Skip to main content
Πέμπτη 16 Μαΐου 2024
Ο Μάρκος και ο θάνατος

1905-1972

Αφορεσμένος από το θρήσκευμά του, καθώς η Ζιγκοάλα δεν του έδιδε διαζύγιο και ήτονε καθολικός, ο Μάρκος, όσο περνούσανε τα χρόνια, έγραφε αριστουργήματα που τα μελωδούσε με πραγματική μελαγχολία. Τριών ειδών ήταν οι συνθέσεις του, που δεν περνάνε στην Ιστορία, αλλά λατρεύω την εικαστική του μνήμη που την πότιζε με το θυμικό του.

Ένα είδος, το «μαύρα μάτια μαύρα φρύδια» που ρυθμικά ο αγνοιακός μπορεί να το ερμηνεύσει ως γιάνκα. Το άλλο είδος, που είναι το «χαράματα η ώρα τρεις» παραπέμπει σε ιταλιώτικη φανφάρα που συνήθιζαν οι Ιταλοί, με αξιέραστες μελωδίες τυμπάνων και εφήβους που ντυμένοι αναγεννησιακά, με μπέρτες και μπερέδες από κατηφέ, συν πτερά φασιανών και παγονιών, επιχειρούσαν διακοπτόμενο βήμα με παύσεις, συνοδευόμενοι από μπάντες πνευστών. Τρίτο και αξέχαστο, μια πανδαισία από μινόρε, με μελωδισμό που καρφώνονταν στο μυαλό σου με μπλακ εν ντέκερ. Και πάντα, παντού και συνεχώς, να ομιλεί για θάνατο και χάρο, καθώς τον είχε γνωρίσει από την καλή και την ανάποδη. Αν άφηνε αδιαμαρτύρητη την Ζιγκοάλα, θα έγραφε απαλλαγμένος από την μαύρη δημιουργική μελαγχολία, πιο κοντά στο ύφος του τυφλού Μπαγιαντέρα. Ωστόσο η έκφραση «χάδια και φιλιά» στην Φραγκοσυριανή που δόξασε με χαμηλωμένα μάτια, δεν ήταν ψευδαίσθηση μεσοπολεμική. Για φιλιά δεν ξέρω, αλλά χάδια ήξερε πολλά και καθόλου χαδάκια, αλλά διεισδύσεις των δακτύλων σε ποικίλα αμελέτητα των γυναικών.

Ο Μάρκος είχε για τον θάνατο μια άποψη με την οποία συντάσσομαι. «Θάνατος» είναι η φθορά του σώματος αλλά ο νεκρός «βλέπει» το σκοτάδι, μυρίζει κανονικά και ακούει τα πάντα. Κι όταν το σκήνωμα του εξαφανίζεται, παραμένει συναισθηματικά φυλακισμένος στην άχαρη, πλέον, περιπέτεια της ζωής. Και κάθε φορά που τον ακούμε και τον μνημονεύουμε, τα κόκκαλά του απορροφούν ένα μέρος της πανδαισίας.