Skip to main content
Σάββατο 19 Απριλίου 2025
Στρατευμένο μυθιστόρημα;

«Ο Στάθης είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες. Συχνά έκλεινε σχεδόν ταυτόχρονα ραντεβού σε διάφορα γειτονικά μεταξύ τους μπαράκια και κατάφερνε να πηγαινοέρχεται μια στο ένα και μια στο άλλο, σε ένα είδος μαζοχιστικής άσκησης, προβάλλοντας τις πιο απίθανες δικαιολογίες, που για έναν ανερμήνευτο λόγο τις έπειθε να τον περιμένουν, καθώς άφηνε τη μια κι έτρεχε στην άλλη και ξανά πάλι από την αρχή μέχρι που βαριόνταν και τον παρατούσαν. Εννοείται πως πάντα ξεχνούσε να πληρώσει τους λογαριασμούς αυτούς. Ένα από τα στοιχεία της γοητείας του ήταν ότι από την πολλή σοφία αφαιρείτο το πνεύμα του και πετούσε πάντα την ώρα του λογαριασμού κάπου μακριά, σε μιαν ανώτερη ατμόσφαιρα από εκείνη των ντουμανιασμένων μπαρ. Το πώς τα κατάφερνε και κρατούσε τα κορίτσια σε εγρήγορση αποτελεί ένα από τα μυστήρια εκείνης της εποχής που μάλλον θα μείνουν άλυτα. Ήταν δεξιοτέχνης του ψέματος, ψυχρός, εφευρετικός, σχεδόν διαβολικός, κυρίως όμως αυτοκαταστροφικά ευφυής. Ποτό και τσιγάρα του σωρού, μουσική για εκλεκτούς και ξενύχτι ήταν η ζωή του» (σ. 56).

Ο Ξενοφών Μπρουντζάκης (Τήνος, 1959) κατασκευάζει ένα μυθιστόρημα για πέντε φίλους. Ηλικιακά, ας πούμε ότι βρίσκονται στα πέριξ των σαράντα. Όλα εκτυλίσσονται το καλοκαίρι του 1987, αν και το βιβλίο αναφέρεται γενικά στη δεκαετία του ’80, ιδωμένη ως πολιτισμικό φαινόμενο. Ο μεγάλος καύσωνας του τίτλου στέκει ως μια κορύφωση, ένα σημείο τήξης ηθών. Ο αναγνώστης οφείλει αμέσως να διακρίνει ότι η συμπεριφορά των πέντε αντρών ουδόλως συνάδει με την ηλικία τους· συμπεριφέρονται διαρκώς σαν εικοσάχρονοι. Ο Μπρουντζάκης, και αυτό είναι από τα θετικά του βιβλίου, παρουσιάζει τους ήρωές του όχι σαν κάποια εξαίρεση αλλά σαν τον κανόνα. Η εποχή, διατείνεται, είναι η κατεξοχήν περίοδος της αμετροέπειας. Θα αδικούσα τον συγγραφέα αν δεν έλεγα ότι υπάρχουν στο βιβλίο σημεία τα οποία φωτογραφίζουν εύστοχα και κυρίως βιτριολικά την παράνοια της εποχής. 

«Αυτή όμως ακριβώς ήταν η αξία του Διονύση: έπειθε τον εαυτό του πως διαβάζει Ρακίνα στο πρωτότυπο, όπως και Βιλαμόβιτς, Λάιμπνιτς ή την Ιστορία των δύο πόλεων του Ντίκενς, άσχετα από το ότι δεν ήξερε γρι γαλλικά, γερμανικά ή αγγλικά ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα πλην της μητρικής του» (σ. 69).

Ή

«“Πώς πάει το γράψιμο; Καλά;” “Προσπαθώ να κατοικήσω ένα ποίημα!” απάντησε ο ποιητής, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι είχε δώσει με σαφήνεια το στίγμα του, και συνέχισε τον περίπατό του [...]» (σ. 114).

Μπορεί η αμετροέπεια να είναι καταστατικό στοιχείο της εποχής, αλλά ο αναγνώστης υποβάλλεται σε μια αφήγηση που δεν βρίσκει ισορροπία. Ο Μπρουντζάκης δυσκολεύεται να αναπλάσει την ατμόσφαιρα των ημερών. Οι διάλογοι στερούνται αυθεντικής σπιρτάδας, είναι υφολογικά επίπεδοι. Οι περιγραφές ξεθυμασμένες, κι ας χαρακτηρίζονται σκόπιμα από την πανταχού παρούσα υπερβολή της εποχής. Η κοινοτοπία ελλοχεύει ακριβώς μέσα σε αυτή την εσκεμμένη εκζήτηση:

«Έπειτα σηκώθηκε και έριξε μία ματιά στο δωμάτιο κοιτώντας το γυμνό κορμί της Δέσποινας, έναν σάρκινο βωμό όπου πάνω του του άρεσε να θυσιάζεται – ως την κόλαση» (σ. 32).

Ή

«Έγινε ποιητής του ιδανικού έρωτα, δηλαδή της αγαμίας. Αυτή η υπερβολή μεταγγίστηκε και στις υπόλοιπες δραστηριότητές του. Έγινε ιδανικός τυπογράφος, ιδανικός διορθωτής κειμένων, ιδανικός μισογύνης, ιδανικός θεωρητικός της επανάστασης, που έλιωνε κάθε τόσο και στο παραμικρό θρόισμα του ποδόγυρου» (σ. 47). 

Ή

«Τι γίνεται με την ψυχή; Ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος από λόγια αλλά από ελαττώματα. Είναι ίσως το μόνο πλάσμα που λειτουργεί άψογα φτιαγμένο από ελαττώματα. Μήπως οι ποιητές δεν είναι εκείνοι που υμνολογούν στις ρίμες τους τις σκοτεινές ανθρώπινες αδυναμίες; Πάνω σε αυτές δεν χτίζουν τη φήμη τους; Με τα ελαττώματα δεν ικανοποιούν το ανόητο μέρος της ψυχής; Ή μήπως η ομορφιά τρέφει την καλοσύνη κι όχι το μίσος;» (σ. 42).

Η αντροπαρέα όζει κομπορρημοσύνης· εκούσια μεν, αλλά αυτό δεν κατοπτρίζεται δόκιμα στη γραφή. Πόσες φορές να διαβάσει κανείς για το ουίσκι που ρέει δίχως τέλος, σε ποτήρια χωρίς πάτο; Πόσες φορές να διαβάσει για τα ατέλειωτα τσιγάρα; Πόσες ανεκδοτολογικές ιστορίες να υπομείνει κανείς πριν δοκιμάσει τα όρια της ανοχής του; Και τα δοκιμάζει, γιατί το μυθιστόρημα στερείται σοβαρής πλοκής. Ο μύθος είναι προσχηματικός και συνίσταται σε συρραφή επεισοδίων που πασχίζουν να αναδείξουν τη σχεδόν μεταφυσική εμμονή της εποχής με την έννοια πολιτισμός. 

«Ρε, πούστη μου, έχω νοσταλγήσει να συναντήσω έναν κανονικό άνθρωπο, έναν απλό άνθρωπο, που να μην είναι ταξιτζής και σκηνοθέτης, μπάρμαν και ηθοποιός, υπάλληλος και ποιητής. Έναν κανονικό άνθρωπο, που να είναι δηλαδή υδραυλικός υδραυλικός: να μην κόβει απόδειξη, να σου κάνει χάρη που ήρθε για σένα ειδικά επειδή κατάλαβε ότι είσαι εντάξει παιδί με την πρώτη ματιά και να σε χρεώνει όσο θα κόστισε μία χειρουργική επέμβαση, πάντα φιλικά» (σ. 128).

Ή

«Πάντως τις γυναίκες που σχετίζονταν μαζί του, και δεν ήταν λίγες οι πρόθυμες, τις συνέδεε μία μικρή λεπτομέρεια: είχαν όλες τους λεφτά. [...] Οι πλούσιες γκόμενες αντιπροσώπευαν την “ενορατική αντίληψη” για την αισθητική τέχνη μέσω της οποίας ο πολιτισμός θα ανακτούσε τη χαμένη εκτίμησή του για τον μύθο, όπως θα έλεγε και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο αγαπημένος του διανοούμενος» (σ. 57).

Πολλά από αυτά τα σημεία που παραθέτω είναι ομολογουμένως διασκεδαστικά. Αν ο Μπρουντζάκης είχε αφεθεί σε αυτό τον οίστρο της μπαρούφας που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, το μυθιστόρημα θα ήταν δόκιμη σάτιρα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως εντοπίζεται σε κάτι πιο βαθύ. Το βιβλίο κινείται επικίνδυνα κοντά στην επικράτεια του “στρατευμένου”. Όχι γιατί αυτή ήταν η πρόθεση του Μπρουντζάκη, δεν το πιστεύω αυτό, αλλά γιατί από αυτή την πλευρά μπορούσε να επινοήσει τον μύθο του για να αναδείξει το επίδικο. Πώς να το πω; Η ιδεολογία μας είναι οι αλυσίδες μας· τις κουβαλάμε παντού. Και ο Μπρουντζάκης γράφει μια ιστορία από την πλευρά των νικητών. Ας μην βαυκαλιζόμαστε. Το Άγιο Δισκοπότηρο του δικομματισμού, που επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευσης ήταν, είναι και, σε ενδεχόμενη συνέχισή του, θα είναι ανάθεμα για την αριστερά. Ο δικομματισμός είναι η αέναη κοροϊδία των νικητών απέναντι στους ηττημένους. Η ίδια η νομιμοποίηση του ΚΚΕ το ’74 υπήρξε εξάλλου, μεταξύ άλλων, και η βασιλικότερη οδός προς την “ακύρωσή” του: η εξημέρωση της επανάστασης, η κομματική της ένταξη στο κοινοβούλιο δεν παύει να συνιστά τρόπον τινά εννοιολογικό παράδοξο.

Τα γνωρίζει αυτά ο Μπρουντζάκης:

«Ο Στέφανος ποτέ δεν αποδέχτηκε τη δημοκρατία. Δεν ήθελε να ακούσει για αποκατάσταση της δημοκρατίας. «“Ποια δημοκρατία ωρυόταν;”» (σ. 65).

Ο συγγραφέας στηλιτεύει συστηματικά ό,τι χειρότερο χαρακτηρίζει την αριστερόστροφη διανόηση, σε εκείνα τα πρώτα βήματά της στην περίφημη «αποβαλκανοποίηση» της χώρας. Ταυτόχρονα όμως αποσιωπεί κάθε κομπασμό της δεξιάς, που παρακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ να εθίζεται στο Ελντοράντο κοινοτικών επιδοτήσεων και λάιφστάιλ. Επανειλημμένα οι αριστεροί είναι οι άχρηστοι που νοσταλγούν τη χούντα ως μηχανισμό νοηματοδότησης των αδιεξόδων τους. Η πασοκική, σοσιαλιστική δίοδος υποβιβάζεται σε επωαστήριο νοσηροτήτων, πάντα με την επίφαση του πολιτισμού και της προόδου. Η κοινωνία δεν ενηλικιώθηκε ποτέ. Ό,τι συνέβη τα χρόνια που ακολούθησαν έχει τη ρίζα του σε αυτή τη δεκαετία, λέει κατά βάθος ο συγγραφέας.

Ο Μπρουντζάκης προτάσσει το βιβλίο ως μυθιστορηματική κριτική στη συγκεκριμένη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Πολύ φοβάμαι όμως ότι η πλάστιγγα γέρνει προς μια εμμονική καταγγελία/κατεδάφιση. Δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να απολαύσω την κατεδάφιση, αν δεν ήταν διακριτό ότι ο συγγραφέας θυσιάζει την αισθητική παράμετρο, γιατί εγκλωβίζεται στην πολιτική/ιδεολογική καταγγελία. 

Ο Χουάν Γκάμπριελ Βάσκες, στο Η μετάφραση του κόσμου (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος, 2024), αναφέρει μια συζήτηση του Βάργας Γιόσα με τον Γκαρσία Μάρκες. 

Παραθέτω:

«“[...] αν είναι ηθελημένη η ανατρεπτικότητα του βιβλίου που γράφεται, ήδη από εκείνη τη στιγμή το βιβλίο είναι κακό”. Εν μέσω μιας πολιτικής συγκυρίας που απαιτεί από τους μυθιστοριογράφους στράτευση και συμβιβασμό χωρίς επιφυλάξεις, ο μυθιστοριογράφος που έχει μέσα του ο Γκαρσία Μάρκες αποστρέφεται την πολιτική εργαλειοποίηση του μυθιστορήματος και εξαγγέλλει την ελευθερία του καλλιτέχνη: “Όταν αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο, είναι γιατί μ’ ενδιαφέρει να αφηγηθώ μια ωραία ιστορία”» (σ. 120).

Αυτό ακριβώς χάνει τελικά ο Μπρουντζάκης. Το ενδιαφέρον του να πει μια ωραία ιστορία υποσκελίζεται από την επιθυμία του να δικάσει. Οι ήρωές του δεν είναι τόσο άνθρωποι όσο ανθρωπότυποι της εποχής – κάτι που εξηγεί βέβαια και γιατί εμφανίζονται τόσο επίπεδοι. Ο καθηγητής του εξωτερικού που ονειρεύεται οφίτσια, ο κακομαθημένος και ημιμαθής αστός, ο τυπογράφος ποιητής, ο παραγωγός ραδιοφώνου/μουσικοκριτικός, ο δημοσιογράφος που οριακά προσπαθεί να κρατήσει μια επίφαση σοβαρότητας και στο τέλος –με μια γερή δόση κοινοτοπίας– ανταμείβεται με τον έρωτα της λαβωμένης, σωματικά και ψυχικά, καλλονής τραγουδίστριας του έντεχνου. Όλοι μαριονέτες που ποτέ δεν χειραφετούνται πραγματικά από τις βλέψεις του δημιουργού τους. Πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι επινοούνται για να αναδείξουν τη φαλκιδευμένη πλευρά της εποχής και μόνο. 

Ο συγγραφέας θα έπρεπε να είχε διασώσει ένα ψήγμα αθωότητας, έστω και ως υπόμνηση στη νεότητά του. Ο Μπρουντζάκης στέκει, όμως, μέσα από τον τριτοπρόσωπο λόγο του, δηκτικά υπεράνω. Δεν συγχρωτίζεται και ο ίδιος με τους ήρωές του, δεν “παρωδείται” πουθενά. Είναι ο αδιαμφισβήτητος κριτής, από την απόσταση των σαράντα ετών που τον χωρίζουν από την εποχή που σκιαγραφεί. Η σχεδόν παντελής απουσία του από την αφηγηματική φωνή του βιβλίου, η οποία γίνεται διακριτή από τον θυμό που τη χαρακτηρίζει (τη φωνή), ενσταλάζει στον αφηγητή μια παραδοξότητα: τον ταυτίζει τόσο πολύ με τον Μπρουντζάκη ως πρόσωπο, που τον αμαυρώνει συγγραφικά. Όλα υποτάσσονται στο πολιτικό διακύβευμα. Όλα εισέρχονται στη βαρετή “στράτευση”. Το βιτριολικό ύφος του χάνει την αιχμή του.

Ας το δούμε αυτό στην πράξη. Διαβάζουμε στην αρχή για την τρομοκρατία και την απήχηση που είχε η 17Ν στον κόσμο:

«Εκείνη την εποχή η τρομοκρατία βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της και αρκετοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν λίγο πολύ τους τρομοκράτες κάτι σαν τους αγωνιστές του 1821 ή σαν τιμωρούς που απένεμαν δικαιοσύνη. Από κανενός το κεφάλι δεν περνούσε το ενδεχόμενο του μίσους, της τυφλής και αναίτιας εκδίκησης. Ήταν δειλοί όχι γιατί σκότωναν αθώους, αλλά γιατί δεν τολμούσαν να παραδεχθούν ότι αυτοί οι ίδιοι είναι σκάρτοι ή ότι τα κίνητρά τους δεν ήταν η σωτηρία του κόσμου αλλά να ικανοποιήσουν το αβυσσαλέο μίσος τους, να ξεσπάσουν ατιμώρητα τον θυμό τους. Ήταν θυμωμένοι γιατί ήταν ασήμαντοι. (σ. 30).

Μετά όμως η θέση αυτή, σταδιακά, μέσα από τον χαρακτήρα του Στέφανου Τσαγκαράτου, «[...] που έμοιαζε να ανήκει σε εκείνη τη σπάνια φουρνιά της γενιάς του Πολυτεχνείου που δεν αναγνωρίστηκε ο ρόλος της, δεν αναγνωρίστηκαν τα επαναστατικά της ένσημα, που παραμερίστηκε από μετριότητες» (σσ. 159-160), συγκεκριμενοποιείται εμμονικά:

«Δεν ανέχονται να δεχτούν ότι τα ξερονήσια έκλεισαν, ότι διώξεις τελείωσαν [...] Δεν άντεχαν τετοια περιφρόνηση. Συνεχώς αυτά αναπολούσαν συντηρώντας τα μέσα στο παγωμένο τους μυαλό και ζούσαν σαν σε παράκρουση προσπαθώντας να νιώσουν ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, λες και τους ταπείνωνε το γεγονός ότι επιτέλους απέκτησαν την ελευθερία τους. Αναζητούσαν απεγνωσμένα το παρελθόν τους, να τοποθετήσουν τον εαυτό τους σε εκείνο το υψηλό και τόσο ευχάριστο βάθρο της εκτίμησής τους. Δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν δίχως εχθρούς, δίχως αγώνες» (σ. 65).

Αλλά και

«Ήταν εντυπωσιακό το πόσο αναπολούσαν τη χούντα εκείνες τις ένδοξες ηρωικές εποχές, πόσο τους έλειπε… “Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73!” Όχι, θρονιάστηκε μέσα στα κεφάλια, μέσα στις ζωές. Μιλούσαν με νοσταλγία για "εκείνα τα χρόνια", τα ηρωικά, τα παράνομα, σχεδόν με τρυφερότητα. Κανείς δεν εκτιμούσε την πλαδαρότητα της δημοκρατίας όπου όλα ήταν ελεύθερα και κανείς δεν νοιαζόταν για το ποιος είσαι, τι κάνεις και τι καπνό φουμάρεις. Ένιωθαν δίχως εχθρούς, όπως νιώθουν οι μοναχικοί άνθρωποι δίχως φίλους. Ταπεινωτική μοναξιά» (σ. 159).

Και ξανά:

«Αν άκουγε κανείς όλους αυτούς τους ανθρώπους θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι θα ένιωθαν πιο οικεία στο περιβάλλον της δικτατορίας πάρα στο αντίστοιχο της δημοκρατίας. Η δημοκρατία έμοιαζε να μην έχει ανάγκη από ήρωες αλλά από δημιουργικούς πολίτες, που βλέπουν τη ζωή όπως οι καθημερινοί άνθρωποι και όχι σαν σωτήρες τις ανθρωπότητας» (σ. 196).

Επίσης:

«Το κόμμα δεν επένδυε στην εικόνα αλλά στον προοδευτικό προσανατολισμό των ανθρώπων του πολιτισμού. Δεν χρειαζόταν παρά μόνο να το δηλώσεις, και όταν το έφερνε η ώρα, να δημοσιοποιήσεις την ανησυχία σου για την κούρσα των εξοπλισμών, να κάνεις λόγο για τον αφοπλισμό και την ειρήνη, να συμπαρασταθείς στον παλαιστινιακό λαό και στον Αραφάτ, κυρίως όμως να ξεμπροστιάσεις τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό [...] Υπήρχαν κι άλλα, όπως ο θαυμασμός στην Κούβα ή στο υγειονομικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και η καταδίκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως του ΝΑΤΟ» (σσ. 166-7).

Συνεχίζω: 

«Το φεστιβάλ γινόταν στον εμβληματικό χώρο της Καισαριανής και για λόγους συμβολισμού, καθώς η τοποθεσία ανέσυρε μνήμες ηρωικές και πένθιμες. Τίποτα δεν είναι ισχυρότερο από έναν τόπο με θυσιαστήρια όπου οι ψυχές αναπτύσσονται με την επιθυμία της ανατροπής του κόσμου. Σε λίγες μέρες ο περιφραγμένος χώρος του φεστιβάλ θα γέμιζε με ανθρώπους δίχως αμφιβολίες, που θα συμπεριφέρονται με αγελαία πόζα, που βασίζεται σε μια παρατεταμένη όσο και γελοία εφηβεία» (σ. 246).

Και τέλος:

«Ανάμεσα στους αγνούς αμνούς της επανάστασης κυκλοφορούσαν πάντα χαμογελαστοί και ευπροσήγοροι, όλοι οι λύκοι, που υπολόγιζαν να φύγουν από το πανηγύρι με ένα μεγάλο κομμάτι κρέας ανάμεσα στα σαγόνια τους. Από αυτό το πολύχρωμο πλήθος θα ξεπηδούσαν οι επιτήδειοι δυνάστες και εκμεταλλευτές του μέλλοντος. Όλοι αυτοί ξεχώριζαν από το αρπακτικό τους βλέμμα, το στραβό βίωμά τους, την αστείρευτη βουλιμία, καθώς καιροφυλακτούσαν σαν ύαινες» (σ. 244, δική μου υπογράμμιση). 

Τα εκτενή παραθέματα, με τις χαρακτηριστικές επαναλήψεις, υποδηλώνουν το μένος του συγγραφέα απέναντι στην αριστερά. Όταν γράφει αυτό το «Από αυτό το πολύχρωμο πλήθος θα ξεπηδούσαν οι επιτήδειοι δυνάστες και εκμεταλλευτές του μέλλοντος» διακρίνεται ξεκάθαρα η νοηματική (συριζαϊκή) σύνδεση που αποπειράται. Είναι ο θυμός του που υποσκάπτει την επιθυμία του να «αφηγηθεί μια ωραία ιστορία», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Μάρκες. Ο Μπρουντζάκης θα απολέσει έτσι το όποιο δίκιο του για την αδολεσχία της εποχής. Στον πυρήνα του βιβλίου, επομένως, δεν εντοπίζεται ο ρεαλισμός/ορθολογισμός του συντηρητικού δεξιού – μια δόκιμη θέση. Ο συγγραφέας επιθυμεί μεν να δείξει τις πλάνες και τα αδιέξοδα μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί (ή και όχι), αλλά κωλύεται. Και κωλύεται γιατί το μένος δηλητηριάζει το ύφος του, δυναμιτίζει την αισθητική του κειμένου ακριβώς στα θεμέλια του. Μέρος της σαγήνης του μυθιστορήματος θα έπρεπε να εντοπίζεται στην απόπειρα δημιουργίας έστω και περιστασιακών ταυτίσεων με τους ήρωες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, εξάλλου, τείνει η σάτιρα τον καθρέφτη στον αναγνώστη που τυγχάνει να έχει ζήσει τη συγκεκριμένη εποχή, ώστε να προκληθούν αυθόρμητα –το λέω με επαναστατικό λεξιλόγιο– «αναστοχασμοί». Οι όποιες δόκιμες καταγγελίες του Μπρουντζάκη υπονομεύονται, γιατί τελικά ξεχειλίζει κυνισμό. Κυνισμό, γιατί αδυνατεί να ενστερνιστεί, έστω μυθιστορηματικά, πρωτίστως μυθιστορηματικά, την άδολη πίστη κάποιων, το 1987,  σε έναν διαφορετικό κόσμο.

— Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα, Καστανιώτης: 2024, 290 σελίδες, ISBN: 9789600373127, τιμή: €17,00.