Skip to main content
Πέμπτη 25 Απριλίου 2024
Misery porn

Ο Μιχάλης Κατράκης καταπιάνεται με ένα εξαιρετικά ακανθώδες θέμα. Η συλλογή Υλικό Καθαρισμού είναι ένα σκληρό βιβλίο εννέα διηγημάτων όπου ο συγγραφέας, σε κάθε διήγημα, πραγματεύεται και από μια αλήθεια: κλειτοριδεκτομές στο Μάλι, μεταναστευτικό και σύγχρονα «στρατόπεδα συγκέντρωσης» στη Μόρια, διώξεις ομοφυλοφίλων στην Τσετσενία, εγκλήματα πολέμου στη Σρεμπρένιτσα, εκμετάλλευση εργατικού δυναμικού στο Μπανγκλαντές, σωματεμπορία και πορνεία στο Λονδίνο, σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων από την Καθολική εκκλησία στη Βερόνα. Ο Κατράκης κάνει μια γενναία προσπάθεια να αποδώσει μυθοπλαστικά και να προσωποποιήσει, να φέρει στο επίπεδο του ατόμου, ανείπωτα δράματα για τα οποία όλοι, λίγο πολύ, είμαστε ενήμεροι και που απλά στρέφουμε το κεφάλι από την άλλη μεριά κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με αναφορές ή περιστατικά που αναφέρονται σε αυτά.

Η ιδιαιτερότητα και η δυσκολία του εγχειρήματος έγκεινται στον τρόπο διαχείρισης αυτού του τόσο ευαίσθητου υλικού. Η συλλογή τιτλοφορείται Υλικό Καθαρισμού. Σε τι αναφέρεται όμως ο Κατράκης; Το καταληκτικό διήγημα της συλλογής, το «Καθαρίστρια», μιλάει για μια ειδική περίπτωση καθαρίστριας, της Νόρας, που ζει και εργάζεται στη Γάνδη σε μια εταιρεία που κρύβει τις δραστηριότητές της πίσω από τον γενικό τίτλο: «Σύμβουλοι Επιχειρήσεων». Η Νόρα είναι προϊσταμένη του τμήματος (ένα από τα πολλά ανά τον κόσμο) καθαρισμού της ροής του Facebook. Ο ρόλος της είναι να κατεβάζει περιεχόμενο (κυρίως βίντεο) που δύναται να ταράξει την πολύτιμη ροή πληροφοριών «[...] ανάμεσα στα συγκοινωνούντα δοχεία του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου» (σ. 213). Όπως χαρακτηριστικά λέει η Νόρα στους υφισταμένους της: «[...] οι βιασμοί, οι θάνατοι, τα πογκρόμ, όλη αυτή η βία, δεν είναι τίποτα περισσότερο από υλικό καθαρισμού. Και εσείς είστε καθαριστές. Καθαρίστε» (σ. 214). Τα διηγήματα που προηγούνται του καταληκτικού, νοηματοδοτούνται ως ακριβώς αυτό: «υλικό καθαρισμού». Ο Κατράκης κατασκευάζει με τη μορφή διηγημάτων το περιεχόμενο που δεν θέλει το Facebook –ή όποιος άλλος επιθυμεί τη διατήρηση αυτής της επίπλαστης και εύθραυστης ισορροπίας που πρέπει να συντηρείται– να βλέπουμε. Αποπειράται δηλαδή ο συγγραφέας να μετασχηματίσει το γενικό και αφηρημένο (αυτό που όλοι λίγο πολύ έχουμε ακουστά) σε ειδικό και συγκεκριμένο. Αποπειράται να φέρει τις εικόνες αυτές –τον θάνατο, τους βιασμούς, τα πογκρόμ– στα μέτρα συγκεκριμένων χαρακτήρων με στόχο φυσικά να ευαισθητοποιήσει το κοινό και να διαταράξει τη ροή της καθημερινότητάς μας. Εργαλείο του, η μυθοπλασία. Η μυθοπλασία όμως, και ειδικά η συγγραφική μυθοπλασία, δεν είναι εικόνα για να έχει τη δύναμη που έχουν τα βίντεο που θα μπορούσαν κάλλιστα να ανέβουν (πριν καθαριστούν) στη ροή ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης σαν το Facebook. Και εδώ αρχίζουμε να προσεγγίζουμε τη δυσκολία και την ιδιαιτερότητα του όλου εγχειρήματος. Η μυθοπλασία (η λογοτεχνία) στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν δηλαδή έχουμε να κάνουμε με κάτι τόσο σκληρό, δεν πρέπει να γίνεται όχημα για να περάσει ο συγγραφέας πληροφορίες και στοιχεία που δήθεν θα ευαισθητοποιήσουν τον αναγνώστη. Ο Κατράκης, στο τέλος κάθε διηγήματος προσφέρει κατατοπιστικές πληροφορίες για τα πραγματικά εγκλήματα τα οποία συνιστούν και την πηγή έμπνευσής του. Αυτό όμως είναι βαθιά προβληματικό. Ή θα ενσωματώσει στο κείμενο τις πληροφορίες, που τότε θα αναχθούν σε οργανικό κομμάτι της μυθοπλασίας, ή, αλλιώς, θα σιωπήσει και θα αφήσει τον αναγνώστη αν και εφόσον το επιθυμεί να αναζητήσει μόνος του τις πληροφορίες επειδή ο συγγραφέας θα έχει διαχειριστεί το υλικό του εντελώς διαφορετικά. Η λογοτεχνία δεν δύναται να έχει ως σκοπό την ενημέρωση του αναγνώστη μέσω της απλής καταγραφής γεγονότων. Η λογοτεχνία δεν είναι βίντεο, ούτε δημοσιογραφία – παρά το γεγονός ότι η δημοσιογραφία καταντάει πολλές φορές μυθοπλασία. 

Για να μην παρεξηγηθώ. Δεν είμαι διόλου αντίθετος με αυτό που έχει κάνει ο Κατράκης και είμαι ο τελευταίος που θα μιλούσε ποτέ για χαλινάρι στη λογοτεχνική δημιουργία. Αντιθέτως, νομίζω ότι η λογοτεχνία είναι το κατεξοχήν μέσο ευαισθητοποίησης του κοινού για τέτοια θέματα και μάλιστα, κάποια ιδιαιτέρως προσφιλή σε μένα λογοτεχνικά δημιουργήματα βρίσκονται ακριβώς στα λημέρια που έψαξε ο Κατράκης. Γι’ αυτό ακριβώς θα είμαι πιο αυστηρός σε αυτό εγχείρημα και γι’ αυτό θα αναφερθώ τροχάδην στην ανάγκη συγκεκριμένων προϋποθέσεων για τη δημιουργία λογοτεχνίας που καταπιάνεται με τέτοιες θεματικές. 

Οι συγκεκριμένες καταστάσεις καλούν για συνθέσεις που, πρωτίστως, θα καταπιάνονται με την άρτια αισθητική παρουσίαση ολόκληρων κόσμων και κοσμοθεωριών. Και αυτό είναι ύψιστης σημασίας. Πρέπει ο συγγραφέας να καταφέρει να βγάλει στον αναγνώστη έναν βαθύ διχασμό ανάμεσα στην αισθητική ικανοποίηση που εισπράττει από την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου, και το δέος ή την απόγνωση ή τη φρίκη που του προκαλούν τα τεκταινόμενα του έργου. Πώς θα καταστεί εφικτό αυτό; Ο αναγνώστης πρέπει να συρθεί, τρόπον τινά, στη σκηνή του δράματος, σταδιακά και μεθοδικά, με ολοένα και θελκτικότερα κατασκευάσματα – φαινομενικά ευτελή και αθώα και αδιάφορα προς τον τελικό ειδεχθή στόχο. Ο αναγνώστης, με άλλα λόγια, πρέπει να τοποθετηθεί στο σημείο όπου οι άμυνές του θα έχουν πέσει γιατί θα απολαμβάνει πρωτίστως το αισθητικό αποτέλεσμα για λόγους που δεν θα έχουν να κάνουν με τα εγκλήματα (και τον θάνατο, και τους βιασμούς, και τα πογκρόμ) που θα πραγματευτεί ο συγγραφέας και που αποτελούν το κυρίως θέμα του. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, να θεωρεί ο συγγραφέας ότι αν τα κατασκευάσματα που προτείνει στον αναγνώστη εργαλειοποιούν σεξουαλικά ορμέμφυτά του, ο στόχος θα επιτευχθεί. Οι συγκεκριμένες θεματικές –σωματεμπορία, βιασμοί, πογκρόμ– κάνουν επίκληση στο θυμικό και όχι στη λογική του αναγνώστη. Και το θυμικό δεν λειτουργεί λογικά· δεν οδηγεί σε γραμμικές αντιδράσεις. Οι ζοφερές εικόνες που δραματοποιούνται οδηγούν στο να σφαλίζει αντιληπτικά ο αναγνώστης. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, να αναφέρει ο συγγραφέας τον όρο «στρατόπεδο συγκέντρωσης» για τη Μόρια χωρίς να έχει πλήρη συναίσθηση του τι λέει. Γιατί η χρήση του όρου δείχνει προχειρότητα στη διαχείριση του υλικού που σκοπεύει στην παραπλάνηση του αναγνώστη με λαϊκίστικές διευκολύνσεις που οδηγούν σε αδόκιμες γενικεύσεις. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος, για παράδειγμα, που το 2666 τού Ρομπέρτο Μπολάνιο απολαμβάνει της εκτίμησης που απολαμβάνει. Ο Μπολάνιο εγκιβωτίζει μέσα σε ένα βιβλίο 1200 σελίδων ένα κεφάλαιο, σχεδόν 400 σελίδων, στο οποίο πραγματεύεται εκατό δολοφονίες γυναικών σε μια συγκεκριμένη περιοχή του Μεξικού. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που ο Μαξ Ζέμπαλντ πραγματεύεται στο έργο του (Οι Δακτύλιοι του Κρόνου, Άουστερλιτς) το θέμα του Ολοκαυτώματος τόσο ελλειπτικά, μέσω θραυσμάτων, και από τόσες φαινομενικά αδιάφορες και άσχετες με το Ολοκαύτωμα καταστάσεις και περιστατικά. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που ο Κόρμακ ΜακΚάρθι στο Ματωμένος Μεσημβρινός, που αναφέρεται στη φρικωδία της εξολόθρευσης Ινδιάνων στα σύνορα ΗΠΑ και Μεξικού στα μέσα του 19ου αιώνα, στήνει έναν αριστουργηματικό κόσμο έπαρσης και αμετροέπειας που φθάνει μέχρι τις εσχατιές της ύπαρξης. Όπως, τέλος, υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που ο Χούλιο Κορτάσαρ στο Βιβλίο του Μανουέλ, βάζει τους χαρακτήρες του βιβλίου να διαβάζουν την ειδησεογραφία αναφορικά με τα ειδεχθή εγκλήματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής και να σχολιάζουν με εντελώς απρόσμενους τρόπους που περιέχουν χιούμορ και μια γενικότερη διάθεση που εκ πρώτης όψεως δεν συνάδει με τα εγκλήματα.

Θα πρέπει με κάποιο τρόπο, και τον τρόπο θα τον επινοήσει ο συγγραφέας, ο αναγνώστης να προσεγγίσει τους χαρακτήρες πιο ελλειπτικά, με την αφήγηση πολλές φορές εσκεμμένα ακραία διασπασμένη και ατάκτως ερριμμένη (όπως κάνει για παράδειγμα ο Φώκνερ) έτσι ώστε να είναι δυνατόν, η βία και το μένος της διαστροφής που οδηγεί στο αποτρόπαιο να γράψει στη συνείδηση του αναγνώστη υποδόρια, ωσάν να μην είναι διαστροφή. Γιατί μόνον έτσι ο αναγνώστης δεν θα κατεβάσει ρολά απέναντι στο κείμενο. 

Μόνον ύπουλα λοιπόν θα συρθεί ο αναγνώστης από τη φούσκα της βολής του –από την απάθειά του– σε μια διανοητική κατάσταση που θα τον οδηγήσει στον μεθοδικό στοχασμό επί των θραυσμάτων του κειμένου, στους δικούς του ρυθμούς, γιατί θα επιθυμεί να επανέλθει στο κείμενο επειδή κάτι σκοτεινό και μη προσδιορίσιμο θα τον θέλγει. Κάτι απροσδιόριστα σκοτεινό και άβολο που πιθανώς θα τον κάνει, επιπροσθέτως, να ντρέπεται γι’ αυτή του την έλξη προς το κείμενο. Κάτι που θα τον ξεκουνήσει, έστω και μόνο επειδή θα τον ερεθίσει σεξουαλικά ή θα ακουμπήσει τα σαδιστικά του ένστικτα. Έτσι θα αρχίσει να αναλογίζεται τη δική του βολή και καλώς εννοούμενη βαρεμάρα στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας που υφίσταται ως το μοναδικό κέλυφος εντός του οποίου διαιωνίζεται το παράδοξο: να αποτρέπει, να κατισχύει, αλλά και να ανέχεται εκφάνσεις αποτρόπαιων καταστάσεων, γιατί το τίμημα της ελευθερίας εξαργυρώνεται πάντα σε πιθανές, απόλυτα υπαρκτές τερατωδίες του εγώ.   

Πού στέκεται όμως ο Μιχάλης Κατράκης απέναντι σε όλα αυτά; Οι μηχανισμοί που περιέγραψα, για να μπορούσαν να τεθούν σε λειτουργία μέσα στις τριάντα σελίδες ενός διηγήματος θα έπρεπε ο συγγραφέας να λειτουργήσει εντελώς διαφορετικά: θα έπρεπε να καταφέρει να φέρει στην επιφάνεια θραύσματα από τις ζωές των ανθρώπων που περιγράφει που φαντάζουν παντελώς φυσιολογικά. Ο Κατράκης θεωρεί ότι η δραματοποιημένη εξιστόρηση των τραγικών συμβάντων αρκεί. Αλλά δυστυχώς, αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Κατράκης παραμένει δέσμιος στην επιφάνεια των τραγικών συμβάντων χωρίς να αφήνει τη δυνατότητα δεύτερης, βαθύτερης ανάγνωσης στα διηγήματά του. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό το κάνει εσκεμμένα και όχι κατά λάθος. Επιλέγει σκόπιμα να γίνει σκληρός γιατί θεωρεί ότι οι αλήθειες που πραγματεύεται υπαγορεύουν αυτή τη σκληρότητα. Αλλά αν ήταν τόσο απλό, ο κόσμος θα λειτουργούσε και θα αντιδρούσε διαφορετικά. Το κοινό όμως είναι απολύτως εθισμένο σε αυτή τη σκληρότητα. Αν ήταν τόσο απλό, τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και οι καταγγελίες θα αρκούσαν. Όπως θα αρκούσε η λογική των Γάλλων νατουραλιστών του προηγούμενου αιώνα που με τόση λεπτομέρεια αποτυπώνουν, τηρουμένων των αναλογιών, τέτοιες καταστάσεις. Σήμερα όμως βρισκόμαστε αλλού. Πεποίθησή μου είναι ότι ο αναγνώστης διαβάζει διεκπεραιωτικά τέτοια διηγήματα ή μυθιστορήματα. Η σκληρότητα του κειμένου όχι μόνο δεν λειτουργεί όπως θα ήθελε ο συγγραφέας –όχι μόνο δεν ευαισθητοποιεί– αλλά, πολύ εύκολα, μπορώ να φανταστώ την πιθανότητα μιας ετερογονίας των σκοπών: ο αναγνώστης, στο πλαίσιο της βολής του, εκλαμβάνει τη σκληρότητα ως μια ευκαιρία για να εισέλθει σε αυτή την ύπουλη και νοσηρή ανακούφιση που αποκαλείται «πορνό της φτώχειας και της μιζέριας» (misery porn), και απολαμβάνει τη συγκριτικά καλή του τύχη που δεν βρίσκεται στη θέση των ανθρώπων για τους οποίους διαβάζει. Επιπροσθέτως, για να το κοιτάξουμε και από αυτή την πλευρά, το misery porn συνιστά ύπουλο εργαλείο κάθαρσης και εκτόνωσης κάθε μηχανισμού που ασκεί εξουσία και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Κατράκης, αλλά και κάθε νεόκοπος δημιουργός, άθελά τους υπηρετούν με τις αστοχίες τους ακριβώς τους εχθρούς τούς οποίους νομίζουν ότι υποσκάπτουν.  

Ο Κατράκης έχει βάλει πολλή δουλειά στα κείμενα παρά τις αδυναμίες που τα χαρακτηρίζουν (η έκδοση πάσχει επίσης και από πλευράς επιμέλειας και διορθώσεων), και μάλιστα αναγνωρίζω ότι το διήγημα «Μίστι Λαβ» θέτει τις βάσεις για μεγαλύτερη αφήγηση που θα μπορούσε να δώσει αξιόλογα αποτελέσματα. Σε 220 σελίδες όμως δεν γίνεται να στηθούν, με τέτοιο τρόπο, εννέα διαφορετικά ανθρώπινα δράματα άφατου πόνου. 

 

— Μιχάλης Κατράκης, Υλικό Καθαρισμού, Εκδόσεις των Συναδέλφων : 2021, 232 σελίδες, ISBN : 9786185571047, τιμή: € 12,00.