Βιβλιοθήκη Παραθέματα Παπατσώνης Τάκης
Παπατσώνης Τάκης
Γέννηση: Aθήνα 1895
Θάνατος: Aθήνα 1976
Έργα
1.

Έχεις το θάρρος να στολίζεσαι
με γαρύφαλα και σε θαυμάζω
όχι διόλου γιατί είσαι ωραία
και δροσερή και που σου πάνε τόσο όμορφα
όσο γιατί φορτώνεσαι τις πληγές
γίνεσαι εικόνα μιας λεγεώνας νεομαρτύρων.

«Αφιέρωση, Θαρραλέα γυναίκα στολισμένη με πολλά γαρύφαλα», 56-61. Ursa minor, 1944. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 126.
2.

Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.

«Beata Beatrix», 1. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 43.
3.

Έχω αντικρύ μου τις δήθεν δροσιές αυτού του κήπου.
Πότε πια θα περάσει ο μπερδεμένος κόμπος των ζεστών ημερών.
Πότε πια θα περάσουμε τον κατάξερο κάβο των ζεστών ημερών.
Πιέζομαι να καταλάβω αυτό που λένε Θαύμα του Ήλιου.
Αυτό που λένε φως της Ελλάδας ή Απολλώνιαν Αίγλη,
ο μισός εαυτός μου μονάχα το νιώθει, ο άλλος μισός
το απωθεί. Άλλωστε με το να παρατραβά
ο κόμπος των ζεστών ημερών, έγινε μια σκονισμένη
μουντάδα όλος ο ουρανός· και τα βουνά
με τις γαλήνιες γραμμές, Πεντέλες, Υμηττοί,
είναι σαν είδη για ξεσκόνισμα, τόσο βουτημένα
στις ανταύγειες της δύσπνοιας. Έφυγε και ο Απόλλωνας,
εφύγαν κι οι Δρυάδες, πάνε μακριά από την αναμμένη πέτρα.

«Εν ώρα θερινή», 1-13. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 93.
4.

Να συλλογιστεί κανείς, που κλαίνε στις κηδείες οι ακροατές!
Από την ψωραλέα συνήθεια βέβαια και από το θέαμα το πομπώδες.
Γιατί στο βάθος δεν έχει τίποτα λυπητερό, να κλαίει κανείς.
Γιατί στο βάθος αυτής της ιστορίας είναι όλη η ανάβλυση του φρέατος της ζωής.
Είναι η μύχια συνάντηση της καρδιάς των άστρων.
Είναι ταξίδι για την ένωση με την ουσία της ρίζας των δέντρων.
Είναι η απόθεση στη γης. Γη της δροσιάς, και της ευμάρειας.
Του σίτου και του ελαίου, των πουλιών και των θερίων.

«Εν ώρα θερινή», 71-78. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 94.
5.

Αν είχε πει «Χαιρέτα την Αλεξάντρεια
που αφήνεις» ο άλλος ποιητής, εμάς η πίκρα
του αποχωρισμού είναι για πλήθος Αλεξάντρειες
που ακροθιγώς τις προσπεράσαμε, και που
στοίχειωσαν μέσα μας, πίκρες ισάριθμες,
και μας ποτίζουν την εποχή που μας αδράνησε
το κορμί μας η φθορά, αλλά όχι αλλίμονο
και τη δύναμη ν’ αναπλάθουμε Εικόνες,
να τις κρεμνούμε Εικονίσματα.

«Guide Bleu», 80-88. Αλέξανδρος Αργυρίου, Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία: Νεωτερικοί ποιητές του Μεσοπολέμου. Εκδόσεις Σοκόλη, 1979. 31.
6.

Δίχως διάκριση εχτός, αχ, μιας, Θεέ μου. Της βαριάς,
της οξείας εκείνης Πέτρας, που έταξες μερικών ανθρώπων
να τους βαραίνει το στήθος τις νύχτες τόσο πολύ και ασφυχτικά,
τόσο απελπιστικά και ωραία. Που, αν πρόκειται να αποσειστεί ποτέ,
θα ’ναι για να την διαδεχτεί η διαρκής του τάφου.
Τόσο κυριαρχικά, τόσο έμμονα έχει στηθεί για πάντα.

«Η Πέτρα», 28-33. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 12.
7.

Όνειρα, πια, σκιά μου,
που σου φοβίζαν τις νύχτες
δεν θα ξαναρθούν, οι νύχτες
μικρύναν κι αλαφρώσαν, κι εμείς,
δεν το αισθάνθηκες ακόμη; ―γινήκαμε
οι ήρωες ενός καλού μεγάλου Ονείρου.

«Θεότητα του καλοκαιριού», 1-6. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 19.
8.

Όταν μια σου στιγμή,
άνθρωπε, που ’χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,
αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,
―τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θα ’ταν και το διαρκές·
πως σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου
δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει
τη διαφάνεια των βοτσάλων,―και τούτο μόνο
θα ’ταν κιόλας η ευτυχία.
 
Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,
από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε
όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε
με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς
των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,
είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη
ερχομένος ο καιρός του θανάτου.

«If Only», 14-28. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 86.
9.

Απλώνει η επιθυμία και καταλυέται η υπομονή:
να σμίξουμε, ας είναι κι από μια κλωστή,
με ό,τι δικό μας τάχθηκε να μένει στα ξένα.

«Καινούργιο φεγγάρι», 7-9. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 27.
10.

Και λένε,
ή εμείς θαρρούμε πως λένε,
για τη χαρά που αγρίεψε τον ορίζοντα
κι όλη η μουντάδα του ξαμολιέται,
αναρριπίζοντας το πέλαγος, και τρέχει
προς τα εδώ, προς τα εμάς.
 
Με τέτοιους τρόπους έρχεται πάντα
το συντάραχο της χαράς.

«Καινούργιο φεγγάρι», 26-33. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 27.
11.

Τον ίλιγγο των στροβίλων σου, πόσο περίτεχνα
τον αποκρύβεις με την επίφαση της γαλήνης.
«Γαλήνια νύχτα» σε ονομάζουν, εσένα, του οίστρου
την προφυλακή. Κι όντως, στον άνθρωπο, που ενόσω ζει,
τον τρέφει η απατηλότητα των όσων φαινομένων
που του προσφέρνονται να τα ορμηνέψει
όπως του βολεί, παρέχεις, νύχτα, μεταξύ των άλλων
σωτήριων το πλέον σωτήριο, την επίφαση της γαλήνης σου.

«Ο τριπρόσωπος μάγος», 8-15. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 13.
12.

Της Αναλήψεως, στις πρωινές Λειτουργίες
ορμήσανε στην Εκκλησία σωρός Περιηγητές.
Όλοι του «Σαν Τζερβάσι». Αστοί του Βύρτεμπεργκ.
Καλοκαιρινοί. Ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί.
Μπήκαν σαν κύμα. Φέραν ταραχή.
 
Μονάχη, ατάραχη, η Εκκλησία
κράταγε τις Ώρες της. Τραβούσε τον Κανόνα.
Γενικά, επόπτευε, ίδιος ο Θεός, και αγκάλιαζε
όλους μαζί τους πιστούς, όθε και αν ήταν.
Μέτρο Αποστολικό και Νόμος
ήταν όλα τα ένδον του Θυσιαστηρίου.
Την πλήρη Τάξη διόλου δεν έθιγε
η αταξία του συμπτώματος.

«Περιηγητές στη Λειτουργία». Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 23.
13.

Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πώς
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι ύστερα το ’χασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

«Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου», 1-9. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 134.
14.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

«Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου», 30. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 134.
15.

Εφθάσαμε έτσι λίγο λίγο στην γυμνότητα,
ένα ένα αποδυθήκαμε τα περίφημα προβλήματα,
τα πολύχρωμα, τα βύσσινα, τα πορφυρά των γοητειών,
και μόνον τώρα, μολονότι κάποιος φόβος κι από πριν,
κάποιο προμήνυμα, μας έλεγαν τι μας προσμένει,
όμως, μονάχα τώρα, οι γυμνωμένοι
είδαμεν, ότι χους εσμέν. Άθλιας επίγνωση
σοφίας. Ένδεια σημερινή. Βραδύνοια της χθες.
Δουλειά μας τώρα να την αναγάγομε σε θρίαμβο.

«Σοφία». Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 35.
16.

Τι ανόητοι σταθήκαμε την εποχήν εκείνη
της αναποφάσιστης δειλίας των ανθρώπων
να κρεμνούμε σε σύμβολα
τις ακρότατές μας επιθυμίες
καθώς τις διαμορφώναμε
στις απομονώσεις των ύπνων μας
καθώς τις πλάθαμε στις δεήσεις μας
λιτανευτές στους κάμπους
και στα θαλασσινά μέρη
 
όσο μπορούσαμε δε λέω τα ωραΐζαμε
τα δέναμε μάλιστα με εικόνες
ζωντανές της εμπειρίας μας
και από άψυχα έτσι και από άυλα
τα ντύναμε με κάποια ουσία
χεροπιαστή αλλά έμεναν ωστόσο
παραβολές και ό,τι συμβόλιζαν ήταν ξερές
πολύ ξερές επιθυμίες
 
που τις τοποθετούσαμε πολύ μακριά
και κυνηγώντας τες σε άγονα κυνηγέσια
περνούσαμε τη ζωή.

«Το θήραμα», 1-20. Ursa minor, 1944. Εκλογή Α´. Ίκαρος, 1962. 131.
17.

Κλειστοί Καιροί· κλειστοί, περίκλειστοι,
μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι
σε ανέμους, θύελλες, χιόνια και θολούρες.
Μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα.

«Το κούτσουρο των γερόντων», 1-4. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 101.
18.

Τι προς ημάς; πώς πια να διακριθεί
η μια μέρα από την άλλη, ίδια κλειστή,
που χώρισμά τους χάθηκε πια η νύχτα,
που συνεχής η μέρα νύχτα είναι γινωμένη,
και μέριμνά μας, των γερόντων, όχι οράσεις
της πίστεως, όχι το Μαρτυρολόγιο με τις φλόγες του,
αλλά μην καεί το κούτσουρο αυτό εδώ για πάντα.

«Το κούτσουρο των γερόντων», 19-25. Εκλογή Β´. Ίκαρος, 1962. 101.