Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε
«Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», 13-18. Ελεγεία και σάτιρες, 1927. Ποιήματα και πεζά. Ερμής, 1979. 98.