Skip to main content
Σάββατο 04 Μαΐου 2024
Εδώ είναι Μπαλκάνια

Πριν σαράντα χρόνια, ζώντος του Σωτήρη Κίσσα, μας κάλεσε ο μακαριστός μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης και ζήτησε γνώμη για την ναοδομία του 9ου αιώνα, διότι ήθελε να ιδρύσει ναό των ισαποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Χωρίς να μπλεχτούμε στην αρχιτεκτονική μορφολογία, του δώσαμε μια εικόνα από την ναοδομία της εποχής. Τις προάλλες, είπα να «παίξω» με τα οδοιπορικά ενός ψηφιακού χάρτη και σκιάχτηκα μαθαίνοντας πως πριν εννέα χρόνια, μπροστά στον νέο ναό, στήθηκε άγαλμα των Θεσσαλονικέων αδελφών. Το είδα και ομολογώ  πως σκιάχτηκα. Περιείχε πολύν εξπρεσιονισμό η παράσταση. Ευθύς κατέταξα το έργο στην ίδια ομάδα με τον Αριστοτοτέλη της Αριστοτέλους και τον Εμμανουήλ Παππά, κατέναντι του Δημαρχείου. Με την ευκαιρία επιθεώρησα προχείρως την αρχιτεκτονική περφόρμανς της πόλης, από τον καιρό του άλλου αιώνος. Όχι κτιριολογικά, όσο κοινωνικά. Διότι οι αρχιτέκτονες, ακόμη και οι μη χαρισματικοί, έχουν αναπτύξει μια «συνείδηση χώρου», όπου άλλη λειτουργία έχουν οι καμπύλες κι άλλην οι απρόσιτες, θελκτικές πυθαγόρειες γεωμετρίες. Κι όλα καταστρέφονται ωσάν πυρκαγιά που δουλεύει υπόγεια, ακόμη κι αν σε πρήζει το δημόσιο κουμάρι και ο τζόγος που μπαίνουν στο μυαλό σου ως κομματική υπόδειξη.

Το κέντρο της Θεσσαλονίκης, πριν από την πανδημία, έσφυζε από ασφυξία. Στην οδοντοστοιχία των επιβλητικών κτιρίων, το πανεπιστήμιο ήταν ήδη σπιλωμένο από βαλκανικής επίνοιας κλιματιστικά, δύο γίγαντες, το Παππάφι και το παλαιό ΥΜΑΘ παρέμεναν σε εργώδη αχρησία, το Παλατάκι δεν έλεγε να ομογενοποιηθεί με το στρατόπεδο Κόδρα, ενώ το «Κελλάριον» πάλι έζεχνε στην κώχη του, ψευδώς ταυτισμένο με αλλαντάλλων ιστορίες. Όσο για το Επταπύργιο και τα τειχογυρίσματα, παρέμενε άηχο και άβολο, ενώ, εντέλει, από γλυπτά, μόνον τα δύο του Ζογγολοπούλου άντεχαν στον χρόνο.

Μου πήρε μία ώρα να σημειώσω δέκα ιδέες για βελτίωση της εικόνας της πόλης και δέκα λεπτά για να σκίσω τα χαρτιά. Είναι φοβερό πόσα δόντια λείπουν από την μασέλα της πτωχομάνας. Και πόσο κρύβονται οι ελεύθεροι χώροι, απαραίτητοι σε τέτοια πόλη, εξαφανισμένοι από μια λατρεία στους ποιητικούς όρους.

Μόνον επαίνους και κατανόηση έχω για τα Βαλκάνια, τα οποία γνωρίζουμε εσχάτως μόνον από τηλεοπτικούς ταξιδιώτες που δεν αντέχουν να περιγράψουν μήτε τα Σέρρας. Αλλά αυτή είναι η μοίρα κάθε γενιάς που χάνεται: να επιστρέφει ως αστροναύτισσα εικών στον αιώνα του νοσταλγικού τίποτε.