Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,
και του καιρού τ’ αλλάμματα που αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό κ’ εις το κακό περιπατούν και τρέχου,
και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη,
του Έρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη,
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέρα
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέρα
σ’ μια κόρη κ’ έναν άγουρο που μπερδευτήκα ομάδι
σε μια φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθο του ξετρέχει,
εις την αρχή α βασανιστεί, καλό το τέλος έχει.
Στους περαζόμενους καιρούς που οι Έλληνες ορίζα,
κι οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα,
τότες μια αγάπη μπιστική στον κόσμο εφανερώθη
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά κι ουδέ ποτέ τση ελειώθη·
και με τιμή ήσα δυο κορμιά στου πόθου το καμίνι
και κάμωμα πολλά ακριβό σ’ έτοιους καιρούς εγίνη
εις την Αθήνα που ήτονε τση μάθησης η βρώσις
και το θρονί της αφεντιάς κι ο ποταμός της γνώσης.
Ήρχισε κ’ εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι
κ’ επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη·
εγίνηκε της ηλικιάς παντόθες εγροικήθη
πως για να το ’χου θάμασμα στον κόσμον εγεννήθη·
και τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα·
οι ομορφιές τση ήσαν πολλές, τα κάλλη τση ήσα πλούσα.
Ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα ’χε γερόντου γνώση·
οι λόγοι του ήσανε θροφή κ’ η ερμηνειά [= συμβουλή] του βρώση·
και τ’ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτον ελέγα·
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα [= φλέβα].
Εισέ παλάτια βασιλιώ τα μάτια όντε στραφούσι,
πρέπει να τα δοξάζουσι και να τα προσκυνούσι,
γιατί οι αυλές των αφεντών έχουν αφτιά κι ακούσι,
και τα τειχιά του παλατιού μάτια και συντηρούσι.
Πούρι [= αληθινά] τ’ αθρώπου εδόθηκε κ’ είναι το φυσικό του
να διαμετρά τα πράματα με το λογαριασμό του·
και συ ίντα μέτρος ήκαμες σε τούτα που μου λέγεις;
Θωρώ κι αφήνεις το καλό και το κακό διαλέγεις!
Αρχή ήτονε πολλά μικρή κι άφαντη δίχως άλλο,
μα το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο·
ελόγιασα να τη θωρώ κι ώς τη θωριά να σώνω
και μετά κείνη να περνώ και να μηδέν ξαπλώνω·
κι αγάλια-αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη,
κ’ ήκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και φύλλα κι άθη·
κ’ επλήθαινε την πεθυμιά το πελελό [= παλαβό] μου αμμάτι,
κ’ ήρχιζε κ’ εστρατάριζε κ’ εσιγανοπερπάτει.
Το σιγανό με τον καιρό προθυμερόν [= γοργό] εγίνη
κ’ ήβαν’ ο Έρωτας κρουφά τα ξύλα στο καμίνι.
Γροικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει:
εισέ θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τους βάνει·
πληθαίνει τως την όρεξη και δύναμη τως δίδει,
μαθαίνει τσι να πολεμού, τη νύκτα, στο σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό· τον άσκημο ερωτάρη·
κάνει και τον ανήμπορον άντρα και παληκάρι·
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμο τον οκνιάρη
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.
Πολλές φορές η μαστοριά ενίκησε τη φύση.
Κάθε κακό εις την αρχή θέλει γιατρό, Αρετούσα·
κάθε φωτιά θέλει νερό, να πάψει την αφούσα [= έξαψη].
Άλλο δεν είν’ το γιατρικό του πόθου, οντέν [= όταν] αρχίσει,
παρά ζιμιό [= αμέσως] να βρει αφορμή να του ξελησμονήσει.
Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει·
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο,
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των αθρώπω.
Τα μάτια δεν καλοθωρού στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλια μακρά και πλια καλά θωρεί η καρδιά τ’ αθρώπου·
εκείνη βλέπει στα μακρά και στα κοντά γνωρίζει
και σ’ ένα τόπο βρίσκεται κ’ εισέ πολλούς γυρίζει.
Τα μάτια, να ’ναι κι ανοιχτά, τη νύκτα δε θωρούσι·
νύκτα και μέρα της καρδιάς τα μάτια συντηρούσι [= κοιτάνε].
Χίλια μάτιά ’χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου·
χίλια η καρδιά και πλιότερα κι ουδεποτέ σφαλίζου.
Κι αν πεθυμάς ο λογισμός αυτείνος να σ’ αφήσει,
μίσεψε κι άμε γύρισε σ’ Ανατολή και Δύση,
τόπους να δεις πολλά όμορφους που εδά δεν τσι κατέχεις·
επά ’σαι μ’ ένα λογισμό, πάντα μιαν έγνοιαν έχεις·
να δεις στα ξένα, στα μακρά, τι κάνου, πώς περνούσι
κ’ ίντα λογής πορεύγουνται κ’ ίντα λογής μιλούσι
και πώς αλλάσσει η φορεσά και πώς αλλάσσει η γνώμη,
να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ούδ’ ήκουσες ακόμη·
να δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσου,
πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου σα γεράσου·
βρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
να σου φανεί παράξενον ο κόσμος πώς αλλάσσει.
Μα οπού ’ναι μέσα στη φωτιά, κατέχει ίντά ’ναι η βράση
κι ουδέ κιαμιά άλλη το γροικά, α δεν το δικιμάσει.
Και δε γνωρίζει το κακό κιανείς, α δεν του λάχει.
Φόβος και πόθος πολεμά, και εγώ ’μαι το σημάδι
και δε μπορώ τούτα τα δυο να τα συβάσω ομάδι.
Στη γέμιση του φεγγαριού άλλο δεντρό δεν πιάνει,
μόνο τσ’ αγάπης το δεντρό που πάντα ρίζες κάνει.
Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο
κ’ εις το λαιμό πολλά στενό κ’ είναι νερό γεμάτο,
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει
και το λαήνι με τη βια προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό κι απ’ όξω δεν το βγάνει
κι όσο το γέρνει τόσο πλια μόνο τον κόπο χάνει,
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί κ’ ήσα γεμάτοι πάθη,
η αποκοτιά τως να τα πουν, ως εσιμώσα, εχάθη
και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε μπορούσι·
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.
Ποιος εις τον κόσμο εφάνηκε κι αγάπη δεν κατέχει;
Ποιος δεν την εδικίμασε; Ποιος δεν τήνε ξετρέχει;
Όχι οι αθρώποι μοναχά, πόχου ομιλιά και γνώση,
τρέχουν εις τούτο το δεντρό τσ’ αγάπης, για να τρώσι:
πέτρες, δεντρά και σίδερα και ζα στην οικουμένη
όλα γνωρίζουν και γροικού τον πόθο πως τα γιαίνει
κ’ ένα με τ’ άλλο τη φιλιά κι αγάπη λογαριάζει
κι όλα αγαπούν και πεθυμούν το πράμα που ταιριάζει.
Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.
Μια χάρη, αφέντρα μου, ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
την ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’ αναδακρυώσεις και να πεις, «Ρωτόκριτε καημένε,
τά σου ’ταξα λησμόνησα, τό ’θελες πλιο δεν έναι.»
Κι όντε σ’ αγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά [= εξουσία] σου
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τα δικά σου,
κι όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει [= αγκαλιάζει],
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνει.
Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί αφτούμενον εκράτουν κ’ ήσβησέ μου.
Για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
Άφις τσι μήνες να διαβού, το χρόνο να περάσει,
τ’ άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα [= παγωμένα] βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες.
Κι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμην είχαν τόση,
τι ήξαξε το φτεξούσιο στον άθρωπο κ’ η γνώση;
Άθρωπος κάνει του κορμιού εκείνον οπού θέλει,
έτσι καλό σαν και κακόν, όχι και να του μέλλει.
Δεν είν’ επά μελλούμενα μηδ’ όνειρα έχου χάρη
να φέρουσι τον άθρωπο σε βάσανα και βάρη.
Ως στρώσει το κλινάρι του ο κάθε είς κοιμάται
και πελελό τον κράζουσι τούτα όποιος τα δηγάται.
Τά σε πειράζου διώξε τα, το νου σου μην παιδεύγεις
και τα ονειροφαντάσματα μη στέκεις να γυρεύγεις.
Πράμα θωρούμε ξυπνητές και πάλι μάσε σφάνει [= εξαπατά]
κ’ εσύ ό,τ’ είδες στον ύπνο σου απαρθινό [= αληθινό] σού φάνη;
Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του κόσμου
και δε γνωρίζει πως επά διαβάτης είν’ του δρόμου,
μα ρέμπεται [= υπερηφανεύεται] στες αφεντιές, στα πλούτη του καυκάται,
εγώ άγνωστο τόνε κρατώ και πελελός λογάται.
Τούτα ’ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνου και περνούσι
και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι·
σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν το καπνό διαβαίνου,
ποτέ δε στέκου ασάλευτα, μα πιλαλούν και πηαίνου.
Κι όσο πλια η Μοίρα στα ψηλά τον άθρωπο καθίζει,
τόσο και πλιότερα πονεί, όντε τόνε γκρεμνίζει.
Πάντα φοβάται οπ’ αγαπά, πάντα δειλιά μη χάσει,
γιατί συχνιά το ριζικό τη γνώμη μεταλλάσσει.
Καλά το λεν οι φρόνιμοι, η αγάπη φόβο φέρνει
κ’ εις ένα πράμα οπού αγαπά χίλιες φορές γιαγέρνει [= επιστρέφει].
Χίλια σημάδια να θωρεί άθρωπος, να κατέχει
άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει·
μα λέγει και ξαναρωτά και ξαναδικιμάζει
την αγαπά αν τον αγαπά και πάντα του λογιάζει.
Ολονυκτίς σ’ τσ’ αγκάλες της να μένει μετά κείνη,
σα σηκωθή, το βάσανο του πόθου τόνε κρίνει [= βασανίζει]
και φαίνεταί του χάνει τη και πως τον απαρνάται
κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται
και πάντα ξόμπλιν εγνοιανό στην αγαπά γυρεύγει
κ’ ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τόνε παιδεύγει.
Με τη ζωή σου είχα ζωή και με το φως σου εθώρου,
τα πάθη μου θυμώντας σου επέρνου σαν εμπόρου.
Τον εαυτό μ’ αρνήθηκα και μετά σέναν ήμου,
στο θέλημά σου ευρίσκετο θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ’ είχα μες το νου, κοιμώντας στ’ όνειρό μου
κ’ ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου.
Δεν είν’ στον Άδη ριζικά, δεν είν’ στον Άδη μοίρες,
δεν είν’ στον Άδη κέρδητα και σώνει [= αρκεί] σε ό,τι επήρες.
Ξύπν’ Αβραάμ, ξύπν’ Αβραάμ, γείρου κι απάνω στάσου,
μαντάτο από τους ουρανούς σού φέρνου κι αφουκράσου.
Τση σάρκας είν’ ο θάνατος, πάντα τόνε βαστούμε,
και να τόνε ξωφεύγομε ποσώς δεν ημπορούμε.
Η σάρκα μού ’ναι σάρκα σου, καρδιά μου είν’ η καρδιά σου,
δικά μου είναι τα πάθη σου, οι πόνοι κι η πρικιά [= πίκρα] σου.
Τση δικιοσύνης το σπαθί φύλαξε στο φηκάρι,
και πιάσ’ τσ’ ελεημοσύνης σου, που ’χει μεγάλη χάρη.
Εκάτεχα κι εθώρουν το πως οι γυναίκες έχου
νουν αχαμνό, καρδιά μικρή, μυστήρια δεν κατέχου.
Μά ’χει κι η σάρκα μερτικό και το δικό τση θέλει.
Πόνος παιδιού, πόνος γυνής με πολεμούν ομάδι.
Όφου, παιδί τσ’ υπακοής, πού μέλλεις να στρατέψεις;
σ’ ποιον τόπο σ’ εκαλέσασι να πας να ταξιδέψεις;
και πότες να σε καρτερεί ο κύρης κι η μητέρα;
ποιαν εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα;
Όφου, τα φύλλα τση καρδιάς και πώς να μη τρομάσσου,
όνταν εις αλλουνού παιδί γρικήσω τ’ όνομά σου;
Εννιά μήνες σ’ εβάσταξα, τέκνο μου, κανακάρη,
ς’ τούτο το κακορίζικο και σκοτεινό κουφάρι.
Τρεις χρόνους, γιε μου, σου ’διδα το γάλα τω βυζώ μου,
κι εσύ ’σουνε τα μάτια μου κι εσύ ’σουνε το φως μου.
Εθώρουν κι εμεγάλωνες ωσά δεντρού κλωνάρι
κι επλήθαινες στην αρετή, στη γνώση και στη χάρη·
και τώρα, πε μου, ποια χαρά βούλεσαι να μου δώσεις;
σαν αστραπή και σα βροντή θες να χαθείς, να λιώσεις.
Κι εγώ, πώς είναι μπορετό δίχως σου μπλιο να ζήσω;
ποιΟ θάρρος έχω, ποια δροσά, στα γέρα μου τα πίσω;
Πώς εγυρίσαν οι χαρές σε θλίψες ’ς μιαν ημέρα!
Πώς εσκορπίσαν τα καλά σα νέφη στον αέρα!
Μη με ξυπνήσεις κι άσι με, κι ύπνο γλυκύν κοιμούμαι·
νύκτα ’ν’ πολλή κι ας θέσομε, καλέ, ν’ αναπαγούμε.
Μη με ξυπνάς, να με χαρείς, να ζήσεις, αφεντάκη,
μη με πειράζεις, άφησ’ με να κοιμηθώ δαμάκι [= λιγάκι].
Δεν ξεύρεις κι η παρηγοριά τση πίκρας έ βοτάνι,
κι οπού το βάνει στην πληγή, ντελόγο [= αμέσως] τόνε γιάνει;
Πού ’ν’ τα σφικταγκαλιάσματα, κύρη μου; εδιαβήκα;
οι σπλαχνικές αναθροφές εξελησμονηστήκα;
Δούλε πιστέ, δούλε καλέ, άντρα χαριτωμένε,
εις την αγάπη του Θεού πύργε ξετελειωμένε,
εγνώρισεν ο Κύριος κι είδε την όρεξή σου·
ευλογημένος να ’σαι εσύ, το τέκνο κι η γυνή σου.
Όσα ’ναι τ’ άστρα τ’ ουρανού, φύλλα τω δέντρω αντάμι [= μαζί],
τόση σπορά το τέκνο σου, παιδόγγονα να κάμει.
Γιατί κιανένα απόκουρφο τον Κύριο δεν κομπώνει [=απατά]·
κατέχει καθανός καρδιά κι εις πάσα τόπο σώνει.
Δε θέλουσι παραθεσμιά [= αναβολή] ποτέ καλά μαντάτα.
Και πούρι [= βέβαια] όλα τα κλάηματα, τα βάσανα κι η πρίκα [= πίκρα],
όλα χαρές, όλα δροσές σήμερον εγενήκα.
Απόχει θάρρος στο Θεό κι ολπίζει στ’ όνομά ντου,
ας βλέπεται να μην εβγεί απού το θέλημά ντου.