Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
«Αμέρικα Αμέρικα»

Τα πέντε κεφάλαια που απαρτίζουν και συνθέτουν το «Χάθηκε Βελόνι» θα είχαν μικρότερο αντίκτυπο στον αναγνώστη αν δεν αποτελούσαν ένα οργανικό σύνολο σε αυτό το μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Γκέζου. Το τρίτο κεφάλαιο, γραμμένο στη ντοπιολαλιά της Χιμάρας δεν θα είχε τη δύναμη που έχει αν ο αναγνώστης δεν μπορούσε να διαβάσει το κεφάλαιο που το ακολουθεί. Η πρωτόλεια δύναμη της Ηλέκτρας (Τέτας), που σε μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση αφήνει το στίγμα της –αν και βαθιά προβληματικό για λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω–, δεν θα μπορούσε να καταστεί έμπλεη νοήματος αν δεν γινόταν διακριτό, παρότι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, πόσο έχει προχωρήσει ο γιος της, ο Αλέξανδρος/Σάντο, τόσο σε επίπεδο συλλογισμών όσο και γλωσσικής επάρκειας (αν και δύσκολα δύναται να έχουμε το ένα χωρίς το άλλο). Η παράθεση όμως του καταληκτικού μέρους, όπου ο αναγνώστης διαβάζει το περίφημο «Βρώμικο Φως», ένα «μαύρο βιβλίο» στο οποίο γίνονται διαρκείς αναφορές σε όλο το μυθιστόρημα, λειτουργεί μειονεκτικά για το μυθιστόρημα. Γιατί άραγε ο Γκέζος ενδίδει σε αυτό τον πειρασμό της αποκάλυψης του μαύρου βιβλίου; Γιατί δεν έγινε αντιληπτό ότι οι αναφορές σε αυτό χτίζουν μια προσμονή στον αναγνώστη που μόνο απογοητευτικά μπορεί να λειτουργήσει; Γιατί δεν έγινε αντιληπτό ότι θα ήταν προτιμότερο να αφεθεί στη φαντασία του αναγνώστη το περιεχόμενό του;   

Η φωνή του Γκέζου παραμένει ζωντανή, και σε αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά του όπου κυριαρχεί το άλτερ ίγκο του, ο Αλέξανδρος Ζέφος. Το νεαρό της ηλικίας του συγγραφέα λειτουργεί ακόμη, οριακά, υπέρ του για τις ατραπούς που έχει επιλέξει αν και διατηρώ τις αμφιβολίες μου κατά πόσο ο Γκέζος επιλέγει τη θεματολογία του και δεν συμβαίνει το αντίστροφο: δεν είμαι δηλαδή σίγουρος ότι η συγκεκριμένη θεματολογία δεν εξακολουθεί να κατατρύχει τον Γκέζο που με τη σειρά του την ακολουθεί και επιμένει να χτίζει πάνω της. Το «Χάθηκε Βελόνι» συνοψίζεται ως εξής: μια απόπειρα απαγκίστρωσης από αυτό το χέρι που απειλεί διαρκώς να σε αρπάξει από τον λαιμό· μια απόπειρα απαγκίστρωσης από το βάρος του παρελθόντος και της ιστορίας· από το βάρος του να ανήκεις κάπου που η ιστορία είναι βαριά· βαριά τόσο στο αίμα όσο και στο περιβάλλον.

Αναμένω με ενδιαφέρον τη συνέχεια όταν ο θυμός θα έχει ξεθυμάνει κι άλλο. Όταν αυτό το χέρι από το παρελθόν δεν θα φαντάζει πια τόσο απειλητικό. Θέλω να δω όταν θα λιγοστέψει η δεξαμενή εμπειριών που φέρει ο Γκέζος ως προίκα, λόγω καταγωγής και συνθηκών ζωής, και νομοτελειακά θα πρέπει να κάνει την εμφάνισή της μια πιο μεστή μυθοπλασία, θέλω να δω τότε πώς θα σταθεί. Θέλω, με άλλα λόγια, να δω τις συνθήκες που θα οδηγήσουν στην περαιτέρω απόσυρση του συγγραφέα από το έργο του ώστε να αναδυθεί μια μυθοπλασία που θα μπορεί να διεκδικήσει την αυτονομία της. Μυθοπλασία που θα στέκεται πιο μακριά από τη διαρκή αναφορά στο τραύμα της που τώρα συνεχίζει ακόμη να την ταλανίζει. Και με αυτή μου την απαίτηση, αλλά και προσμονή για το μέλλον του Γκέζου δένει και η όποια αντίρρηση έχω με το κεφάλαιο της Τέτας. Το κεφάλαιο αυτό, που παρεμπιπτόντως έχει δεχθεί διθυραμβικές κριτικές, είναι ένα κεφάλαιο που εκβιάζει συναισθηματικά τον αναγνώστη –η ντοπιολαλιά το μασκαρεύει αυτό– σε ανεπίτρεπτο βαθμό, επιδεικνύοντας την εργαλειοποίηση σκηνικών και καταστάσεων, ωμά, με τρόπους και για λόγους στους οποίους εγώ νιώθω ότι δεν έχει ανάγκη να καταφεύγει ο Γκέζος.     

Για να κλείσω, υπάρχει ένα ωραίο σημείο προς το τέλος του βιβλίου όπου ένας Αμερικάνος προσπαθεί να σαγηνεύσει τον Βορειοηπειρώτη Αλέξανδρο Ζέφο για να παραμείνει στην Αμερική. 

«Θα μπορούσες να ζήσεις εδώ, φίλε. Θα έχεις όλο το μέλλον στα πόδια σου. Θα σου βρω μια καλή δουλειά. Θα έχεις λεφτά, φίλε. Λεφτά να ζεις άνετα και να κάνεις ό,τι θέλεις. Να δεις τη ζωή αλλιώς, να τη χαρείς. Να έχεις ελευθερία. Θα σε βοηθήσω. [...] Σου ταιριάζει η Αμερική, φίλε» (269).

Αυτό το σημείο μού θύμισε έντονα τον πατέρα της γυναίκας που θα παντρευόταν στην Πόλη ο ήρωας στην ταινία του Ελία Καζάν, που προσφέρει τον τίτλο του παρόντος κριτικού σημειώματος. Ο ήρωας της ταινίας ανθίσταται στα θέλγητρα του μικροαστικού καταφυγίου που θα του προσέφερε ένας καλός γάμος επειδή παραμένει πιστός στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα (και σε ό,τι ενάρετο συμβολίζει στην ταινία). Εγώ όμως θέλω να δω αν και πώς ο Γκέζος θα αντισταθεί στα θέλγητρα της Ελλάδας του 21ου αιώνα.   

— Αμέσως μετά το βιβλίο του Γκέζου διάβασα το Patriot τού Μιχάλη Μαλανδράκη (Πόλις 2019) –νουβέλα μόλις 81 σελίδων– και ένιωσα την ανάγκη να αποτυπώσω την αντίστιξη. Η υπόθεση εδώ είναι απλή: ένας νεαρός Αλβανός, ο Αγκίμ, παίζει κλαρίνο στους δρόμους της Αθήνας. Τον προσεγγίζει ένας συμπατριώτης του και, επαινώντας το ταλέντο του, του προτείνει δουλειά σε νυχτερινό μαγαζί. Ο Αγκίμ τακτοποιείται στη νέα κατάσταση και αρχίζει να κάνει όνειρα για το μέλλον. Λογαριάζει όμως χωρίς τον ξενοδόχο γιατί η τοποθέτησή του στο μαγαζί έχει και ανταλλάγματα. Η νουβέλα διαβάζεται σε μια καθισιά και σε ικανοποιεί απόλυτα με την εξαιρετική οικονομία της. Ο Μαλανδράκης, σε μια πρωτοπρόσωπη, καταιγιστική αφήγηση κοιτάζει κατάματα τον Αγκίμ και χωρίς να εκβιάζει πουθενά το συναίσθημα ή να αναλώνεται σε βερμπαλισμούς και διδακτισμούς οίκτου, συμπόνιας, και προσωπικής συγκίνησης περνάει στον αναγνώστη τόσο την κατάσταση του νεαρού Αγκίμ με τα αδιέξοδα αυτής της συνθήκης ενσωμάτωσής του σε μια κοινωνία που συνεχίζει να τον αντιμετωπίζει ως ξένο όσο και με το σκηνικό του νυχτερινού μαγαζιού που, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι συνιστά πύλη –μεταιχμιακό χώρο– προς κάτι εντελώς διαφορετικό που συνάδει με το ταλέντο του πρωταγωνιστή, το λυμαίνονται συμμορίες. 

«Γελάω στο πείραγμα της Ντίνας και την κοιτάζω έτσι όπως φωτίζεται το μέτωπό της, μακρύ και ψηλό, από τη γυμνή λάμπα που κρέμεται από πάνω της. Η Μαρία κλειδώνει την αποθήκη. Τα κορίτσια με χαιρετούν και φεύγουν, ενώ εγώ πάω ν’ αλλάξω στα καμαρίνια. Κοιτάζω το κούτελό μου στον καθρέφτη· μου φαίνεται μακρύ και ψηλό, έτσι που πέφτει πάνω του το φως της τουαλέτας» (σελ. 40).

Παρατηρήστε πόσο απλά και καθαρά αποτυπώνεται ο έρωτας του Αγκίμ για την Ντίνα πίσω από αυτή την επανάληψη του «μακρύ και ψηλό» τής στακάτης γραφής τού συγγραφέα. 

Είθε ο Μιχάλης Μαλανδράκης να συνεχίσει να μιλάει λιτά και να λέει πολλά.
 

— Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Χάθηκε Βελόνι, Μεταίχμιο : Αθήνα 2021, 320 σελίδες, ISBN : 9786180325713, τιμή : € 15,50.

— Μιχάλης Μαλανδράκης, Patriot, Πόλις : Αθήνα 2019, 96 σελίδες, ISBN : 9789604356935. τιμή : € 7,00.