Skip to main content
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
I know what you did last week (12-18/3/24)

— Quote της εβδομάδας: «Όταν ακόμα μια Τέχνη ανθίζει… Η Ελλάδα της Ποίησης του Σεφέρη και του Ελύτη, της Μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι και του Μίκη Θεοδωράκη, της Ζωγραφικής του Τσαρούχη, του Μυταρά και του Φασιανού, του Κινηματογράφου του Αγγελόπουλου, του Κακογιάννη και του Σμαραγδή καλωσορίζουν την (sic) διεθνή διάκριση της 7ης Τέχνης του Γιώργου Λάνθιμου. Η υπερηφάνεια ξυπνάει μέσα μας, όταν η Ελλάδα βάζει τα καλά της και βγαίνει έξω στον κόσμο με τον ομορφότερο αγγελιαφόρο (sic) της, τον Πολιτισμό!»

Τάδε έφη Βίκυ Φλέσσα στη σελίδα της στο Φέισμπουκ την επομένη της απονομής των Όσκαρ. Αν αυτό δεν είναι δικαίωση για τον κ. Σμαραγδή και τον κ. Λάνθιμο δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι.  

 

— Διάβασα το «Η τέχνη της ποίησης» (Εφ.Συν, 17/3) του Ντίνου Σιώτη. Παραθέτω: «Για τον τόμο "Τα ποιήματα του 2022", που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κοινωνία των (δε)κάτων, οι ανθολόγοι Παναγιώτης Βούζης και Αντιγόνη Κατσαδήμα προσπάθησαν να καλύψουν την ευρεία περιοχή της ποιητικής παραγωγής του 2022, όσο πιο φιλότιμα μπορούσαν».

Καταρχάς, ο κ. Σιώτης είναι υπεύθυνος της σειράς αλλά και ο εκδότης, καθότι τυγχάνει πρόεδρος των εκδόσεων Κοινωνία των (δε)κάτων. Αλλά ας πούμε ότι το προσπερνάμε αυτό γιατί θέλουμε να διαβάσουμε το άρθρο. Παραθέτω: «Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι οι περιηγούμενοι στο YouTube δεν θα σταθούν για να παρακολουθήσουν μια διάλεξη του Dana Gioia ή έστω μια απαγγελία σε Poetry Slam. Για το μεγάλο κοινό, η ποίηση δεν υπάρχει. Και είναι κρίμα, γιατί, μόνο τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν εκδοθεί εξαιρετικές συλλογές. Αδικώντας, σίγουρα, αρκετούς, αναφέρουμε τις ακόλουθες, για το 2022: τον Ριμαχό του Παναγιώτη Νικολαΐδη, τον Εικοστό κόσμο του Δημήτρη Πέτρου, το Σχεδόν αύριο του Ντίνου Σιώτη».

Παρατηρήστε αυτό το «αδικώντας, σίγουρα, αρκετούς» που προτάσσει ο ακριβοδίκαιος και μεγαλόθυμος κ. Σιώτης πριν αναφέρει στις «εξαιρετικές συλλογές» και τη δική του. Δεν είναι μόνο ότι ο αναγνώστης, μετά από αυτό, δεν δίνει καμία σημασία σε ό,τι λέει στο άρθρο ο συντάκτης. Το χειρότερο είναι ότι ο κ. Σιώτης αναφέρει σειρά ποιητών, από τον τόμο των εκδόσεών του, που αντί να νιώθουν την έστω μικρή ικανοποίηση ότι κάποιος τους ξεχώρισε για το έργο τους, πρέπει να υποστούν την ταπείνωση που συνεπάγεται η κίνηση του εκδότη και υπεύθυνου της σειράς, που όχι μόνο διαφημίζει απροκάλυπτα το βιβλίο του σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί ούτε καν στον πειρασμό να συμπεριλάβει τη συλλογή του στις «εξαιρετικές συλλογές» της τελευταίας διετίας. Τι άλλο να περιμένει κανείς!; Τη βράβευση από το περιοδικό (δέ)κατα, του Ντίνου Σιώτη, του Ντίνου Σιώτη;      

— Μια αναφορά στο θέμα που κυριάρχησε στον διαδικτυακό και όχι μόνο τύπο και στα ΜΚΔ την περασμένη Τρίτη. Αναφέρομαι στην απάντηση/επιστολή της Ελίζ Ζαλαντό, διευθύντριας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στον Μητροπολίτη Φιλόθεο με αφορμή τη αφίσα για το ντοκιμαντέρ «Αδέσποτα Κορμιά» της Ελίνας Ψύκου. Η αναφορά δεν είναι προφανώς ουσίας αλλά τύπων. Μόνο δύο μέσα, το Πρώτο Θέμα και η Αυγή, παρέθεσαν ολόκληρη την επιστολή του Μητροπολίτη Φιλόθεου. Οι υπόλοιποι αρκέστηκαν στην απάντηση της κ. Ζαλαντό, ή, στην καλύτερη, σε αποσπάσματα της επιστολής του Μητροπολίτη. Δεν ήταν όμως μόνο ότι ο Μητροπολίτης έθεσε τον τόνο της ανταλλαγής θέσεων για το θέμα, με την ευγένεια που διατύπωσε τις αντιρρήσεις του. Υπάρχει και κάτι βαθύτερο εδώ. Είναι πάντοτε υποχρέωση της πλευράς του ισχυρού να εμφανίζεται υποχωρητικός, ακόμα κι αν δεν είναι. Μπορεί η εκκλησία να ηγεμόνευσε και μερικώς να ηγεμονεύει ακόμη αλλά η εξουσία της βρίσκεται σε αποδρομή. Θα έπρεπε να είναι διακριτό ότι η παράθεση και της επιστολής του Μητροπολίτη ήταν/είναι προς το συμφέρον όλων, για τον πολύ απλό λόγο ότι η επιστολή τιμά τον θεσμό που εκπροσωπεί και προάγει τη μετριοπάθεια σε καιρούς που άλλα μέλη της εκκλησίας εκφράζονται με εντυπωσιακή μικρότητα και μισαλλοδοξία.     

— Διάβασα τη συνέντευξη «Το πρώτο μυθιστόρημα της Καλλιρρόης Παρούση μπήκε στα ευπώλητα από στόμα σε στόμα» (Λάιφο, 13/3), που παραχώρησε η συγγραφέας στον M. Hulot. 

«“Το ότι δεν μπορείς να περιγράψεις τι ακριβώς γίνεται στο βιβλίο είναι εσκεμμένο;” “Ναι, ήθελα να μην έχει σημασία το τι ακριβώς γίνεται, μου αρέσει να το σκέφτομαι ως μια στιγμιαία έκρηξη που την ώρα που συμβαίνει δεν μπορείς να καταλάβεις τι ακριβώς γίνεται. Θυμάμαι, ένας φίλος μού είχε πει ότι “ένα καλό βιβλίο είναι σαν μια νάρκη, δεν ξέρεις σε ποιανού την ψυχή θα σκάσει”. Τώρα, γιατί πάτησες αυτήν τη νάρκη δεν το ξέρουμε – γιατί περπάταγες…”».

Υποθέτω ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με απόνερα της καφκικής ρήσης «Τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας». Η αναλογία με το άυλο σπλάτερ όμως μοιάζει να έχει ξεφύγει. Εναπόκειται όμως, εικάζω, στην ανοχή του ανύποπτου αναγνώστη, αν θα νιώσει το κριντζάρισμα στην περίπτωση της νάρκης που σκάει στην ψυχή του. (Κριτική για το μυθιστόρημα εδώ.)

— Αφού βρισκόμαστε στην εύφορη κοιλάδα των συνεντεύξεων σάς παραθέτω δύο αποσπάσματα από τις απαντήσεις του Πολ Λιντς (Βραβείο Booker 2023), που έτυχε να κάνει ένα πέρασμα και από την Ελλάδα, στις ερωτήσεις της Κυριακής Μπεϊόγλου (Εφ.Συν., 16/3). 

«Υπάρχει μια σειρά στο βιβλίο, ίσως δεν τη θυμάμαι σωστά, που λέει για τους άντρες και τον κόσμο που έφτιαξαν, αλλά σκέφτομαι ότι μια θηλυκή ενέργεια μας ενώνει όλους. Αυτή η ενέργεια είναι το κέντρο της ανθρωπότητας. Τόσα πολλά πράγματα που κάνουν οι άντρες, μαζί και εγώ, μας απομακρύνουν από αυτή την απίστευτη θηλυκή ενέργεια που δημιουργεί τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και κάνει τη δημιουργία μιας οικογένειας κάτι ιερό και δυνατό να υπάρξει στις κοινωνίες μας»

Αλλά και

«Υπήρξε μια στιγμή που όταν το έγραφα δεν μπορούσα να συνεχίσω: στο κεφάλαιο 8, το πιο σκοτεινό κεφάλαιο. Δεν μπορούσα να συνεχίσω για μήνες, είχα μπλοκάρει τελείως. Δεν μπορούσα να «πάρω» τον αναγνώστη μαζί μου σε κάτι τόσο απόλυτα τρομακτικό. Και μια νύχτα ένα όνειρο μου έδειξε πώς να γράψω το κεφάλαιο αυτό. Μόλις το έγραψα ένιωσα ελεύθερος και πήρα το αυτοκίνητο, μέσα στο απόλυτο λοκντάουν του κορονοϊού, και οδήγησα μέσα στον συνήθως πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, έφτιαχνα συνεχώς δικαιολογίες στο μυαλό μου σε περίπτωση που με σταματούσε η αστυνομία όπως ακριβώς κάνει και η Άιλις στο βιβλίο. Η πραγματικότητα είναι το ίδιο παράξενη όσο και η μυθοπλασία, έτσι δεν είναι;»

Οι συγγραφείς θα έπρεπε να αποφεύγουν τις συνεντεύξεις, γιατί, τελικά, άλλο είναι να μιλάς με φίλους υπό την επήρεια μερικών ποτών και άλλο να προωθείς το βιβλίο σου. Από τις υπερφεμινιστικές κορόνες, τα όνειρα που διδάσκουν δημιουργική γραφή και τη διαπίστωση ότι η πραγματικότητα είναι το ίδιο παράξενη όσο η μυθοπλασία, ο συγγραφέας οφείλει να έχει συναίσθηση του τι ακριβώς λέει, γιατί αλλιώς εμφανίζεται σαν να πουλάει καθρεφτάκια σε ιθαγενείς. Και όχι, η πραγματικότητα δεν είναι «το ίδιο παράξενη όσο και η μυθοπλασία»· είναι πιο περίεργη από τη μυθοπλασία.