέετο αισθήματος φθόνου της επιγείου τύχης του, την οποίαν δεν ηδυνάμην τότε να φαντασθώ πολύ διαφέρουσαν της των προβάτων και των αροτήρων βοών, ίνα μη είπω των οστρειδίων και των σπόγγων.
    Την άνοιξιν του έτους 1864 σπεύδων να φέρω εις πέρας ικανώς γνωστόν νεανικόν μου πόνημα, το οποίον δεν μοι είναι ευχάριστον να μνημονεύσω, έτυχε να λάβω ανάγκην μεσαιωνικών τινων τόμων, μη υπαρχόντων ούτε εν τη δημοσία ούτε εν ουδεμιά άλλη εν Αθήναις βιβλιοθήκη. Εσκέφθην να κομίσω αυτούς εξ Ευρώπης και ανεδίφησα τους τιμοκαταλόγους των παλαιοπωλών, αλλά τα βιβλία ταύτα ήσαν μάλλον ακριβά. Οικονομικώτερον λοιπόν και βεβαίως διασκεδαστικώτερον μοι εφάνη να εκπηδήσω προς αναζήτησιν αυτών εις την πλησιεστάτην ευρωπαϊκήν βιβλιοθήκην. Τοιαύτη ήτο η της Νεαπόλεως. Εκεί εύρον όσα εζήτουν πλην της απαραιτήτως εις εμέ αναγκαίας ιστορικής πραγματείας του Σπαγχάιμ, του διηγουμένου πράγματα εκπληκτικά και απίστευτα περί του Πάπα Ιωάννου του ογδόου. «Το σύγγραμμα τούτο δεν έχομεν ημείς, μοι απήντησεν ο βιβλιοφύλαξ, αλλά γνωρίζω ότι υπάρχει αντίτυπον αυτού εν τη ιδιαιτέρα βιβλιοθήκη του Σεμιναρίου του Αγ. Πέτρου. Πολύ όμως αμφιβάλλω αν θα σας επιτραπή να εξετάσητε αυτό».
    Αφού διέπλευσα πέλαγος προς αναζήτησιν της μονογραφίας ταύτης, άδικον θα ήτο να φεισθώ ωρών τινων σιδηροδρομικής πορείας. Την μεθεπιούσαν ευρισκόμην εις μίαν των αυλών του Αγ. Πέτρου αναζητών την είσοδον του Σεμιναρίου, φιλόφρων δέ τις ρασοφόρος ευηρεστήθη να με οδηγήση εις το κατάλυμα του θυρωρού της ιερατικής σχολής. Ούτος ήτο σεβάσμιος πρεσβύτης, φέρων στακτόχρουν εκ χονδρού υφάσματος επενδύτην σχήματος κάπως μεσαιωνικού, εξ ίσου αρχαϊκάς μαλλίνας περικνημίδας και πόρπας εκ χάλυβος εις τα υποδήματα στιλπνάς και μεγάλας, οίας εφόρουν των προπάππων του οι πατέρες. Αλλά πολύ μάλλον της ενδυμασίας είλκυσε την προσοχήν μου η έκφρασις του προσώπου του. Εν αυτή εικονίζετο ποσόν ηρέμου μακαριότητος, όσον παρ’ ουδενί άλλω ανθρώπω έτυχέ ποτε να θαυμάσω. Παροιμιώδης κατήντησεν η έκφρασις υπερανθρώπου γαλήνης, ην κατώρθωνον οι αρχαίοι γλύπται να μεταδώσωσιν εις των θεών την φυσιογνωμίαν, αλλ’ έτι πληρεστέρα μ’ εφάνη του γέροντος εκείνου θυρωρού η αποξένωσις από πάσης δυναμένης να ταράξη την ηρεμίαν των θνητών συγκινήσεως. Εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να μαντεύση, ότι ουδέποτε ο άνθρωπος εκείνος έτυχε να κλαύση ή να γελάση, ουδ’ ηδύνατο να εννοήση πώς κατώρθωσεν ο χρόνος να σκάψη επί του μαρμαρίνου προσώπου του ρυτίδας. Ότε εισήλθον, εκράτει επί των γονάτων μικρόν ερίφιον, μετά του οποίου εφαίνετο φιλικώς συνδιαλεγόμενος, αφού δε επληροφορήθη ότι επεθύμουν να εισαχθώ εις το αρχείον του Σεμιναρίου, ηγέρθη βραδέως, απέθεσεν ηρέμα το εύμορφον ζώον επί του τάπητος, αφού ησπάσθη αυτό δις, και είτα δια βραδείας μελωδικής φωνής: «Αναβαίνω, είπε, να ίδω αν ο οσιώτατος αρχειοφύλαξ είναι επάνω. Περιμείνατε, παρακαλώ, ολίγα λεπτά». Το δωμάτιον όπου ευρισκόμην ωμοίαζε κελλίον ασκητού. Μόνον αυτού κόσμημα ήσαν αι επί του τοίχου λιθογραφίαι ενδόξων Παπών και ρήσεις των πατέρων της Εκκλησίας εντός πλαισίων εκ χρυσοχάρτου. Το κελλίον εκοινώνει δι’ ανοικτής θύρας προς κήπον, εις τον οποίον μετέβην όπως αναμείνω του θυρωρού την επιστροφήν. Το περιβόλιον τούτο πολύ απείχε της κλασσικής λαμπρότητος των περιωνύμων βατικανείων κήπων και εφαίνετο από πολλού εγκαταλειφθέν υπό των κηπουρών εις μόνης της φύσεως την πρόνοιαν. Ούτε σκιάδας έβλεπέ τις εν αυτώ, ούτε πίδακας, ούτε άγαλμα κανέν, ουδ’ άνθη διακρινόμενα δια την χροιάν ή την ευωδίαν, αλλά μόνον αγριάνθεμα, μολόχας, μαργαρίτας, παπαρούνας, φασκόμηλα χόρτον δύο πόδας υψηλόν και πολλάς πορτοκαλέας βριθούσας καρπών, μη αξιουμένων, ως φαίνεται, συλλογής, διότι έστιζε την περί τα δένδρα χλόην πλήθος ερυθροχρύσων σφαιρών. Οι ορίζοντες τον κήπον τοίχοι εκαλύπτοντο μέχρι της κορυφής υπό αιγοκλημάτων και εις γωνίαν τινά αυτού ανέβλυζεν ηρέμα βρύσις σιωπηλή ως η του Σιλωάμ περικυκλουμένη υπό καρδάμων και άλλων φιλύδρων φυτών. Πάντα ταύτα μετέδιδον εις το ακτένιστον εκείνο κηπάριον χροιάν αγροτικήν και ερημικήν εκπλήττουσαν κάπως τον θεατήν, μη αναμένοντα να εύρη γωνίαν Σκήτης ή Θηβαΐδος παρά το πολυθόρυβον ανάκτορον του πολυπράγμονος Πίου του ενάτου.
    Τους ρεμβασμούς τούτους διέκοψεν η επιστροφή του θυρωρού ακολουθουμένου υπό του αχωρίστου αυτού εριφίου, όστις χωρίς να βιάζεται μοι ανήγγειλε δια της αυτής φωνής ιεροψάλτου, ότι ο σεβασμιώτατος αρχειοφύλαξ εξυρίζετο και μόνον μετά ημίσειαν ώραν θα μετέβαινεν εις το αρχείον. «Δύναμαι, ηρώτησα, να περιμείνω εδώ;» ―«Μάλιστα, κύριε», και ταύτα λέγων μοι προσέφερε πορτοκάλιον ξινώτερον λεμονίου. Μη δυνάμενος να επαινέσω την ποιότητα του καρπού συνεχάρην αυτόν δια την ωραιότητα των δασυφύλλων πορτοκαλεών. ―«Τας εφύτευσα, μοι είπεν, εγώ προ πεντήκοντα τεσσάρων ετών, είμαι ο αρχαιότατος ῾Αγιοπετρίτης’».
    Η λέξις αύτη είναι αμετάφραστος εις άλλην γλώσσαν. Sampietrini ονομάζονται εν Ρώμη ιδιαιτέρα τις τάξις ανθρώπων, μόνον έργον εχόντων να εξυπηρετώσι, να καθαρίζωσι και να στολίζωσι κατά τας εορτάς τον αχανή ναόν του Αγ. Πέτρου και τα απειράριθμα αυτού θυσιαστήρια. Ούτοι δύνανται να θεωρηθώσιν αποτελούντες ως και τα αγάλματα αναπόσπαστον μέρος του πολυδαιδάλου τούτου εκκλησιαστικού λαβυρίνθου. Πολλοί εξ αυτών έζησαν και απέθαναν χωρίς να εξέλθωσι του ιερού περιβόλου. Τοιούτος ήτο και ο μετ’ εμού διαλεγόμενος μακάριος θυρωρός.
    ― Ο πατήρ μoυ, μοι είπεν, ήτο Αγιοπετρίτης, επιμελητής του μεγάλου πoλυελαίoυ, και η μήτηρ μου Αγιοπετρίτισσα σαρώτρια του τάφου του Πάπα Παύλου Βοργέζη. Ο Άγιος Πέτρος είναι ο πατρικός μου οίκος.
    ― Αλλ’ υποθέτω ότι εξήλθες ενίοτε εξ αυτού;
    ― Ουδέποτε. Πού θέλετε να υπάγω;
    ― Πώς! Δεν γνωρίζεις την Ρώμην;
    ― Την βλέπω εκ της κορυφής του μεσαίου θόλου. Φαίνεται πολύ καλά, ως και τα περίχωρα της πόλεως. Διατί λοιπόν να μετακινηθώ, αφού έχω εδώ πάντα όσα δύναται η καρδία μου να επιθυμήση; Διάγω βίον Σεραφείμ. Ακούω κατά πάσαν πρωίαν την λειτουργίαν. Βλέπω εξερχομένας όλας τας λιτανείας· παρευρίσκομαι εις μεγαλοπρεπείς τελετάς και λαμπράς κατά την Μεγάλην Εβδομάδα φωτοχυσίας, ακούω περίφημον μουσικήν και παρίσταμαι συχνότατα εις την διάβασιν του Πάπα· ούτος γνωρίζει το όνομά μου, μοι δίδει πάντοτε την ευλογίαν του και ενίοτε δύο ή τρία τάληρα, τα οποία δεν ηξεύρω τί να κάμω, αφού με τρέφει εκ των περισσευμάτων της τραπέζης του και κατά τα Ιωβηλαία μοι δίδει ο άγιος άνθρωπος νέαν ενδυμασίαν.
    ― Και δεν επιθυμείς, ηρώτησα, τίποτε άλλο;
    ― Επιθυμώ ως όλος ο κόσμος να υπάγω εις τον Παράδεισον και ελπίζω ότι θέλει εκπληρωθή ο πόθος μου, αφού ο παναγιώτατος Πάπας με υπεσχέθη να τελέση ο ίδιος λειτουργίαν υπέρ της ψυχής μου κατά την ημέραν του θανάτου μου. Και εις την ανάμνησιν της υποσχέσεως εκείνης υγραίνοντο εξ ευγνωμοσύνης οι οφθαλμοί του και έτι μεγαλητέρα εικονίζετο επί του προσώπου του μακαριότης, ως αν υπό το κράτος ουρανίας εκστάσεως έβλεπε την ψυχήν του πτερυγίζουσαν ήδη προς τας μακαρίους μονάς.
    Το κατ’ εμέ ομολογώ ότι κάπως με συνεκίνησε και έτι μάλλον μ’ εξέπληξεν η τελεία αύτη αποξένωσις από πάσης φιλοδοξίας και παντός επιγείου πόθου, εκδηλουμένη τόσον πλησίον της αυλής του Βατικανού, του τεραστίου τούτου λέβητος, όπου κοχλάζουσιν ακοιμήτως τα αγριώτατα ιερατικά πάθη, η ακόρεστος φιλαρχία, ο δόλος, η ραδιουργία και η άσβεστος δίψα προαγωγής, όπου και αυτοί οι κανδηλανάπται βλέπουσι καθ’ ύπνους ουχί τον παράδεισον, αλλά μίτραν επισκόπου ή πορφύραν καρδιναλίου. Ολιγώτερον ίσως της ανακαλύψεως απλοϊκής πίστεως και ταπεινής μακαριότητος εν τω περιβόλω του Βατικανού θα με εξέπλησσεν η απροσδόκητος συνάντησις φοίνικος εν Σιβηρία ή χλοεράς εν Αττική κοιλάδος.
    Την συνέντευξιν διέκοψεν η προσέλευσις νεαρού και χαριεστάτου αββά εν ιοχρόω στολή καταβάντος, όπως μοι αναγγείλη ότι ηδυνάμην ήδη ν’ ανέλθω εις το αρχείον. Αγνοώ διατί ονομάζεται αρχείον, ενώ πράγματι ουδέν άλλο είναι ή πλουσία αλλ’ έρημος κατά την ώραν εκείνην βιβλιοθήκη. Οι δύο οσιώτατοι φύλακες με υπεδέχθησαν μετά του ρωμαϊκού εκείνου μειδιάματος, του οποίου απέβη παροιμιώδης απανταχού της γης η ευπροσηγορία και η γλυκύτης. Αλλ’ ότε παρεκάλεσα να μοι επιτραπή να λάβω σημειώσεις εκ της διατριβής του Σπαγχάιμ, συνωφρυώθησαν, αντήλλαξαν ταχύ βλέμμα προς αλλήλους, ο δε νεώτερος, αφού υπεκρίθη ότι ερευνά τον κατάλογον, μοι απήντησε «μετά βαθυτάτης λύπης» ότι η διατριβή αύτη δεν ευρίσκεται ούτε εν τη Βιβλιοθήκη του Σεμιναρίου ούτε εν τη Βατικανείω. Καίτοι εγνώριζον ότι υπάρχει, απρεπές εθεώρησα να φανώ δυσπιστών εις τους λόγους των ευγενεστάτων εκείνων κληρικών, οίτινες άλλως ουδεμίαν είχον υποχρέωσιν να μοι ανακοινώσωσιν όσα δεν εθεώρουν συντελούντα προς αύξησιν της δόξης της Aγίας έδρας. Όπως μη φανώ δυσαρεστηθείς εκ της αρνήσεως, παρέμεινα παρ’ αυτοίς επί ημίσειαν ακόμη ώραν, υποκρινόμενος ότι θαυμάζω τας επιδειχθείσας μοι εικόνας προραφαηλιτών ζωγράφων, τας πολύ ομοιαζούσας τας ημετέρας βυζαντινάς μαυρογραφίας.
    Καταβαίνων εκ του αρχείου επανεύρον τον θυρωρόν περιπατούντα βραδέως και μεγαλοπρεπώς εν τω κήπω του, μεθ’ όσης ο Αδάμ προ του αμαρτήματος εν τω κήπω της Εδέμ μακαριότητος, συγχρόνως δε απήγγελλε στροφήν του γνωστού λατινοβαρβάρου καλογηρικού χαιρετισμού:
            Fac me vere tecum stere
            Iuxta crucem tecum stare.
            Fac ut portem Christi mortem
            Passionis fac consortem.
    Εκ διαλειμμάτων διέκοπτε τον περίπατον και την απαγγελίαν, όπως αποσπάση ξηρά τινα φύλλα στίζοντα δια κιτρίνης κηλίδος την κόμην των πορτοκαλεών. Την ασχολίαν ταύτην εθεώρησα πρέπον να διακόψω, όπως τον ευχαριστήσω και τον αποχαιρετίσω. Ούτος μοι απέδωκεν ευπροσηγόρως το φιλοφρόνημα, αλλ’ ουδεμίαν έδειξε προθυμίαν να επαναλάβη την διακοπείσαν συνδιάλεξιν. Εφαίνετο ήδη λησμονήσας με, η δε αλήθεια είναι ότι η επίσκεψίς μου επροξένησεν εις αυτόν πολύ μικροτέραν εντύπωσιν ή κίτρινον στίγμα επί του χλοερού φυλλώματος πορτοκαλέας.
    Η φυσιογνωμία του αγαθού τούτου Αγιοπετρίτου παρέμεινεν, ως είπον, εν τη μνήμη μου ανεξάλειπτος, εφ’ όσον δε γηράσκω, τοσούτον μάλλον κλίνω να πιστεύσω ότι ούτος είναι πράγματι ο ευτυχέστατος εξ όσων συνήντησα επί της γης ανθρώπων. Τούτον ουδεμία φαίνεται πληγώσασα εκ των ακανθών, δι’ ων ο πανάγαθος Θεός εθεώρησε πρέπον (δεν ηξεύρω διατί) να στρώση την επίγειον ημών πορείαν. Ου μόνον ουδέποτε ησθάνθη ουδ’ ήτο επιδεκτικός να αισθανθή οξείαν λύπην, αλλ’ ουδέ δύναται η ευτυχία του να θεωρηθή εγκειμένη εις μόνην την απουσίαν πάσης οδύνης, αφού πιστεύει ακραδάντως ότι κατέχει πάντα όσα είναι επί της γης επιθυμητά, παν δε άλλο πλην τούτων ούτε ποθεί, ούτε γνωρίζει, ουδέ δύναται να φαντασθή. Άδικον δε θα ήτο να ομοιωθή προς τους πολύποδας και τους σπόγγους, αφού έχει πλήρη συνείδησιν της κατακλυζούσης πάσαν ώραν του βίου του ευδαιμονίας. Χάριν αυτού φαίνεται νομίζων ότι ανήγειρεν ο Μιχαήλ Άγγελος εις τετρακοσίων ποδών ύψος τον μεγαλοπρεπέστατον της οικουμένης θόλον, ότι εικόνισεν ο Ραφαήλ τας καλλίστας Παναγίας του και χάριν αυτού ετόνισαν τα γλυκύτατα αυτών μέλη ο Χένδελ και ο Παλεστρίνας. Τα τελειότατα των αριστουργημάτων δύναται να θεωρήση ως αποτελούντα αναπόσπαστον μέρος αυτού, αφού κατά το ιερόν λόγιον «Ταύτα εν αυτώ εισιν και αυτός εν αυτοίς εστιν». Αλλά πλην των υψίστων της τέχνης, ο μακάριος ούτος θυρωρός φαίνεται ικανώτατος να εκτιμήση και άλλας ταπεινοτέρας απολαύσεις, το θάλπος εν ώρα χειμώνος του ρωμαϊκού ηλίου, το κελάρυσμα της βρύσεως, την βλάστησιν των πορτοκαλεών, πιθανώτατα δε και τα καρυκεύματα του παπικού μαγειρείου, αφού μετά τόσον θερμής ευγνωμοσύνης εμνημόνευσεν, ότι ηυδόκει ο άγιος Ποντίφηξ να τρέφη αυτόν εκ των περισσευμάτων της ιδίας τραπέζης. Ουδέ πρέπει να πιστεύση τις ότι αρκεί μόνη η ευσέβεια και η τυφλή πίστις, όπως καταστήση πάντας τους θερμώς αγαπώντας τον Θεόν μακαρίους. Απ’ εναντίας εκ των περισωθέντων απομνημονευμάτων των επισημοτάτων αγίων πληροφορούμεθα, ότι σπανίως έτυχεν ούτοι να γευθώσι, δεν λέγομεν αμιγούς ευδαιμονίας, αλλά τουλάχιστον ψυχικής γαλήνης. Την καρδίαν αυτών εσπάρασσεν ο διηνεκής φόβος μη δεν έπραξαν ικανά, όπως αξιωθώσι της ευνοίας ή τύχωσι της συγγνώμης του Θεού. Εθάμβωνε μεν ενίοτε την όρασιν αυτών η οπτασία του παραδείσου, αλλά και πολλάκις περιερρέοντο υπό ψυχρού ιδρώτος αναλογιζόμενοι ότι αιώνια και φοβερά ήσαν και της κολάσεως τα βασανιστήρια. Όσοι δε πλην του Θεού ηγάπων και τον πλησίον, οι φύσει ευαίσθητοι και φιλάνθρωποι, αδύνατον ήτο να αισθανθώσι χαράν αναλογιζόμενοι ότι πολλοί ήσαν περί αυτούς οι πεινώντες, ριγούντες, φθισιώντες, ανάπηροι και λεπροί. Αλλ’ ο πράγματι μακάριος εκείνος άνθρωπος ουδέποτε εφαίνετο ταραχθείς υπό τοιούτων σκέψεων. Ενώ ηυφραίνετο εν τη απολαύσει πάντων όσα ενόμιζε κατά τον παρόντα βίον επιθυμητά, ητένιζε μετά θάρρους εις τα μέλλοντα, πιστεύων ότι διακρίνει ευκρινώς εν τω παραδείσω την φωταυγή θέσιν την προωρισμένην αυτώ προς μακαριότητα αιωνίαν. Αλλά και πώς ήτο δυνατόν ν’ αμφιβάλλη περί της κατοχής αυτής, αφού αυτός ο επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού υπεσχέθη αυτώ να τελέση ο ίδιος κατά την ημέραν του θανάτου αυτού λειτουργίαν υπέρ της ψυχής του; Πας μετά τοιαύτην υπόσχεσιν δισταγμός θα ήτο εξ ίσου παράλογος, όσον και πάσα περί της πληρωμής ανησυχία κομιστού συναλλάγματος φέροντος του Ρόσχιλδ την υπογραφήν.

(από τα Άπαντα, Ε΄, Eρμής 1978)