Skip to main content
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
Ζούμε από τύχη

«“Τι θα κάνουμε τώρα, Ύπαρχε; Ξεκινήσαμε από τον Πειραιά στις 16 Αυγούστου, την επόμενη της Παναγίας, για ένα έκτακτο ταξίδι, να εγκαταστήσουμε φορητούς σεισμογράφους σε νησίδες στο Καρπάθιο, και έχουμε μπλέξει με τη βύθιση μιας τουρκικής κορβέτας, με Τούρκους του Πολεμικού Ναυτικού ναυαγούς πάνω στον Καραβόγιαννο, με την ανάδυση ενός καινούριου νησιού, στη μέση του Καρπάθιου, όπου υπάρχουν διακόσιοι Αφρικανοί μαζί με έναν ποδοσφαιριστή της Μπουρκίνα Φάσο –που θα τον έπαιρνε ο Μαρινάκης στον Ολυμπιακό αλλά δεν τον πήρε–, που λέει ότι το νησί είναι δικό τους. Ποιος λογικός άνθρωπος θα πιστέψει ότι αυτά έχουν συμβεί πράγματι και μάλιστα μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο; Τι σήμα στέλνουμε τώρα στο Αρχηγείο Στόλου;”» (σ. 68).

Η νουβέλα του πρωτοεμφανιζόμενου Φαίδωνα Παπαθεοδώρου διαβάζεται σε δύο καθισιές ή δεν διαβάζεται. «Πρόκειται για μια “σατιρική δυστοπία” του άμεσου μέλλοντός μας» γράφει το οπισθόφυλλο. Δεν νομίζω ότι απαιτείται κάτι τόσο βαρύγδουπο. Το Ιλ Γκουαντογκό, Μογγόλ Αντασί, Νήσος Αφροδίτη ή Ατλαντίς δεν είναι παρά οι τρεις ονομασίες που δίνουν αντίστοιχα στη νήσο, Αφρικανοί, Τούρκοι και Έλληνες καθώς εμπλέκονται στη σκιώδη διαμάχη για την κυριαρχία της. Η νήσος όμως τελικά είναι ένα «Μακγκάφιν» για να πει ο Παπαθεοδώρου το παραμύθι του. 

Με κέρδισε η απλότητα της πρόζας και το ανεπιτήδευτο ύφος, που στέκονται αντιστικτικά προς τις εξόφθαλμες υπερβολές του μύθου. Επιπρόσθετα, ο συγγραφέας δεν διστάζει να εντάξει σε μια σάτιρα το ακανθώδες μεταναστευτικό, δεν διστάζει να θίξει, με τον πιο έμμεσο τρόπο, το όνειδος των «επισυνδέσεων» ή να αναφερθεί στη «Γαλάζια Πατρίδα» των βλέψεων της γείτονος, χωρίς πουθενά να διολισθαίνει σε καταγγελίες, διδακτισμούς και πατριωτικές κορόνες. Σε μόλις εκατόν σαράντα σελίδες, με σύνεση και πειθαρχία, θα στήσει, θα αναπτύξει και θα κλείσει με απόλυτη προσήνεια την ιστορία του. 

Είναι οι χαρακτήρες του Παπαθεοδώρου καρικατούρες; Προφανώς. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μυθιστόρημα λεπτών ισορροπιών. Το ζητούμενο δεν είναι να αποτιμήσουμε τη στιβαρότητα κάποιου ηθικού έρματος αλλά να διασκεδάσουμε με τη φωτογραφική αποτύπωση μιας ιλαροτραγικής συγκυρίας. Ο Παπαθεοδώρου φροντίζει όμως να προικίσει τους ήρωές του με εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα τους εγκιβωτίσουν στο σκηνικό του μύθου με απόλυτη φυσικότητα. Έτσι, για παράδειγμα, ο Κυβερνήτης του φαρόπλοιου, ο Γενιτζαχωρίτης, «[...] πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, όλο με τα μικρασιατικά καταγίνεται» (σ. 21). Ή ο σεισμολόγος Ραφαήλ Γκιουρέλης, που κι αυτός τυγχάνει να έχει καταγωγή από τη Μικρά Ασία, «[...] έχει συγκεντρώσει στον υπολογιστή του όλα τα έργα “καταστροφής” που έχουν γυριστεί από συστάσεως κινηματογράφου, τα μελετά επισταμένως προβάλλοντάς τα απανωτές φορές και καταγράφει τα επιστημονικά λάθη του σεναρίου –αυτά που δεν θα μπορούσαν να συμβούν με βάση τα επιστημονικά δεδομένα– και κάθε ανακόλουθη λεπτομέρεια» (σ. 11). 

Ο συγγραφέας αφήνει έτσι νύξεις για το υπόβαθρο των χαρακτήρων του, χωρίς ποτέ να δυναμιτίζει την οικονομία της αφήγησης με περιττές λεπτομέρειες που θα έβγαζαν τον αναγνώστη από τη ρότα της καταιγιστικής πλοκής. 

Το βιβλίο χάνει κάπως τον βηματισμό του στα σημεία όπου ο Παπαθεοδώρου κάνει απόπειρες να εντάξει στην πρόζα του μια, ας την πω, επιτήδευση ονοματολογίας.

Παραθέτω: 

«[...] [Σ]τον γάμο, που αποτελεί το σημαντικότερο κοσμικό γεγονός του καλοκαιριού, της γνωστής τηλεπερσόνας Σάρας και του παίκτη ριάλιτι Μάρα με κουμπάρο τον γνωστό μόδιστρο Πόλυ Σαλούστρο, ο οποίος ντύνει την πρωθυπουργική σύζυγο» (σ. 53).

Ή

«[...] [Ο] καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας δόκτωρ Μουφλού Αχταρματζί, ένας από τους κύριους θεωρητικούς της “Γαλάζιας Πατρίδας” και παρακοιμώμενος του Προέδρου» (σ. 79). 

Όπως και

«Το ίδιο απόγευμα, στην τηλεοπτική εκπομπή “Μόνο την Αλήθεια” του γνωστού δημοσιογράφου Νούλη Τομπούλογλου» (σ. 130). 

Το κείμενο δεν είχε ανάγκη από τέτοιες υπερβολές για να διασκεδάσει τον αναγνώστη. Αντιθέτως, η απάλειψή τους θα ενέτεινε την αντίστιξη ανάμεσα στην υπερβολή των τεκταινόμενων και την προσήνεια του ύφους.  

Τι μένει στο τέλος; Η καθαρή τυχαιότητα που διαφεντεύει τη μοίρα μας. Και αυτό είναι και το βαθύτερο νόημα που προσδίδει στον μύθο την εντοπιότητά του. Μια ξέφρενη πορεία από τη φωτοβολίδα που ρίχνει ο «άχρηστος» αρμενιστής, που βυθίζει ένα τουρκικό πλοίο και οδηγεί όλο το πλήρωμα στα πρόθυρα Ναυτοδικείου, στο γύρισμα της τύχης, που τον ανάγει σε ήρωα, και στην τραγελαφική κατάληξη: στο χωριό του, στα Λαγκάδια Αρκαδίας, με την «[...] μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού [να] παιανίζει τον “Ναύτη του Αιγαίου”» (σ. 135), παρουσία του Αρχηγού Στόλου στα αποκαλυπτήρια τιμητικής στήλης. Από το «Προς το σκάφος σου είπα, βρε άχρηστε, όχι πάνω στο σκάφος. Θα μας περάσουν όλους τώρα Ναυτοδικείο. Τσακίσου από εδώ» (σ. 41) στο «Με την πράξη του κέρδισε δίκαια μια θέση στο πάνθεον των Ελλήνων Ηρώων» (σ. 135) δεν είναι τελικά παρά ένα τσιγάρο δρόμος. 

Ο Παπαθεοδώρου ψυχαγωγεί γιατί αρδεύει το παραμύθι του από την κρήνη του «Θεού της Ελλάδος», που βάζει το χέρι του τόσο για να σώζονται τα προσχήματα όσο και, εδώ εντοπίζεται η ειρωνεία, για τα ουσιαστικά διακυβεύματα.

— Φαίδων Παπαθεοδώρου, Ιλ Γκουαντογκό, Μογγόλ Αντασί, Νήσος Αφροδίτη ή Ατλαντίς, Νήσος: 2024, 144 σελίδες, ISBN: 9789605892340, τιμή: €11,00.