Από όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής με τον καλύτερο τρόπο.
— Goethe, Maxims and Reflections, 1833.
Όταν ο συγγραφέας κοιτάζει από απόσταση όλα φαντάζουν διαυγή. Χάνονται οι τριγμοί της εγγύτητας, οι επιπλοκές της γέννας. Η εμπειρία κελαρύζει ανόθευτη – όπως δεν υπάρχει πουθενά. Η πρόζα του Αλέξη Πανσέληνου σαγηνεύει με την ακρίβεια και την απλότητά της.
«Κατάλαβα πως στη λογοτεχνία βρίσκεις και αναγνωρίζεις κάτι που η σημασία του δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί – μπορείς να βρεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τα συναισθήματά σου και τις σκέψεις σου, τις ελπίδες σου και τους ενδοιασμούς σου», γράφει ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, στο Η ζωή μου (μτφρ.: Α. Κυπριώτης, Ίνδικτος: 2001, σ. 115).
Ο συγγραφέας είναι δημιουργός αυτών ακριβώς των «κάτι» που “εκβιάζουν” την «υπερεκτίμηση». Και καλά κάνει. Η λογοτεχνία ενδέχεται να είναι ο μόνος δόκιμος εκβιασμός, αρκεί βέβαια να προσφέρει και ανταλλάγματα. Οι εύκολες ταυτίσεις, στις οποίες αναφέρεται ο Ρανίτσκι, δεν είναι ποτέ το ζητούμενο, ακόμη κι αν αναγνωρίσει κανείς ότι μια ταύτιση αξιώσεων δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Ο Πανσέληνος κερδίζει τον αναγνώστη μέσα από την απεικονιστική δεινότητά του, είτε περιγράφει το Μόναχο είτε ένα Πάσχα παιδικών χρόνων στο νησί είτε την πρώτη σεξουαλική εμπειρία του ήρωά του. Διάβασα το μυθιστόρημα απορροφημένος από αυτό το καλοκουρδισμένο μείγμα νοσταλγίας, προσήνειας και ηθικής αμφισημίας.
Ο Νάσος Λύρας, γόνος αριστερών, έχει ζήσει σχεδόν ολόκληρη την ενήλικη ζωή του στη Γερμανία. Βγήκε στη σύνταξη το 2009, στα εξήντα πέντε του, όπου εργαζόταν ως διευθυντής στο «Κεμπίνσκι Τέσσερις Εποχές» του Μονάχου. Το μυθιστόρημα που διαβάζουμε είναι καταχωρήσεις από το «κρυφό ημερολόγιό» του την περίοδο 2014-2016 όταν:
«[...] Λέξεις και τα ονόματα μιας γλώσσας που έχω πάψει εδώ και αιώνες να χρησιμοποιώ [...] ξεπηδούν μες το μυαλό μου έτσι, από το πουθενά. [...] “Ξεχασμένες λέξεις”. Δεκαετίες τώρα, καθημερινά, μιλώ Γερμανικά και Γερμανικά σκέφτομαι και πολλά από τα Ελληνικά μου και ένα σωρό λέξεις που χρησιμοποιούσε ο κόσμος την εποχή που ήμουν μικρός τα έχω ξεχάσει» (σ. 18).
Ο πλήρης εκγερμανισμός του, η αφομοίωσή του στα ήθη της νέας πατρίδας, διαταράσσεται όταν αρχίζουν να αναδύονται οι λέξεις από το παρελθόν. Τι ακριβώς σημαίνει όμως αυτή η λεκτική παλιννόστηση; «Η γλώσσα ορίζει τη σκέψη» (σ. 107) θα πει ο ήρωας, αναφερόμενος στα γερμανικά, θέλοντας να υπερασπιστεί την περιχαράκωση των Γερμανών στο αποκορύφωμα της ελληνικής κρίσης.
«Έχω έτσι το αίσθημα της δικαίωσης: έχω πάρει τις αποστάσεις μου, έχω ξεγράψει την Ελλάδα, τίποτα ελληνικό δεν με αφορά και ζω σε ένα τόπο που όλα κυλούν ρολόι, τα τρένα και τα τραμ έρχονται στην ώρα τους, ο δήμος καθαρίζει καθημερινά τους δρόμους, οι νοικοκυραίοι βγάζουν τα σκουπίδια τους ορισμένη ώρα και τα τοποθετούν σε καθαρούς κάδους, ο κόσμος πληρώνει τους φόρους του σε ένα δημόσιο που του παρέχει τις αναμενόμενες υπηρεσίες και το ηλεκτρικό δεν κόβεται επειδή βρέχει ή χιονίζει» (σ. 106-7).
Βρισκόμαστε στο 2015. Το αίσθημα δικαίωσης έχει μεγάλη σημασία για τον Λύρα. Επιτέλους μπορεί να δει, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι είχε δίκιο να «ξεγράψει» την Ελλάδα. Η ζωή τον ξέβρασε στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
«Είμαι πολύ μεθοδικός, άλλωστε εδώ όποιος δεν είναι δεν επιζεί» (σ. 18) καμαρώνει. Έτσι κέρδισε και τη σαραντάχρονη Ζίγκι (από το «Ζιγκλίντε», ο πατέρας της είναι διάσημος μαέστρος) με την οποία συζούν από το 2009. Αδυνατεί όμως να διαχειριστεί τις φιλελεύθερες περί έρωτος απόψεις της: «Liberté, Égalité, Complicité» (σ. 143). Ο Λύρας παραμένει κατά βάθος συντηρητικός, φοβισμένος: «το πιο περίεργο είναι πως δεν ζηλεύω τόσο τον άγνωστο εραστή της όσο φοβάμαι πως αυτό όλο θα την πάρει μακριά μου και όλη η επένδυση για το μέλλον μαζί της θα εξαφανιστεί» (σ. 135).
Ο όρος «επένδυση», στο συγκείμενο της ερωτικής σχέσης είναι ενδεικτικός της πλάνης του. Το αδιέξοδό του προκαλεί το σκώμμα. Σύναψε σχέση με την κατά σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια νεότερή του Ζίγκι για να τον γηροκομήσει;
Οι ξεχασμένες λέξεις έρχονται για να απασφαλίσουν μια συστοιχία αντιλόγου εκ των έσω. Λειτουργούν ως σύμβολα απωθημένων αναμνήσεων και ανείπωτων συναισθημάτων, «μετά από μια ζωή που θύμιζε λίγο υπνοβασία» (σ. 123). Θα επαναφέρουν στο προσκήνιο την εν υπνώσει ελληνικότητά του, μέσω της οποίας, και μετά από τις αναπάντεχες αποκαλύψεις του τέλους, θα κληθεί εκ νέου να πραγματευτεί την ταυτότητά του.
Ο Πανσέληνος στήνει τον μύθο του έτσι ώστε ο ήρωάς του να εμφανίζεται κερδισμένος σε κάθε επίπεδο. Είχε φύγει από την Ελλάδα το 1966 για να σπουδάσει ξενοδοχειακά, επέστρεψε και εγκλωβίστηκε στην Ελλάδα των Συνταγματαρχών για ένα χρόνο το 1970, έφυγε ξανά, επιστρέφοντας μόνο περιστασιακά για διακοπές, και βγήκε στη σύνταξη ελάχιστα πριν το κομβικό 2010 της ελληνικής πτώχευσης. Κοιτάζοντας τη ζωή του είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι στάθηκε τυχερός από κάθε άποψη. Ακόμη και εμφανισιακά, ο Λύρας είναι εξαιρετικά καλοδιατηρημένος – προσέχει τη διατροφή του, δεν καπνίζει, γυμνάζεται τακτικά. Ο Πανσέληνος τονίζει αυτή την ακμαιότητα, που έχει παίξει ρόλο και στη σχέση του με τη Ζίγκι. Την αντιδιαστέλλει μάλιστα με αυτή του συμμαθητή του Τάκη, που έχει μείνει στην Ελλάδα:
«“Μια χαρά κρατιέσαι εσύ” μου είπε. Καθώς εγώ είναι αλήθεια πως δεν δείχνω την ηλικία μου, με ενόχλησε λίγο η σκέψη πως αυτός ο γέρος είναι συνομήλικός μου και δεν ανταπέδωσα» (σ. 172).
Το παρουσιαστικό του ήρωα υποδηλώνει όμως και μια “φαουστική” μομφή: η αποστασιοποίησή του από τα δεινά της Ελλάδας, κυριολεκτική και μεταφορική, διακρίνεται στο επαχθές τίμημα μιας νέκρωσης. Πιο Γερμανό από τους Γερμανούς, τον βλέπουν οι άνθρωποι του κύκλου του. Δεν διαθέτει την προσηνή ελαφράδα του Έλληνα· την ενίοτε εποικοδομητική απερισκεψία του. Έχει φερθεί με ψυχρότητα στους γονείς του αλλά και σε παλιούς έρωτες, έχει πάρει αποστάσεις από αδελφικούς φίλους. Όλα όμως κάπως υπολογισμένα, με μέτρο. Αλλά και τι ακριβώς να έκανε; Ο Πανσέληνος κατασκευάζει έναν ήρωα που δεν φαίνεται να μπορεί να του προσάψει κανείς τίποτα, πέρα από το ότι έζησε τη ζωή χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς, προσηλωμένος στην καριέρα του. Η γερμανική “ανατροφή” σε μια χώρα υπόδειγμα, το «γερμανικό θαύμα», ο εργατικός βορράς, η ατμομηχανή της Ευρώπης απέναντι στον ράθυμο, υπό πτώχευση, νότο των μικροαστών γονιών και φίλων. Ο Πανσέληνος σκιαγραφεί εξαίρετα τη μεταπολεμική Γερμανία. Η ηθική αμφισημία του Λύρα είναι απότοκος και του περιβάλλοντος στο οποίο έζησε σχεδόν μισό αιώνα της ζωής του.
Ο Πανσέληνος θα τον φέρει σε επαφή με την ελληνική ταυτότητά του όχι μόνο μέσω των ξεχασμένων λέξεων:
«Από την είσοδο κιόλας της αίθουσας με τα βυζαντινά ένα αίσθημα αλλιώτικο με πλημμύρισε. Ένιωσα πως τώρα μόνον έχω μπροστά μου την πραγματική ζωή, παρά τα ξέμακρα, ασύμμετρα τοπία στο φόντο, σαν σκηνικά θεάτρου, παρά τις λιγοστές λεπτομέρειες ενός κόσμου ζωγραφισμένου χωρίς προοπτική, συμβολικού παρά αληθινού, που αφήνει να κυριαρχούν οι αυστηρές μορφές των αγίων με τα ρικνά πρόσωπα, τα περίτεχνα μαλλιά και γένια και εκείνα τα μάτια που κοιτούν γνήσια στην ψυχή» (σ. 160, δική μου υπογράμμιση).
Παρατηρήστε τη διττή σημασία του «χωρίς προοπτική». Ο πρωταγωνιστής αφυπνίζεται συναισθηματικά απέναντι στις βυζαντινές εικόνες, για τον οποίο, ως τέκνο αριστερών, δεν έχουν καμιά μεταφυσική αξία.
Προς το τέλος του μυθιστορήματος, η φιλική σχέση που έχει χτίσει με ένα ζευγάρι Αυστριακών-Εβραίων θα φέρει στην επιφάνεια ένα μεγάλο μυστικό για το παρελθόν του. Το μυστικό δένει τον μύθο: προσφέρει εξηγήσεις για τη δυνατότητα του ήρωα να σπουδάσει στην ακριβή σχολή στη Γερμανία αλλά προσδίδει και λεπτές αποχρώσεις στη δυναμική της σχέσης του με τη Ζίγκι, έτσι όπως αναδεικνύει απρόσμενες συνάφειες και αντιστίξεις με το παρελθόν του ναζιστή πατέρα της. Το πρόβλημα είναι ότι το μυστικό, όπως και η σχέση του Λύρα με το ζευγάρι των Εβραίων που έχουν παρελθόν στην Ελλάδα, εδράζονται σε μια τεράστια σύμπτωση.
Οι συμπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να λειτουργήσουν δόκιμα στη λογοτεχνία, ακριβώς επειδή η ζωή ενέχει σε τόσο μεγάλο βαθμό τύχη. Η σύμπτωση, με άλλα λόγια, υποσκάπτει τη μυθοπλαστική συνθήκη, επιτείνει το ψέμα. Ο Πανσέληνος όμως διαχειρίζεται τη σύμπτωση υποδειγματικά, γιατί ανάγει την τυχαιότητα σε ρυθμιστή του μύθου. Ο Λύρας επιλέγει τις ξενοδοχειακές σπουδές για να ξεφύγει από τον οικογενειακό κλοιό αλλά και εντελώς τυχαία, επειδή βλέπει φωτογραφίες του μεγάλου αδελφού ενός συμμαθητή του, που σπούδασε στην ίδια σχολή και βρήκε δουλειά σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στην Ίμπιζα, «δίπλα σε κορίτσια με μπικίνι και χαμόγελα γεμάτα υποσχέσεις» (σ. 11). Ή αργότερα, βρίσκει δουλειά στο Κεμπίνσκι, επειδή καθώς πηγαίνει σε συνέντευξη σε άλλο ξενοδοχείο, αποφασίζει να κάνει μια στάση και να κάνει μια αίτηση εργασίας. Ο Πανσέληνος εξαγνίζει τρόπον τινά τη μεγάλη σύμπτωση του τέλους καθώς εγκιβωτίζει την τυχαιότητα στον πυρήνα της υπαρξιακής διάστασης του ήρωα.
Έζησε τη ζωή του όπως πολλοί θα ήθελαν, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους λιποψυχούν. Ως γνήσιο τέκνο της δεκαετίας του ’60, που έτυχε να μην βιώσει την τροχοπέδη της επταετίας, είναι και υποδειγματικός εικονοκλάστης κοινωνικών συμβάσεων. Για αυτό και η “πτώση” του είναι ένδοξη, σκανδαλιστική – μυθιστορηματική.
— Αλέξης Πανσέληνος, Ξεχασμένες λέξεις, Μεταίχμιο: 2025, 214 σελίδες, ISBN: 9786180342970, τιμή: €15,50.