Skip to main content
Δευτέρα 06 Μαΐου 2024
Γιάννης Δημητριάδης
Αλέξανδος Ίσαρης
Αλέξανδος Ίσαρης

Δεν ξέρω πότε και πώς διάλεξε τη μορφή του Αλεξάνδρου Ίσαρη. Δεν ήταν καν «λογοτεχνικό ψευδώνυμο» αλλά μια ευτυχής επιβίωση (στα χαρτιά) της φαμίλιας των Ίσαρη, που υπήρχε στα Σέρρας από το Βυζάντιο.

Τον γνώρισα απαρχές της σεβεντίλας και επί μακρό διάστημα η σχέση μας ήταν «πες και γέλα». Γελώντας, συνήθιζε να τείνει την κεφαλή ψηλά. Ήταν τα χρόνια που επιτέλους έγραφε, μετέφραζε και μετέδιδε χιούμορ παρωδώντας εξαιρετικά τοπικά της γενέτειρας ανέκδοτα, που φρόντιζα να κυκλοφορήσω, με κυρίαρχη την ιστορία «κι φραπ α λαπόρτ; Λε μπολσεβίκ!».

Δουλευτής στην πολεοδομία, απαλλάχτηκε με ανακούφιση απ' αυτήν διεκτραγωδώντας μου τον τρόπο που «έχτιζε» κανάβους στην περιφερειακή Θεσσαλονίκη, σε χάρτες δίχως ισοϋψείς. Έμενε στον Δαίδαλο -κορυφή μιας πολυκατοικίας, δις γωνιαίας, κολλητά στη Δεσπεραί.

Ήταν σπάνιο να χωρίσουμε χωρίς δάκρυα γέλιου στα μάτια. Μία στις τρεις προτάσεις του ήταν για να προκαλέσει άδολο γέλιο.

Μου είχε φτιάξει και έναν πίνακα σε χαρτόνι που φυσικά έχασα και θυμάμαι μόνον τον τίτλο του: «Π. Θ. ο γεωγράφος ο σεξουάλας». Με την νέα παρέα που προσέφερε, κάναμε εκδρομές στην αρχαιολογία της δυτικής Χαλκιδικής, με έμφαση στην Αντιγόνεια Ψαφαρά.

Στους σεισμούς του 1978, καθώς είχα διαθέσιμο το κατρέλ «Αριστείδης», τον έβγαλα στανικώς από το διαμέρισμά του, πήγα στην αυλή του ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ και πήγα τον Γιώργο Μουρέλο σε ακίνδυνο δωμάτιο, ενώ σε δέκα ώρες πήγα-ήρθα Αθήνα μεταφέροντας γυναίκες της τότε ζωής μου.

Ο λεβιές των ταχυτήτων, ένας βάναυσος μοχλός, απέργησε και ξεκινούσα τον Αριστείδη από δευτέρα και πάνω. Τελευταία πράξη: βρήκα στον Δρόμο τον Μαρωνίτη και με τον Ίσαρη πήγαμε στην Αγροσυκιά, στο εκεί πατρικό μου να περάσουν το βράδυ χωρίς άγχος.

Στο μεταξύ, καθώς οι παρέες κατέφευγαν στα νησάκια της Βουρβουρούς και είχα συμβόλαιο να δουλέψω ως αρχιτέκτων ανασκαφής στην Τρίτη περίοδο της Τορώνης, πήρα τον αδελφό μου και τον Ίσαρη, φορτώνοντας τον «Αριστείδη» υπέρογκα, επιλέγοντας τα σωσμένα από το διαμέρισμα-ερείπιο της Κούσκουρα.

Κάναμε ώρες πολλές για Τορώνη, καθώς μόνον τη δεύτερη ανηφόρα της Καλλικράτειας την διαπράξαμε ωσάν ζηλευτό γκαζοζέν.

Περάσαμε μέρες πολλές περιμένοντας απένταροι την Αυστραλιανή αποστολή του Σίδνεϊ και δεν ήταν σίγουρο πως δεν την είχαν ακυρώσει. Όταν εντέλει κατέφθασαν, άρχισα να δουλεύω, και ο Ίσαρης χάρηκε λίγες σπάνιες διακοπές.

Στάθηκε στην πιο εμβρόντητη περίοδο της ζωής μου, από την αρχή της ανασκαφής έως το νέο πάθος της λιβιδούς μου, ώσπου κατά μήνα Σεπτέμβριο έφυγα αγκαλιά με τον Αριστείδη να σπουδάσω στην Αγγλία.

Μου έστειλε ένα γράμμα, επισυναφθέν με επιστολή της τότε ηγερίας μου.

Αργότερα τον παρουσίασα στο «Βαφοπούλειο» σε μια διάλεξη που πρέπει να ηχογραφήθηκε. Είχαμε ψυχραθεί για ένα διάστημα, καθώς ενοχλήθηκε από μια αμετροέπειά μου, αλλά μετά το 1979 που κατέβαινα υπηρεσιακώς στην Αθήνα, έμενα στην άκρη του Παγκρατίου, στην εκεί διαμονή του.

Απλώς, πριν τρία ή τέσσερα χρόνια, μου έστειλε χαιρετίσματα όπως στον παλιό, καλό καιρό. «Κι φραπ α λα πόρτ; Λε μπολσεβίκ!» Θυμάμαι την φιλία μας, συνήθως δακρυσμένος από τα γέλια.