Μ’ όλον τούτο στα καινούργια πράγματα που ευρέθηκαν κι εφευρέθηκαν σήμερα στις επιστήμες και τέχνες, δε μας φτάνουν όσο πολλές λέξες και σφετερίσουμε γραμματικώς από τα ελληνικά· όθεν απαραιτήτως πρέπει προς ώρας να πολιτογραφήσουμ’ ομοίως πολλαίς άλλες από τα ευρωπαϊκά και ασιανά έθνη.
Είν’ [η συνείδηση του φιλόσοφου] ο αθλοθέτης του που τον στεφανώνει στα καλά έργα, κι ο δήμιος που τον βασανίζει στα φαύλα.
Ο δεισιδαίμων στη χριστιανοσύνη του [...] σα να είχε κάλπικη ζυγαριά, ζυγιάζει βαρύ εκείνο που ’ν’ αλαφρό, και βγάνει αλαφρό το βαρύ.
Ο καλός χριστιανός, με τη λαμπάδα της αλήθειας φωτίζει τους άλλους, και με την λάβρα της χριστιανικής αγάπης τούς υποθάλπει.
[Οι φαυλόβιοι και αμαθείς] που, στου θεού της ειρήνης το όνομα, έφεραν άνου-κάτου τον κόσμο του.
[Ο φρόνιμος σοφός πρέπει να δεχθεί το κατ’ αποκάλυψιν] Κι αν είν’ αληθιν’ αυτά, κερδαίνει το παν. Ειδέ και δεν είναι, δε χάνει τίποτες.
[Ο χριστιανός που δεν ασχολείται με τη φιλοσοφία] δεν αφήνει τόσο το περιγιάλι, και να βγαίνη πολλά πολλά στο γιαλό, γιατί βεβαιώνεται πως φτάνει και χωρίς αυτό στο λιμιώνα, και χωρίς κίνδυνο ποτές του να ναυαγήση.
[Kανείς] δεν έχ’ εξουσία να δώσει σε μια λέξη το πάθος οπού δεν έχ’ αυτή στο στόμα του λαού.
Πώς θα διαιρεθή η γραφτή [γλώσσα] απ’ την προφορά ’που ’ν’ ένα και το αυτό πράγμα κι εφευρομένο για το αυτό τέλος; [...] Κι εν ταυτώ πώς θα το ενεργούμε απαραπταίστως, και να μην τραυλίζομε στην γλώσσα και στην διάνοια;
Χαλνούμε πάντα τη ρωμαίκια οπού λαλούμε, κι είναι αχάλαστη, γιατ’ είν’ φυσική· μ’ όλον τούτο την καταφρονούμε.
Το να θαρρή κανείς πως μια γλώσσα, γιατί έχει γραμμένη γραμματική, δεν έχει κι απλώς, είν’ ενάντιο στον ορθό λόγο, καθώς και το να φρονή πως η ελληνική και ρωμαίκια είναι μια γλώσσα και όχι δύο.
Τέχνη να μην έχη υποβάθρα τη φύσι, καθώς κάμνουμ’ εμείς, δε βρίσκεται.
Κάθε συγγραφή που κάμουμε στα ελληνικά είν’ ένα είδος μετάφρασις που κάμουμ’ απ’ τα ρωμαίκα, που πάντα διανοούμε, στα ελληνικά, που διανοούμε μόν’ όταν πιάσουμε κονδύλι.
Τα παιδιά έχουνε πάθη καθώς κι οι μεγάλοι, και μάλιστα πολλά βιαιότερα κι ορμητικότερα· αυτά λοιπόν δεν πρέπει να πάσχουμε να τα σβήσουμε στα παιδιά, και να τα κάμουμε τάχ’ απαθή, καθώς σχεδόν το επιχειρίζουνται κοινοτέρως. Επειδή κι αυτό, ένα που ’ν’ αδύνατο, κι έπειτα χωρίς τα πάθη δε γένεται καλύτερο το παιδί, αλλά γένετ’ ένα κούτζουρο.