Skip to main content
Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Πώς θρηνεί ένας άντρας;
Καρέ από την ταινία με τίτλο Persona του Ingmar Bergman (1966).
Καρέ από την ταινία με τίτλο Persona του Ingmar Bergman (1966).

Τον Οκτώβριο του 2020 τυπώνεται η εικοστή τέταρτη ποιητική συλλογή του Διονύση Καψάλη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, στις οποίες ο ίδιος έχει εκδώσει σχεδόν το σύνολο του έργου του, του ποιητικού, του δοκιμιακού και του μεταφραστικού, με ελάχιστες εξαιρέσεις από το 1978. Η συλλογή έλαβε φέτος (Μάρτιος 2022) το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2020. Συγκροτείται από δεκαέξι ποιήματα. Επιγράφεται Σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου. Και φέρει υπότιτλο στα ιταλικά, ο οποίος νομίζω ότι προσδιορίζει τον κόσμο ως molto semplice e cantabile (πολύ απλό και ικανό να τραγουδηθεί, “ο κόσμος ήταν εύκολος, ένας απλός παλμός”). Σχεδόν κάθε ποίημα έχει ένα μότο που λειτουργεί σε σχέση με το ίδιο το ποίημα αλλά και σε σχέση με τη συλλογή. Ολόκληρη η συλλογή έχει επίσης το δικό της. Υπερτερεί ο Δάντης με την Κωμωδία. Όταν δεν υπάρχει μότο, τον ρόλο του αναλαμβάνει ο τίτλος. Ο τίτλος της συλλογής είναι κυριολεκτικός, πρόκειται πράγματι για σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου. Η μουσική του κόσμου ερμηνεύεται με πολλά παραδείγματα σε αρκετά ποιήματα. Το θέμα είναι λοιπόν μουσικό. Τη μουσική παράγει ο συγγραφέας, οπότε γίνεται άμεσα και ποιητολογικό.

Τον Αύγουστο του 2011 πεθαίνει ο γιος του Παντελή Μπουκάλα και λίγο νωρίτερα μέσα στο καλοκαίρι η μητέρα του Διονύση Καψάλη. Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος (“Πυγολαμπίδες”) περιγράφει ένα γεγονός κοσμογονικού χαρακτήρα. Πριν συμβούν αυτά τα γεγονότα, ο αφηγητής εκ των υστέρων θυμάται ότι είχε δει ένα σμήνος από πυγολαμπίδες να γεννιέται από μια σύντομη νύχτα του Ιουνίου. Το ανάποδο ενός καταστερισμού, πριν χρειαστεί οι ψυχές των μελλοθάνατων να ανέβουν στον ουρανό, “σαν κεράκια”, όπως λέει ο ίδιος, που μεταλαμπαδεύουν το φως της Λαμπρής, οι πυγολαμπίδες, “κεράκια μιας εφήμερης αθανασίας”,  δίνουν τον τόνο σε όλη τη συλλογή που μοιάζει με έναν επιτάφιο θρήνο ή ίσως μια προσευχή. Η νύχτα γεννά μικρές πυγολαμπίδες και ο ποιητής αναρωτιέται – με το δίκιο του –  ποιος τις ανάβει. Ωστόσο πριν αναρωτηθεί, το κενό, ο θάνατος, συμβαίνει μετρικά. Οι στίχοι 14 και 15 είναι κενοί, δυο λευκές αράδες στη σελίδα. Το ποίημα διαρθρώνεται σε τρεις ανισόστιχες στροφές (δεκατρείς, δεκαέξι και έντεκα στίχοι). Αυτό το απότομο κενό δυο αράδων που μεσολαβεί ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη στροφή ύστερα μάλιστα από ένα κόμμα και το οποίο όμως εγώ επιλέγω να μην αφήσω εκτός αρίθμησης με προϊδεάζει για το επικείμενο κακό και το σημαίνει. Μετρικά τουλάχιστον το κενό, η σιωπή, θα γεφυρωθεί πολύ αργότερα, στο δέκατο πέμπτο και δέκατο έκτο ποίημα της συλλογής.

Ποια γλώσσα μιλάει ο θρήνος ;

“I shall not be moved –”

Το δεύτερο ποίημα φέρει τίτλο από έναν αυτοσχέδιο ύμνο που δίνει το όνομά του και σε ποιητική συλλογή της Μάγια Αγγέλου. Το ποίημα είναι ένα ερμηνευτικό υπόμνημα σε αυτόν τον σπουδαίο ύμνο με το βιβλικό παρελθόν. Κρατώ τον έβδομο στίχο όπου η ψυχή γίνεται ψίχα για το αμύγδαλο του κόσμου και βρίσκει όλους εμάς “μαύρους σκλάβους στα δεσμά τους” (στίχος 9, εξακολουθώ πάντοτε να μετρώ τις δυο κενές αράδες). Ο θάνατος έχει συμβεί, πώς να θρηνήσεις ;

Το τρίτο ποίημα είναι η κορύφωση του ανθρώπινου δράματος με θέμα τη φωτογραφία. Επιγράφεται “Αι γενεαί πάσαι” και οι υπολογιστές που φέρουν τις ψηφιακές φωτογραφίες μας γίνονται αυτόματα ψηφιακοί τάφοι. Σκέφτομαι το ανάποδο. Έναν τάφο σε νεκροταφείο με ψηφιακή φωτογραφία του νεκρού. “στη νέα οθόνη της ζωής μας” (στίχος 43) σκέφτεται κανείς την ετυμολογία της λέξης. Η οθόνη ως λινό ύφασμα που σκέπαζε το πρόσωπο του νεκρού.

Η επανερμηνεία των γραφών που προξενεί ο θάνατος συνεχίζεται με το τέταρτο ποίημα. Σε αυτό στο οποίο προστίθεται και πάλι ένα μότο, όπως και στο πρώτο ποίημα της συλλογής, η μετάφραση επιστρατεύεται ως σωτηρία. Λαμβάνει ωστόσο θεολογικές διαστάσεις, όπως της αρμόζει άλλωστε. Δεν μεταφράζεται και αναλύεται μέσα στο ποίημα μόνον ο τίτλος αλλά και το μότο από την ακροτελεύτια ιλιαδική ραψωδία : “έτσι τη μοίρα κλώθουν οι θεοί / για τους φτωχούς θνητούς, να ζουν θρηνώντας, / ενώ εκείνοι πόνο δεν γνωρίζουν” (στίχοι 41 έως 43 που μεταφράζουν το έπος (Ω 525-6).

Λογικά ακολουθεί το “Επιτύμβιο” που επεξηγείται από το μότο : Arioso dolente. Θα πω μόνο ότι εδώ ο πήχυς ανεβαίνει πολύ ψηλά. Είναι μια πρώτη στάση. Το όργανο είναι η φωνή και το χαρτί γίνεται η παρτιτούρα του θρήνου. (Beethoven και Bach είναι τα διακείμενα.) Ουσιαστικά οι λέξεις δεν υπάρχουν. Μόνο τα μετρικά μέρη πρέπει να ακουστούν ως θρήνος.

Η ενότητα αυτή των ποιημάτων κλείνει προσωρινά με το έκτο ποίημα που είναι και το κλειδί της συλλογής.  Έκτο στη σειρά, όπως έξι κατέληξαν να είναι οι Εννεάδες του Πλωτίνου, ένα ποίημα για τον Στεφάν Μακένα (λυπάμαι που καταπίνω ένα νι από το επώνυμο, όπως το γράφει ο Καψάλης, αλλά πρέπει), τον σπουδαίο Ιρλανδικής καταγωγής μεταφραστή του πλατωνικού φιλοσόφου στην αγγλική γλώσσα. Εδώ η γλώσσα λύνεται επιτέλους και έχουμε έναν συγκερασμό όλων των προηγούμενων θεμάτων που άνοιξαν στα ποιήματα που προηγήθηκαν σελιδογραφικά.

Τα ποιήματα επτά έως δεκατέσσερα αποτελούν ένα υποσύνολο που λειτουργεί ως η προσωπική αντίστιξη του ποιητή στη μουσική του κόσμου. Είναι το λιγότερο πειστικό κομμάτι της συλλογής. Μπορώ να σκεφτώ ότι φτιάχτηκε έτσι για να μας δώσει ένα σημείο θέασης του κόσμου και παίζει τον ρόλο του έτσι. Όπως έγραφε και ο Καβάφης : “Δεν είναι για δημοσίευση, αλλά μπορεί να μείνει εδώ.” Θα το εξετάσω χωριστά, σαν να ήταν μια άλλη συλλογή. Είναι, ας πω προς το παρόν, ο μακρινός και αξεδιάλυτος θρήνος του κόσμου, η τύρβη.

Η συλλογή επανακάμπτει με το “Εωθινό”. Από το ποίημα λείπει μια έκτη στροφή, οπότε μένει μετέωρο. Με αυτό κλείνει η υποενότητα που προηγήθηκε και ξανακουμπώνουν τα έξι πρώτα ποιήματα. Είναι μια νέα αυγή. Μα δεν ξυπνά στον εωθινό κανένας πεθαμένος. Μετρικά είναι ένα accomplishment, όχι full, αλλά είναι κάτι. Πέντε στροφές έξι στίχων, στους τέσσερις πρώτους των οποίων περιπλανιέται ο λεκτικός τόνος και προσπαθεί να βρει τον μετρικό σαν σε ηλεκτρονικό παιχνίδι για να κάτσει επιτέλους στους δυο τελευταίους που σφραγίζονται από σημαίνουσες ομοιοκαταληξίες (πρώτη στροφή : ξεναγήσουν / ήσουν, δεύτερη στροφή : άταφος / φως, τρίτη στροφή : θανάτου / τελείωμά του, τέταρτη στροφή : διαπερνά / πουθενά, πέμπτη στροφή : γαλανό / ουρανό). Θυμίζει λίγο Σικελιανό και στο βάθος, αν υπήρχε, Καρυωτάκη.

Η συλλογή κλείνει με ένα παιδικό τραγουδάκι σε εύθυμο τόνο. Η ομοιοκαταληξία γίνεται στίχοι επαναλαμβανόμενοι : “μα δεν γυρίζει, γιατί δεν υπάρχει”, “και δεν μπορείς να την/τον/τις ανακαλέσεις”, “Και η έκπαγλη στιγμή που σε τυλίγει / με φως, πέφτοντας από τον ουρανό, / γίνεται σπίτι σου : τόση ομορφιά”.

Ας γράψω κάτι προσωρινά αξιολογικό, λίγο εκκρεμές, μετά τη σύντομη περιγραφή που προηγήθηκε. Ο Διονύσης Καψάλης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακούει τη μουσική του κόσμου. Θέλει να κρατήσει και να αφήσει σημειώσεις αξιώσεων. Το ραδινό τεφτεράκι που εξέδωσε στην Άγρα τα καταφέρνει περισσότερο τεχνικά και λιγότερο ως περιεχόμενο. Ως συνολική σύνθεση είναι φιλόδοξη. Φιλοδοξεί να γίνει ένα μουσικό ποίημα χωρίς λόγια. Δείχνει έτσι την αστοχία του θρήνου να αποδώσει τον ανθρώπινο πόνο μπροστά στον θάνατο των οικείων και του εαυτού. Τα μετρικά του σχήματα μαρτυρούν ότι ξέρει την τέχνη καλά. Θα τα αναλύσω περαιτέρω στη συνέχεια, στο Ιστολόγιο, γιατί είναι μαθήματα και δεν είναι κόπος, είναι πραγματική ευχαρίστηση. Η ελληνική κακοφωνία των ποιημάτων επτά έως δεκατέσσερα αποτυπώνει όντως τη δυσαρμονική ελληνική – και γλωσσική – πραγματικότητα. Ωστόσο ο Καψάλης υπαινίσσεται έναν νέο ποιητικό δρόμο στο ποίημα με τίτλο “Stephen Mackenna” αλλά δεν τον ακολουθεί, τον εγκαταλείπει. Γιατί ;  Θα επανέλθω σε αυτό το ζήτημα στο δεύτερο μέρος. Στο δικαστήριο που έχει μόνος του στήσει για τον εαυτό του στην πρώτη στροφή του ποιήματος αυτού θα μπορούσε να είχε αθωωθεί.

Με ενόχλησαν έντονα σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα κεφαλαία στα περιεχόμενα και τους τίτλους των ποιημάτων, το εξώφυλλο συνολικά ως στήσιμο και ιδίως τα γράμματα του τίτλου στη ράχη που θα έπρεπε να είναι κάθετα, όπως τυπώνεται το όνομα του εκδοτικού οίκου, η έλλειψη αρίθμησης στα ποιήματα τόσο στα περιεχόμενα όσο και στις οικείες σελίδες. Πάρα πολύ η τρίτη στροφή στο πέμπτο ποίημα, η οποία θα έπρεπε να τυπωθεί δυο αράδες πιο κάτω από την αρχή της σελίδας για λόγους συμμετρίας και ουσίας. Θα βοηθούσε αισθητά την ανάγνωση η χρήση διαφορετικού χρώματος μελάνης στις επαναλήψεις λέξεων και φράσεων. Παράδειγμα διχρωμίας η σελίδα τίτλου και εργογραφίας, αν εξαιρέσουμε τα κεφαλαία.

 

Αν το βιβλίο του Διονύση Καψάλη δεν είχε λάβει το κρατικό βραβείο ποίησης για το 2020 δεν θα επέμενα περισσότερο στην κριτική μου. Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος, σημαντικός εξίσου: τα οκτώ ποιήματα που μεσολαβούν από τη σελίδα 25 έως τη σελίδα 44, η μισή συλλογή περίπου. Ο τόνος σε αυτά αλλάζει εντελώς και η μετάβαση γίνεται κάπως αδέξια με έναν ξεκάρφωτο στίχο στο έκτο ποίημα (σελ. 20, στ. 38, ελληνικός κι αυτός [: ο Στεφάν Μακένα] σαν τον Καβάφη). Η συσχέτιση Mackenna και Καβάφη με γνώμονα την ελληνική τους ιδιότητα οδηγεί στο έβδομο ποίημα με τίτλο "Ταξίδι στην Αθήνα". Είναι ο Καβάφης που έρχεται στην Αθήνα το 1932 για το ταξίδι το στερνό, κατά το οποίο χάνει και τη φωνή του, αφού ο ταξιδιωτικός οδηγός της Ελλάδος που αναφέρεται στο μότο του ποιήματος είναι έκδοση του 1907 και τα υπόλοιπα τρία ταξίδια του Αλεξανδρινού έχουν γίνει όλα πριν το συγκεκριμένο έτος. Η Αθήνα τρώει τον ποιητή και στο όγδοο ποίημα ένας στίχος του Καβάφη γίνεται μότο μιας εικόνας που προέρχεται από τον Δάντη και στήνει το ποίημα ως κολαστήριο. Ο Καψάλης περιγράφει σε αυτό μια ομάδα ανθρώπων, μια σύνθεση της οποίας είναι και ο ίδιος επιφανές μέλος, χωρίς καμιά αίσθηση και διάθεση αυτοκριτικής. Η Κόλαση είναι οι άλλοι. Εκείνος επιστρέφει στο ένατο ποίημα στη σχολική του αίθουσα, όπου όμως κανείς δεν γνωρίζει κανέναν : η πόλη και η σχολική αίθουσα έχουν γίνει μια ελληνική αποικία μέσα του, σαν ελυτικό όνειρο του πρωιού. Η κουστωδία γνωστών αγνώστων συνεχίζεται στο δέκατο ποίημα, στο οποίο αυτός που γύρευε δεν είναι. Νομίζω ότι στα τέσσερα ποιήματα που απομένουν η κατάσταση επιδεινώνεται. Στο ενδέκατο η έκρηξη του Βεζούβιου συγκρίνεται με μια μετακόμιση. Στο δωδέκατο θυμάται τον εικαστικό Κοσμά Ξενάκη που πέθανε νωρίς (1984). Στο δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο βγαίνει στο μπαλκόνι της Αθήνας και με αφορμή το τραγούδι που ακούγεται στο μνημόσυνο του Philip Larkin έρχονται στον νου του όλες οι μουσικές του κόσμου. Μια playlist με θέμα το για λίγο της ζωής μας. 

Όταν δεν έχει τι να πει κανείς, ακόμη και η πλέον άρτια τεχνική δεν γίνεται τέχνη. Η αποκλιμάκωση από το πρώτο μέρος με τα έξι ποιήματα είναι ραγδαία και τα δυο ποιήματα που κλείνουν τη συλλογή δεν μπορούν παρά να επιτείνουν το κλίμα της κατάρρευσης. Η κοσμική μουσική ακούγεται, η ψυχή του επίσης αλλά οι δυο δεν συντονίζονται στα ποιήματα. Τα μετρικά (για τα οποία θα γράφω στο Ιστολόγιο) δεν γεμίζουν, μένουν φόρμα που δεν υποδέχεται τα λόγια. Δεν πρόκειται για τον σεφερικό ερωτικό λόγο, σε αυτή την περίπτωση η ποίηση δεν ανανεώνει τις μορφές που παραλαμβάνει, τις μιμείται με υψηλή τεχνική. Οπότε δεν αντηχεί. Είναι εντυπωσιακός αυτός ο διχασμός. Αναρωτιέμαι γιατί δεν επιλέγεται αντί του Στεφάν Μακένα ο Παύλος Καλλιγάς που χάρισε στα ελληνικά το ίδιο έργο ζωής: τις Εννεάδες του Πλωτίνου (1994-2019) και το έργο του μεταφράζεται τώρα στην αγγλική γλώσσα. Γιατί πρέπει να γίνει κανείς ο Μακένα στα ελληνικά μέσω Καβάφη, ενώ αυτά υπάρχουν ήδη; Πολύ φοβάμαι ότι οι μενεξεδένιες και πένθιμες ανταύγειες που στέφουν το κλεινόν άστυ φέρνουν στον νου ένα άλλο παλιό και γνωστό παιδικό τραγουδάκι με σταθερές ρίμες. 

— Διονύσης Καψάλης, Σημειώσεις για τη μουσική του κόσμου, Άγρα : Αθήνα 2020, 56 σελίδες, ISBN : 9789605054649, τιμή : € 9.00.