Ο πατέρας μου ―μύρο το κύμα που τον τύλιξε― δεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό.
Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά-γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Κι οι ανέμοι τάχα δεν είναι στοιχειά; Ο Βοριάς δεν είναι στοιχειό που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην καθησιά του, κι αν δε γεράση δεν ταξιδεύεται! Η Νοτιά δεν είναι σαν πουτάνα, που όσο γεράζει τόσο και ξετσιπώνεται! Ο Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες τι άλλο είναι παρά στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα;
Ήρθεν ο Μάρτης ο διπρόσωπος, ο Ιανός της νεοελληνικής μυθολογίας επλάκωσε. Ήρθε συμφεροντολόγος και ζηλιάρης, πονόψυχος, αρχοντικός και τιμωρός άγριος· ειρωνικός ανοιχτόκαρδος και κλέφτης ασυνείδητος· φαντασμένος εγωιστής κι εκδικητής λυσσασμένος, πηλαλομούρης απίστευτος και άπιστος ανυπόφορος.
Λαέ ελληνικέ. Αν ήθελα ποτέ να σε χαρακτηρίσω, δεν θα εμελετούσα παρά την εικόνα που έκαμες στο Μάρτη σου.
Πολλούς εμπνέει το σιγάρον. Καπνίζων τις σκέπτεται καλήτερον, ονειροπολεί περισσότερον, εξεγείρεται ταχύτερον η φαντασία του, και ο κόσμος των ιδεών ανοίγει ταχέως εις το πνεύμα τας αγκάλας του. Οι καπνισταί φιλοσοφούν περισσότερον από όλους τους άλλους ανθρώπους. Οι καλλιτέχναι τελειότερον διαμορφούν τα ιδανικά των υπό την επήρειαν του καπνού, και οι κουτσαβάκηδες ανετώτερον ασχολούνται εις συνδυασμούς και συνειρμούς ιδεών, προς επίδειξιν του παλληκαρισμού των.